12 Φεβ 2010

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΞΟΔΩΝ ΥΠΕΘΑ (1990-2004)

(Ιούνιος 2005)
1. Διαδικασία Κατάρτισης του Προϋπολογισμού Εξόδων του ΥΠΕΘΑ.

Ο προϋπολογισμός εξόδων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ) αποτελεί μέρος του Κρατικού Προϋπολογισμού (Π/υ). Περιλαμβάνει τα απαιτούμενα ποσά πιστώσεων για την ικανοποίηση των αναγκών του ΓΕΕΘΑ και των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.). Καταρτίζεται από το ΓΕΕΘΑ, σύμφωνα με τις εισηγήσεις των Κλάδων των Ε.Δ.(ΓΕΑ – ΓΕΣ – ΓΕΝ), εγκρίνεται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας (ΥΕΘΑ) ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) και αποστέλλεται στο Υπουργείο Οικονομικών / Γ.Λ.Κ. για τελική έγκριση και ένταξή του στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Το οριστικό ύψους του προϋπολογισμού του ΥΠΕΘΑ καθορίζεται από το Υπουργείο Οικονομικών και η τελική έγκριση δίνεται από τη Βουλή. Η επιμέρους κατανομή των πιστώσεων στους Κλάδους των Ε.Δ. γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, μετά από σχετική (απλή) γνωμοδότηση του ΣΑΓΕ. Η ανώτατη εποπτεία, για τη χρησιμοποίηση των πιστώσεων του Προϋπολογισμού ΥΠΕΘΑ, ασκείται από τον ΥΕΘΑ.
Σημαντική είναι η επισήμανση ότι ο προϋπολογισμός του ΥΠΕΘΑ δεν ταυτίζεται με τις συνολικές αμυντικές δαπάνες. Στον προϋπολογισμό δεν ενσωματώνονται δαπάνες που εντάσσονται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) του Κράτους και αφορούν πιστώσεις υπέρ του ΥΠΕΘΑ. Έτσι οι πιστώσεις που εγγράφονται στο ΠΔΕ και αφορούν το ΥΠΕΘΑ αποτελούν άλλη μια πηγή ενίσχυσης του προϋπολογισμού του υπουργείου, καλύπτοντας ανάγκες σε έργα που εξυπηρετούν την εθνική άμυνα και άλλους κοινωφελείς σκοπούς όπως, κατασκευή ή επισκευή αεροδρομίων, προβλητών, οδών κ.ά. καθώς και συμπληρωματικά προγράμματα εξοπλισμών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για το 2003 και το 2004 εγράφησαν στο ΠΔΕ, υπέρ του ΥΠΕΘΑ, 169 και 246 εκατ. € αντίστοιχα, ενώ για το 2005 έχουν προβλεφθεί 75 εκατ. €[1].
Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι κατά πάγια τακτική των ελληνικών κυβερνήσεων, οι προβλέψεις των πιστώσεων του προϋπολογισμού του ΥΠΕΘΑ είναι μικρότερες από τις τελικός πραγματοποιηθείσες.

2.Προϋπολογισμός ΥΠΕΘΑ : Οικονομικά Στοιχεία

Ο προϋπολογισμός (Π/υ) του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας είναι από τους υψηλότερους, σε σχέση με αυτούς των λοιπών Υπουργείων και μάλιστα ακολουθεί, διαχρονικά, αυξητική πορεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 ήταν σχεδόν τριπλάσιος, σε απόλυτες τιμές, από αυτόν του 1990 (όρα Πίνακας 2.1, στήλη 5). Έτσι η Ελλάδα διαθέτει ετησίως πολύτιμους ανθρώπινους και υλικούς πόρους στην εθνική άμυνα, δαπανώντας ένα σημαντικό ποσοστό του ετήσιου γενικού κρατικού προϋπολογισμού της.

Οι Κυβερνητικές πολιτικές της δεκαετίας του ΄90 συνέτειναν στην οριακή αποκλιμάκωση του ποσοστού συμμετοχής του Π/υ του ΥΠΕΘΑ στο Γενικό Κρατικό Π/υ, ο οποίος όμως αυξάνονταν με γοργούς ρυθμούς (Πίνακας 2.1, στήλη 3). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, χρόνο με το χρόνο, να πολλαπλασιάζονται οι νομισματικές μονάδες που δαπανιόντουσαν για την εθνική άμυνα (Πίνακας 2.1, στήλη 4). Η λανθάνουσα αυτή πολιτική, υποστήριζε ότι όσο πιο εύρωστη και δυναμικά αναπτυσσόμενη είναι η οικονομία μιας χώρας, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης του κράτους, σε απόλυτες τιμές (όρα Γράφημα 2.1).

Ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του Π/υ του ΥΠΕΘΑ την εξεταζόμενη περίοδο (1990 – 1999) συγκρινόμενος με τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του Γενικού Κρατικού Π/υ απεικονίζεται στο Γράφημα 2.2.


Διαπιστώνεται ότι ο Π/υ του ΥΠΕΘΑ αυξάνεται, με μειούμενο ετήσιο λόγο. Ο μειούμενος αυτός λόγος είναι εξομαλυσμένος (μικρότερη κλίση) σε σχέση με τον μειούμενο ετήσιο λόγο αύξησης του Κρατικού Π/υ. Αυτό σημαίνει ότι οι Κυβερνήσεις της δεκαετίας του ΄90 δυσκολεύονταν να περιορίσουν το ρυθμό μεγέθυνσης του Π/υ του συγκεκριμένου Υπουργείου. Οι αυξημένες δαπάνες θεωρούνταν ανελαστικές και απαραίτητες.

Η διαπίστωση αυτή είναι ευκρινέστερη στο Γράφημα 2.3 όπου απεικονίζεται ο σχετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ετήσιου Π/υ του ΥΠΕΘΑ (δηλ. ρυθμός μεγέθυνσης Π/υ ΥΠΕΘΑ δια τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του Κρατικού Π/υ). Η γραμμή τάσης συγκλίνει προς το μηδέν αλλά έχει θετικό πρόσημο.


Την τελευταία πενταετία (2000-2004), διαπιστώνεται μια στροφή των Κυβερνήσεων προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι, αντί να προσπαθήσουν να εκλογικεύσουν την ποσοστιαία συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στις δαπάνες του κρατικού Π/υ, προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν το μέγεθος των δαπανών. Διατηρώντάς το σταθερό και με δεδομένη την αύξηση των συνολικών πιστώσεων του κρατικού Π/υ (λόγω του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ), βαίνει μειούμενη η ποσοστιαία συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στις κυβερνητικές δαπάνες (όρα, τελευταία στήλη του Πίνακα 2.2).
Παρά τον εξορθολογισμό της πολιτικής κατάρτισης του ετήσιου Π/υ, τα στοιχεία του Πίνακα 2.2 επιβεβαιώνουν την εμμονή των Ελληνικών Κυβερνήσεων στην υψηλή συμμετοχή του Π/υ του ΥΠΕΘΑ στον ετήσιο κρατικό Π/υ πιστώσεων. Εξακολουθεί άλλωστε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας μαζί με το Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων και το Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις του καταμερισμού των δαπανών, του κρατικού Π/υ, κατά υπουργείο.
Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία, με τη σταδιακή αποδυνάμωση του στρατιωτικού κατεστημένου, η επικείμενη έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της γείτονας χώρας με την Ε.Ε. και η απεμπόληση του Κυπριακού από τις ελληνοτουρκικές διαφορές, συνέβαλαν στη μείωση των, ενταγμένων στον κρατικό Π/υ, πιστώσεων του ΥΠΕΘΑ. Βέβαια, όπως προαναφέραμε, η αποκλιμάκωση αυτή δεν οφείλεται τόσο στη μείωση των πιστώσεων του Π/υ του ΥΠΕΘΑ σε απόλυτες τιμές, όσο στον μικρότερο ρυθμό αύξησης του Π/υ του Υπουργείου αυτού, σε σχέση με το ρυθμό αύξησης του Γεν. Κρατικού Π/υ.
Στο Γράφημα 2.4, βλέπουμε ότι ο λόγος αύξησης του Π/υ του ΥΠΕΘΑ είναι σαφώς μικρότερος του ετήσιου λόγου αύξησης (με μειούμενο ρυθμό) του Κρατικού Π/υ. Μάλιστα η γραμμή τάσης (εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης του λογιστικού έτους 2004 και της μη έναρξης του 2005), εισέρχεται στο αρνητικό επίπεδο του λόγου (ρυθμού) μεταβολής, δηλαδή μειώνονται οι προβλεπόμενες νομισματικές μονάδες που πιστώθηκαν στον Π/υ του ΥΠΕΘΑ. Βέβαια, η διαπίστωση αυτή έχει σχετική μόνο αξία γιατί όπως γνωρίζουμε, το ότι μειώνεται ο σχεδιαζόμενος Π/υ του ΥΠΕΘΑ, για το 2004 και 2005, αφενός δεν συνεπάγεται απαραίτητα τη μείωση των αμυντικών δαπανών (υπάρχει άλλωστε και ο Π/υ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) αφετέρου ο Π/υ του ΥΠΕΘΑ είναι αρκετά “ευέλικτος” κατά την υλοποίησή του (συχνά το ΚΥΣΕΑ εγκρίνει πρόσθετες δαπάνες, πέραν των προβλεπομένων στον κρατικό Π/υ, για λόγους εθνικής ασφαλείας).


Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι ξεκάθαρο ότι την τελευταία πενταετία (2000-2004), ο σχετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ετήσιου Π/υ του ΥΠΕΘΑ (δηλ. ρυθμός μεγέθυνσης Π/υ ΥΠΕΘΑ δια τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του Κρατικού Π/υ) βαίνει σταθερά μειούμενος και μάλιστα βρίσκεται στο αρνητικό επίπεδο τιμών του σχετικού ρυθμού μεταβολής (Γράφημα 2.5). Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι οι ετήσιες δαπάνες υπέρ του ΥΠΕΘΑ θα σταθεροποιηθούν σε ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς τα οφέλη του αυξανόμενου Π/υ να μεταβιβάζονται (απολύτως ανάλογα, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ΄90, γράφημα 2.3) στις δαπάνες του Υπουργείου αυτού.

Στο Γράφημα 2.6, απεικονίζεται η εκπεφρασμένη βούληση της πολιτικής ηγεσίας για τη μείωση των ποσοστιαίων πιστώσεων του Π/υ του ΥΠΕΘΑ. Αυτή λοιπόν η εικονική μείωση (ποσοστιαία μείωση) εκφράζει το “μέρισμα ειρήνης” το οποίο, σύμφωνα με τις κυβερνητικές δεσμεύσεις, θα επενδυθεί στην εξυπηρέτηση παραγωγικών και κοινωνικών σκοπών, όπως αυτοί αποτυπώνονται στο προσχέδιο του Π/υ 2005.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι το “μέρισμα ειρήνης” δεν εκφράζει περιορισμό των αμυντικών δαπανών, αλλά την πολιτική βούληση για τη σταθεροποίησή τους. Συνεπώς ο όρος είναι αδόκιμος μιας και δεν περικόπτονται δαπάνες αλλά μειώνεται αισθητά ο λόγος μεγέθυνσης αυτών. Το αν είναι ή όχι ικανοποιητική αυτή η πολιτική, θα πρέπει να διερευνηθεί σε συνάρτηση με τις αμυντικές δαπάνες άλλων, αναπτυγμένων ή/και αναπτυσσόμενων οικονομικά, χωρών.

3. Συγκριτικά Στοιχεία.

Το ύψος των ελληνικών αμυντικών δαπανών είναι σε σχετικούς όρους το υψηλότερο μεταξύ των χωρών μελών του ΝΑΤΟ (Γράφημα 2.7 και Πίνακας 2.3) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ε.Ε.. (Γράφημα 2.8).



Οι κατά κεφαλήν αμυντικές δαπάνες της Πορτογαλίας -μιας χώρας με πληθυσμό και οικονομικά αποτελέσματα (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) ταυτόσημα με της Ελλάδας- είναι λιγότερες από τις μισές των αντίστοιχων δαπανών της χώρας μας. Επίσης, το Ην. Βασίλειο με υπερδιπλάσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και διεθνή στρατιωτική παρουσία δαπανά τα ίδια κατά κεφαλήν χρήματα για αμυντικούς εξοπλισμούς που δαπανά και η Ελλάδα, ενώ η Ισπανία με συγκρίσιμο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και παρόμοιους οικονομικούς προσανατολισμούς (Τουρισμός – Παροχή Υπηρεσιών), δαπανά μόλις το 44 % των (κατά κεφαλήν) χρημάτων που δαπανούμε εμείς.



4. Συμπεράσματα – Σχόλια

Η συνοπτική ανάλυση, που προηγήθηκε, σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί η χώρα μας στο θέμα των αμυντικών δαπανών, μας οδηγεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα:

1. Η Ελλάδα τη δεκαετία του ΄90 αύξανε με αλματώδεις ρυθμούς τις δαπάνες της για την εθνική άμυνα.

2. Τα τελευταία χρόνια (2000-2004), η αποτελεσματική εξωτερική πολιτική, το αναβαθμισμένο κύρος της χώρας μας στη διπλωματική αρένα και η μεταστροφή των εθνικών προτεραιοτήτων προς την επίτευξη κοινωνικών κυρίως στόχων, συνέδραμαν στη δυνατότητα σταθεροποίησης των αμυντικών δαπανών. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Jervis[2], “..ενώ η στρατιωτική ισχύς ήταν θεμελιώδους σημασίας για την κρατική εξουσία, σήμερα έχει περιορισμένη χρησιμότητα για να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι. Η στρατιωτική ισχύς θεωρείται η τελευταία διέξοδος και σε μεγάλο βαθμό είναι άχρηστη για την επίλυση των βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα κράτη…”.

3. Παρ’ όλα αυτά, οι δαπάνες της χώρας μας, σε σχετικούς όρους, είναι υπέρογκες με αποτέλεσμα το ισοζύγιο κόστους - ωφελιμότητας να γέρνει δυσανάλογα προς την πλευρά του κόστους. Αυτή η πολιτική, αλόγιστης χρηματοδότησης της εθνικής άμυνας, εγείρει εμπόδια στην οικονομική ανταγωνιστικότητα της χώρας μας σε σχέση με άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Θα πρέπει, έστω και καθυστερημένα, να συνειδητοποιήσουμε ότι η οικονομική ισχύς και η οικονομική διπλωματία έχουν κεντρικότερη θέση στην κρατική ασφάλεια, στη σημερινή εποχή, απ΄ ότι έχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις[3].

4. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία (θεσμικές μεταρρυθμίσεις – προοπτική ένταξης στην ΕΕ) και η εξαγγελθείσα πολιτική της νυν κυβέρνησης (Κ. Σημίτη) όσον αφορά την οριοθέτηση των διαφορών με τη γείτονα χώρα (με τις όποιες αρνητικές μετεξελίξεις), εντείνουν την ούτως ή άλλως επιτακτική ανάγκη μείωσης και εξορθολογισμού των αμυντικών δαπανών σε πραγματικούς όρους (νομισματικές μονάδες).

5. Η μείωση των αμυντικών δαπανών δεν θα εξασθενίσει την αποτρεπτική δύναμη του κράτους, στο βαθμό που θα υποκατασταθεί από ένα ενισχυμένο και ευέλικτο διπλωματικό σώμα αλλά και στο μέτρο που θα εξασθενούν οι διαπιστωμένες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης[4]. Άλλωστε, αφενός μεν, είναι κοινή διαπίστωση[5] ότι μεταξύ των σύγχρονων φιλελεύθερων κοινωνιών, οι εθνικοί στόχοι “επιβάλλονται” μέσω της διπλωματικής οδού και όχι μέσω πολεμικών συγκρούσεων. Αφετέρου δε, η συγκεντρωτική δομή, η ανεπάρκεια των διαδικασιών σχεδιασμού, η έλλειψη συντονισμού, οι ασαφείς διοικητικές κατευθύνσεις και η ποιοτική ανεπάρκεια του προσωπικού, είναι πολιτικές επιλογές της μεταπολίτευσης και επιτέλους πρέπει να εκλείψουν τόσο από την δημόσια πολιτική όσο και από τον μηχανισμό υλοποίησής της δηλ. τη δημόσια διοίκηση.

[1] Πηγή: Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2005, πίνακας 2.5 & 2.6, “Δαπάνες ΠΔΕ κατά φορέα”, σελίδα 24. (παρατίθεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ).

[2] Jervis R., “The Future of Words Politics”, International Security, τ.16, αρ.3,σελ.39-73. Παρατίθεται στο βιβλίο «Η Νεωτερικότητα Σήμερα: Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός», Stuart Hall – David Held και Anthony McGrew, εκδόσεις Σαββάλας 2003, σελ. 136.
[3] Ό.π. σελ. 136. Αντίστοιχα: «Η εξουσία στο παγκόσμιο σύστημα έχει μετατοπιστεί από τις στρατιωτικές στις οικονομικές δυνάμεις», Nye J. “Bound to Lead”, New York, Basic Books.
[4] Σχετικά με τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, άρθρο της Καλλιόπης Σπανού με τίτλο: «Δημόσια Διοίκηση και Δημόσια Πολιτική», στη συλλογή: “Η Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα”, Επιμ. Σπηλιωτόπουλος Επ. & Μακρυδημήτρης Αντ., εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2001, σελ.169 – 188.
[5] Μελέτη του καθηγητή Rudolph Rummel κατέδειξε ότι οι δημοκρατίες της ελεύθερης οικονομίας δεν εμπλέκονται σε πόλεμο μεταξύ τους. Κουλουμπής Θεόδωρος, «Διεθνείς Σχέσεις : Εξουσία και Δικαιοσύνη», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995, σελ. 40