17 Ιουν 2008

Κράτος Πρόνοιας και Κοινωνική Ασφάλεια (Social Security)

Σημειώσεις από το βιβλίο του Ξ. Ι. Κοντιάδη «Εισαγωγή στην Κοινωνική Διοίκηση και τους Θεσμούς Κοινωνικής Ασφάλειας», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2008.

1. Εννοιολογικές Αποσαφηνίσεις: Κράτος Πρόνοιας (Welfare State) Vs Κοινωνικού Κράτους (Social State).

1.α. Κράτος Πρόνοιας.
«Ο όρος κράτος πρόνοιας αναφέρεται, κατά περιγραφικό τρόπο, σε εκείνη τη μορφή καπιταλιστικού κράτους που δρα μέσω της παροχικής, κοινωνικής διοίκησης, με σκοπό την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη συστηματική κάλυψη κοινωνικών κινδύνων και αναγκών των πολιτών».
«Το κράτος πρόνοιας αποτελεί εκείνη τη μορφή κράτους που συμπεριλαμβάνει μεταξύ των θεμελιωδών σκοπών του την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και παρεμβαίνει στον οικονομικό χώρο προκειμένου να αναδιανήμει στους πολίτες ένα μερίδιο του εθνικού εισοδήματος και να εγγυηθεί ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης». (σελ. 17)
Το κράτος πρόνοιας παρεμβαίνει στην οικονομία με σκοπό:
- Την ενίσχυση της απασχόλησης
- Τη διασφάλιση βασικών κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση, υγειονομική προστασία κ.α.)
- Την κατοχύρωση ενός κοινωνικού δικτύου ασφάλειας μέσω της εγγύησης ενός ελάχιστου βιοτικού επιπέδου.

Η παρέμβαση στην οικονομία ή αλλιώς «[η] διαμόρφωση της μεικτής οικονομίας ή κοινωνικής οικονομίας της αγοράς συνεπάγεται ότι παράλληλα με την αναγνώριση της λειτουργίας της ιδιωτικής οικονομίας και της ελεύθερης δράσης των ιδιωτών αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα μιας μόνιμης πολιτικής παρέμβασης, με σκοπό την αποτροπή κρίσεων στην αναπαραγωγή του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος». (σελ.18)
«Το κράτος πρόνοιας αντιδιαστέλλεται, από πολιτειολογική σκοπιά, από το πρώιμο φιλελεύθερο κράτος (Τσουκαλάς, 1991). Η αντικατάσταση των παραδοσιακών θεσμών αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας από κρατικά οργανωμένους θεσμούς κοινωνικής ασφάλειας συνιστά υπέρβαση του ωφελιμιστικού φιλελεύθερου ατομικισμού». (σελ. 19)

1.β. Κοινωνικό Κράτος.
«…[Τ]ο κοινωνικό κράτος αποτελεί ένα υποσύνολο, μια συγκεκριμένη μορφή θεσμικής οργάνωσης του κράτους πρόνοιας…και συναρτάται με ιδιαίτερα οργανωτικά και κανονιστικά χαρακτηριστικά…»
«Ο όρος κοινωνικό κράτος εκφράζει μια συγκεκριμένη συνταγματική, νομοθετική και διοικητική – οργανωτική τυποποίηση των παροχικών και ρυθμιστικών μηχανισμών του κράτους».

2. Τα αρχέτυπα του κράτους πρόνοιας (σελ.21-22).
Τα τρία αρχέτυπα (μοντέλα) του κράτους πρόνοιας, σύμφωνα με τη διάκριση που υιοθέτησε για αναλυτικούς λόγους ο G. Esping-Andersen (1990), είναι:
α. Φιλελεύθερο – αγγλοσαξονικό (liberal).
β. Συντηρητικό – κορπορατιστικό (conservative – corporatist).
γ. Σοσιαλδημοκρατικό (social democratic).

2.α. Φιλελεύθερο – αγγλοσαξονικό (liberal).
Το φιλελεύθερο μοντέλο χαρακτηρίζεται από το χαμηλό επίπεδο των παροχών και από την επιλεκτική σκόπευση των κοινωνικών παροχών. Έτσι, οι όποιες κοινωνικές παροχές προϋποθέτουν εισοδηματικό έλεγχο ή έλεγχο οικονομικών μέσων, έχουν ως κύριο στόχο την επανένταξη των ληπτών στην παραγωγική διαδικασία και οργανώνονται κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η αποεμπορευματοποίηση[1] στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Ο αυστηρός έλεγχος των προσωπικών δεδομένων των ληπτών και η λειτουργία του συστήματος με βάση, κατά κύριο λόγο, προνοιακές υπηρεσίες και μόνο δευτερευόντως χρηματικές παροχές συνεπάγονται, σε σημαντικό βαθμό, την κοινωνική απαξίωση των δικαιούχων. Στο μοντέλο αυτό υπάγονται ως παραδείγματα οι Η.Π.Α., ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο.

2.β. Συντηρητικό – κορπορατιστικό (conservative – corporatist).
Το συντηρητικό μοντέλο δεν επικεντρώνεται στην αποδοτικότητα της αγοράς και την εμπορευματοποίηση, όπως το φιλελεύθερο μοντέλο, αλλά αποσκοπεί στη διατήρηση των διαφορών των κοινωνικών status. Σε αντίθεση προς το φιλελεύθερο μοντέλο ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης είναι περιορισμένος, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αναπαραγωγή των παραδοσιακών οικογενειακών προτύπων. Η έντονη διαφοροποίηση μεταξύ κοινωνικών ομάδων αποτυπώνεται επίσης στην κανονιστική οργάνωση του συστήματος και στη χρηματοδότηση με βάση τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων και την αντίστοιχη απόδοση παροχών με γνώμονα τον ασφαλιστικό δεσμό. Παραδείγματα του μοντέλου αυτού αποτελούν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Αυστρία.

2.γ. Σοσιαλδημοκρατικό (social democratic).
Στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, το κράτος εγγυάται την πλήρη απασχόληση, ενώ η καθολική κάλυψη και η αποεμπορευματοποίηση επεκτείνονται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, δημιουργώντας αντίστοιχα δικαιώματα συνυφασμένα με την ιδιότητα του πολίτη. Χαρακτηριστικά του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας είναι η χρηματοδότηση μέσω της γενικής φορολογίας και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής μέσω κοινωνικών υπηρεσιών, με χαμηλό βαθμό κανονιστικότητας. Η κοινωνικοποίηση της κάλυψης βασικών βιοτικών αναγκών και η εγγύηση ενός επιπέδου συνθηκών διαβίωσης στο σύνολο του πληθυσμού, ανεξάρτητα από την απασχόληση ή το εισόδημα του δικαιούχου, συνδυάζονται με την προληπτική στήριξη της οικογένειας. Το μοντέλο αυτό βρίσκει εφαρμογή στις σκανδιναβικές χώρες.

2.δ. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό «παράδειγμα».
«Σε αντίθεση προς την αμερικάνικη αντίληψη, η ευρωπαϊκή προσέγγιση δεν εξομοιώνει την εργασία με τους υπόλοιπους παραγωγικούς συντελεστές και διαφοροποιεί την εργασία από τις άλλες αγορές… στην Ευρώπη η κοινωνική προστασία αντιμετωπίζεται ως στοιχείο σύμφυτο με τη λειτουργία της οικονομίας, αναγκαίο για την οικονομική ανάπτυξη και την υψηλή παραγωγικότητα… το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο είναι κατ’ αρχάς προσανατολισμένο στο δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, στην καθολική πρόσβαση και στην αυξημένη κρατική χρηματοδότηση του συστήματος μέσω της γενικής φορολογίας» (σελ. 25)

3. Αναδρομή στην εξέλιξη του μεταπολεμικού δυτικού κράτους πρόνοιας.
«Κατά την περίοδο από τη λήξη του β’ παγκοσμίου πολέμου έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, διαμορφώνεται η λεγόμενη κεϋνσιανή συναίνεση, που στηρίζεται στην επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και χαρακτηρίζεται από τη λειτουργία των δικτύων καθολικής κοινωνικής προστασίας και συλλογικής κατανάλωσης, τη χαμηλή ανεργία και την εφαρμογή εκτεταμένων αναδιανεμητικών πολιτικών. Με τον όρο κεϋνσιανή ή σοσιαλδημοκρατική συναίνεση αποτυπώνεται η συναίνεση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ως προς τη διευρυμένη παρέμβαση του κράτους πρόνοιας»
«Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η ανατροπή των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων στα οποία βασιζόταν η κεϋνσιανή συναίνεση αποτελεί την αφετηρία αμφισβήτησης τόσο της αναγκαιότητας ενός διευρυμένου ρόλου του κράτους στις οικονομικές διαδικασίες, όσο και της αποτελεσματικότητας των αναδιανεμητικών μηχανισμών του… η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από την επικράτηση νεοφιλελεύθερων νεομονεταριστικών οικονομικών πολιτικών, την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και των κοινωνικών υπηρεσιών και τη συρρίκνωση των αναδιανεμητικών λειτουργιών του κράτους… οι αναδιανεμητικές λειτουργίες του κράτους πρόνοιας συρρικνώνονται, ενώ έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων προβάλλεται η προτεραιότητα των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας. Η αποστολή του κράτους αναπροσδιορίζεται στην κατεύθυνση της αφαίρεσης των κοινωνικών και αναδιανεμητικών λειτουργιών του, συγκροτώντας την έννοια του ελάχιστου κράτους (minimal state)». (σελ. 28-29)
«Η αντικατάσταση της κεϋνσιανής συναίνεσης από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνεπάγεται τον παραμερισμό του κρατικού στόχου για εξασφάλιση πλήρους και πραγματικής απασχόλησης, την υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών και τον περιορισμό των αναδιανεμητικών παροχών, ενώ εκτός από τη σταδιακή αποδόμηση βασικών θεσμών του κράτους πρόνοιας παρατηρείται επίσης η τάση συσταλτικής εφαρμογής ή ερμηνείας των κοινωνικών δικαιωμάτων».
«…[Μ]ετά την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης νεοσυντηρητικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του ’80 ακολουθεί μια φάση σκεπτικισμού όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της απόλυτης φιλελευθεροποίησης της αγοράς, τόσο στον οικονομικό όσο και στον κοινωνικό τομέα. Η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στον ιστορικά ξεπερασμένο κεϋνσιανό παρεμβατισμό και στη νεοφιλελεύθερη ασυδοσία της αγοράς». (σελ.30)

4. Κατευθύνσεις Μεταρρύθμισης του κράτους πρόνοιας.

Α. Νεοφιλελεύθερη Απορρύθμιση[2].
4.Α.1. Σταδιακή ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, με αντικατάσταση των μηχανισμών του κράτους πρόνοιας από τη φιλανθρωπική πρωτοβουλία και την οικογένεια.
4.Α.2. Συγκρότηση ενός υπολειμματικού κράτους πρόνοιας, κατά το φιλελεύθερο-αγγλοσαξονικό μοντέλο, το οποίο θα παρεμβαίνει αποκλειστικά για την κοινωνική προστασία των ομάδων χαμηλού εισοδήματος, αναθέτοντας στον ιδιωτικό τομέα το κύριο βάρος της ασφαλιστικής και υγειονομικής κάλυψης.

«Οι υποστηρικτές των δύο αυτών αντιλήψεων επιχειρούν να τις θεμελιώσουν ως αναπότρεπτη εξέλιξη στο πλαίσιο της νέας διεθνούς οικονομίας … υποστηρίζουν ότι τα εθνικά κράτη πρόνοιας ανήκουν πλέον νομοτελειακά στο παρελθόν» (σελ.35)

Β. Αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας.
4.Β.1. Ο «τρίτος δρόμος» (Giddens, 2000, Μουζέλης, 2001) που υπερασπίζεται την υπέρβαση των παραδοσιακών διακρίσεων μεταξύ «Δεξιάς» και «Αριστεράς», υποστηρίζει τη μετάβαση από την αρχή της καθολικότητας των παροχών στη γενναιόδωρη επιλεκτικότητα, δηλαδή όχι κατ’ ανάγκην στην μείωση των κοινωνικών δαπανών αλλά στη ριζική ανακατανομή τους, ώστε να κατευθύνονται στα άτομα και τις πληθυσμιακές ομάδες με τις μεγαλύτερες ανάγκες, ενίοτε υπό την προϋπόθεση της «εργασιακής προώθησης» των ληπτών. Στην αντίληψη του «τρίτου δρόμου» θα μπορούσε να ενταχθεί και το ρεύμα του προνοιακού πλουραλισμού που αμφισβητεί την κεντρική παρέμβαση του κράτους στην παροχή κοινωνικής φροντίδας και αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του τρίτου τομέα, υπό τη μορφή των εθελοντικών κοινωνικών πρωτοβουλιών.

4.Β.2. Μια τέταρτη αντίληψη υπερασπίζεται το δημόσιο χαρακτήρα του κράτους πρόνοιας και την προσαρμογή του στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσω νέων οικονομικών πολιτικών και ευρείας έκτασης μεταρρυθμίσεων στην κοινωνική προστασία και την απασχόληση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, η μείωση του χρόνου εργασίας, η διαρκής οικονομική μεγέθυνση, η φορολογική μεταρρύθμιση, η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, η έμφαση στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών αντί επιδομάτων, ο περιορισμός του ρόλου της κοινωνικής ασφάλισης (social insurance) στο σύστημα κοινωνικής ασφάλειας (social security), αποτελούν ορισμένες πτυχές των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

5. Κοινωνική Ασφάλεια (social security).

5.α. Ο σκοπός της κοινωνικής ασφάλειας
«Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας (ή προστασίας) αποσκοπούν στην επίτευξη του στόχου της κοινωνικής ασφάλειας, δηλαδή:
- Στην προστασία του πληθυσμού από καταστάσεις που επιφέρουν απώλεια ή μείωση των πηγών συντήρησης.
- Στην προληπτική ή επανορθωτική προστασία της υγείας.
- Στην εξασφάλιση απασχόλησης και τη διατήρηση της ικανότητας για εργασία.
- Στην εγγύηση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης.
- Στη διασφάλιση της δυνατότητας κάθε ατόμου να συμμετέχει ενεργητικά στην οικονομική και κοινωνική ζωή.

Ο στόχος της κοινωνικής ασφάλειας συνδέεται με την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, την αναδιανομή του εισοδήματος και την επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης (Berghman, 1989, Pieters, 1998).
«Ευρύτερος από τον όρο κοινωνική ασφάλεια θεωρείται, κατά μια άποψη, ο όρος κοινωνική προστασία, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα εθελοντικά προγράμματα που δεν απορρέουν από νομοθετική ρύθμιση (Abel-Smith, 2001)». (σελ. 55)

5.β. Θεσμική οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας.
Οι συνιστώσες της κοινωνικής ασφάλειας (social security):
(1) Κοινωνική ασφάλιση (social insurance)
(2) Κοινωνική πρόνοια (social assistance – social welfare)
(3) Προστασία της υγείας (Health care)

5.β.1. Κοινωνική ασφάλιση.
Η κοινωνική ασφάλιση καλύπτει το σύνολο των μέτρων που αφορούν τη χορήγηση οικονομικών πόρων (ασφαλιστικές παροχές) από ειδικούς φορείς (ασφαλιστικοί οργανισμοί) σε πρόσωπα που υπάγονται σε αυτούς (ασφαλισμένοι), τα οποία αντιμετωπίζουν τυποποιημένους κινδύνους μείωσης εισοδημάτων ή αύξησης των δαπανών (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και έχουν συμπληρώσει προκαθορισμένες χρονικές και οικονομικές προϋποθέσεις (χρόνο ασφάλισης, ασφαλιστικές εισφορές).

5.β.2. Κοινωνική πρόνοια.
Η κοινωνική πρόνοια καλύπτει το σύνολο των μέτρων που αφορούν τη χορήγηση μη ανταποδοτικών εισοδηματικών παροχών, παροχών σε είδος και κοινωνικών υπηρεσιών μέσω ειδικών φορέων (προνοιακοί φορείς) σε άτομα που τελούν σε κατάσταση ανάγκης και δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν με δικά τους μέσα (Αμιτσής, 2001).

«Η κοινωνική πρόνοια δεν αποσκοπεί στην αναπλήρωση εισοδημάτων, αλλά στη διασφάλιση κάθε ανθρώπου από καταστάσεις βιοποριστικής αδυναμίας, ένδειας και κοινωνικού αποκλεισμού, οι οποίες προσβάλλουν ευθέως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δυνατότητα του ατόμου να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή» (σελ. 57)

Διαφορά κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας
« Η κοινωνική ασφάλιση επιδιώκει τον ειδικότερο σκοπό της εξασφάλισης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων ή των μελών των οικογενειών τους ενόψει ενδεχόμενων μελλοντικών και αβέβαιων κινδύνων που τους απειλούν. Για την εξασφάλισή του από τον ενδεχόμενο κίνδυνο ο ασφαλισμένος συνάπτει νομικό δεσμό με τον ασφαλιστικό οργανισμό, τη σχέση κοινωνικής ασφάλισης, η οποία πρέπει να υφίσταται ήδη πριν από την επέλευση του κινδύνου και με την οποία τυποποιούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασφαλιστικού φορέα. Αντίθετα, χαρακτηριστικό του μηχανισμού κοινωνικής πρόνοιας είναι ότι ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες, παρούσες ανάγκες, τις οποίες καλείται να καλύψει ο προνοιακός φορέας κατά κανόνα εφόσον δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλα μέσα και πάντως, χωρίς να υφίστανται προηγούμενος νομικός δεσμός μεταξύ του αποδέκτη και του φορέα των προνοιακών παροχών (Ματθαίου, 1996, Κρεμαλής, 1984)». (σελ. 58)

5.β.3. Προστασία της υγείας.
Η προστασία της υγείας καλύπτει το σύνολο των μέτρων που αφορούν τη χορήγηση παροχών σε είδος και υγειονομικών υπηρεσιών από εξειδικευμένους φορείς, με σκοπό τη διατήρηση και την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού. (σελ. 56)



[1] «αποεμπορευματοποίηση»= ο περιορισμός της απόλυτης εξάρτησης της εργασίας από τη λειτουργία της αγοράς μέσω της κρατικής παρέμβασης… η έννοια της αποεμπορευματοποίησης έχει την αφετηρία της στο έργο του K. Polanyi. (σελ. 166, Κοντιάδης 2008)
[2] Απορρύθμιση (deregulation). Στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, απορρύθμιση σημαίνει τη σταδιακή μετάθεση βαρών για την κοινωνική προστασία στα ίδια τα άτομα, με περιορισμό της κρατικής παρέμβασης στο ρόλο της διαμεσολάβησης συμφερόντων ή της εποπτείας. (σελ.167, Κοντιάδης 2008).

14 Μαΐ 2008

Διανεμητικό και Κεφαλαιοποιητικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης

Σημειώσεις από το βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση, "ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ (ΩΣ ΟΡΦΑΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ) ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟΣ", εκδόσεις Πόλις, 2007.

1. Διανεμητικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.

1.α. Βασικά Χαρακτηριστικά Διανεμητικού Συστήματος.

…«Το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι το κράτος επιβάλλει ένα είδος φόρου –τις ασφαλιστικές εισφορές- στους ασφαλισμένους και τους εργοδότες, με τα έσοδα του οποίου τα Ταμεία καταβάλλουν στους δικαιούχους τις συντάξεις. Το κράτος θεσπίζει τους κανόνες και εγγυάται τη λειτουργία του συστήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τους κανόνες αν μεταβληθούν οι συνθήκες». (σελ. 181).
Το διανεμητικό είναι το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα και σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην ελληνική κοινωνία πλανάται μια λανθασμένη αντίληψη περί των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν εργαζόμενοι και εργοδότες: Οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι οι ασφαλιστικές εισφορές που παρακρατούνται από τον ακαθάριστο μισθό τους αφορά τις δικές τους συντάξεις, όμως: «…με το ισχύον σύστημα οι εισφορές των εργαζομένων δεν αφορούν τις δικές τους συντάξεις, αλλά τις συντάξεις που καταβάλλονται κάθε έτος στους συνταξιούχους». (σελ. 59)
Έτσι, λοιπόν, στο διανεμητικό σύστημα …«οι εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές, αλλά οι εισφορές αυτές την ίδια χρονιά χρησιμοποιούνται για να ικανοποιηθούν τα θεσπισμένα δικαιώματα των συνταξιούχων, δηλαδή να πληρωθούν οι συντάξεις τους. Η πληρωμή των εισφορών από τους εργαζόμενους μπορεί να μη χρηματοδοτεί τη δική τους σύνταξη, δημιουργεί όμως μια «προσδοκία» και στηρίζεται σε έναν «άτυπο κανόνα», ότι στο μέλλον και αυτοί θα λάβουν από την επόμενη γενεά τα «ίδια οφέλη» που εξασφάλισαν στο παρελθόν στους τότε συνταξιούχους. Το πόσο «ίδια οφέλη» μπορούν να εξασφαλιστούν όταν συντελούνται σημαντικές μεταβολές των συνθηκών και ιδιαίτερα το πόσο «ίδιες θυσίες» συνεπάγονται τα «ίδια οφέλη» από πλευράς των επόμενων γενεών, είναι ένα εξαιρετικά προβληματικό θέμα…». (σελ. 183)

1.β. Η έννοια της Αλληλεγγύης των Γενεών.

Αυτή η «προσδοκία» για τη διατήρηση του «άτυπου κανόνα» (ότι δηλ. ο σημερινός στρατός εργασίας πληρώνει τις συντάξεις των απόμαχων -συνταξιούχων- και οι αυριανοί απόμαχοι θα συντηρούνται από τους εργαζόμενους του μέλλοντος) προστίθεται στις κοινωνικές αξίες, της συντεταγμένης πολιτείας, ως «αλληλεγγύη των γενεών».
Η βαθύτερη έννοια της αλληλεγγύης των γενεών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, υπονοεί ότι οι διαχρονικά «ίδιες θυσίες», από την πλευρά των εργαζομένων, θα συνεπάγονται διαχρονικά «ίδια οφέλη» για τους συνταξιούχους, ανεξαρτήτως της χρονικής περιόδου που «τυγχάνει» να βρίσκεται κάποιος στη μία ή στην άλλη όχθη.
Έτσι, ο εργαζόμενος του 2025 θα πρέπει να θυσιάζει το ίδιο ποσοστό του ακαθάριστου, από ασφαλιστικές εισφορές, εισοδήματός του, που θυσίαζε ο εργαζόμενος του 2000, για να συντηρούν, ο μεν πρώτος τους συνταξιούχους του 2000 και ο δεύτερος τους συνταξιούχους του 1975 κ.ο.κ. Μάλιστα, η αλληλεγγύη των γενεών υπονοεί και κάτι ακόμα: Το βιοτικό επίπεδο του συνταξιούχου του 2050 (που ήταν εργαζόμενος το 2025) δεν θα πρέπει να υστερεί του βιοτικού επιπέδου του συνταξιούχου του 2025 (που ήταν εργαζόμενος το 2000) κ.ο.κ.
Όμως, τόσο το επίπεδο της καταβαλλόμενης «θυσίας» της κάθε γενιάς εργαζομένων, όσο και η ονομαστική και κυρίως η αγοραστική δύναμη της κάθε γενιάς συνταξιούχων, εξαρτάται από διάφορους πολιτικοοικονομικούς και δημογραφικούς παράγοντες, οι οποίοι ακριβώς επειδή μεταβάλλονται με μη προβλέψιμο τρόπο, διαστρεβλώνουν την ουσία της έννοιας της «αλληλεγγύης». Τέτοιοι παράγοντες που, κατά το μάλλον ή ήττον, διαφοροποιούνται μεταξύ των γενεών, είναι: η αναλογία εργαζομένων – συνταξιούχων, η μέση ακαθάριστη αμοιβή της εργασίας -που προσδιορίζεται από την παραγωγικότητα (τεχνολογικό επίπεδο, επιχειρηματικότητα, διάρθρωση του παραγωγικού ιστού κ.α.) της οικονομίας-, το επίπεδο του πληθωρισμού, η διαχρονικά συνεπής πολιτική στάση του νομοθέτη κ.α.
Ο συγγραφές δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα (σελ. 112-114), το οποίο προσαρμόστηκε για τις ανάγκες της παρούσας παρουσίασης, σύμφωνα με το οποίο, ακόμα και αν οι κανόνες διατηρηθούν αμετάβλητοι, η κοινωνική αξία της αλληλεγγύης των γενεών δεν είναι σίγουρο ότι θα εκπληρωθεί. Μάλιστα, πιθανότερο είναι, η αντίρροπη προσαρμογή των κανόνων στα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα της κάθε γενεάς να προσεγγίζει την αρχή: «ίδιες θυσίες» μεταξύ των γενεών, για «παρόμοια οφέλη» σε κάθε γενεά.

1.γ. Η ασυνέπεια των «συνεπών» κανόνων και η ανάγκη αλλαγών.

Το παράδειγμα υποθέτει ότι η δημογραφική αναλογία εργαζομένων – συνταξιούχων από 4:1 το 2000 μεταβλήθηκε σε 1,5:1 το 2025, και ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα η παραγωγικότητα της εργασίας (όπως εκφράζεται από τον διπλασιασμό του μέσου ακαθάριστο μισθού) διπλασιάστηκε (από 2000 € στα 4000 €). Επίσης, υποθέτει ότι οι συνταξιοδοτικοί κανόνες (ποσοστό αναπλήρωσης, ποσοστιαία αναλογία ασφαλιστικών βαρών εργαζομένων – εργοδοτών, όρια ηλικίας) παραμένουν αμετάβλητοι, προκειμένου να προσεγγίσουμε την οιονεί «ευαισθησία» του κράτους στις μελλοντικές γενεές εργαζομένων.

Διατηρώντας, λοιπόν, αμετάβλητους τους κανόνες του διανεμητικού συστήματος διαπιστώνουμε ότι εξαιτίας της (ως ένα βαθμό προβλέψιμης) δημογραφικής μεταβολής, ο εργαζόμενος του 2025 θα πρέπει να εισφέρει το 20% του ακαθάριστου μισθού του για να πληρωθούν οι συνταξιούχοι της εποχής του, όταν εκείνοι (που εργάζονταν το 2000) εισέφεραν μόλις το 7,5% για τους συνταξιούχους της δικής τους εποχής. Μάλιστα, ο εργαζόμενος του 2025, θα διαπιστώσει ότι ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας του διπλασιάστηκε (τη χρονική περίοδο 2000 – 2025), ο απαλλαγμένος από ασφαλιστικές εισφορές μισθός του αυξήθηκε μόλις κατά 60% (από 2000 € σε 3200), ενώ αντίθετα ο συνταξιούχος της εποχής του καρπώνεται το σύνολο της αυξημένης παραγωγικότητας (από 1500 € σε 3000 € σύνταξη) του εργαζόμενου! Ομοίως, ο εργοδότης του 2025 θα διαπιστώσει ότι ο πρόγονός του (ο εργοδότης του 2000), ο οποίος παρότι κατέβαλε μόλις το 11,25% του ακαθάριστου μισθού του κάθε εργαζόμενου, ως εισφορά στο ασφαλιστικό σύστημα της εποχής του, διαμαρτυρόταν για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητά του, στις τότε αναπτυγμένες καπιταλιστικές αγορές, ενώ ο ίδιος θα πρέπει να καταβάλλει το 30% του αντίστοιχου μέτρου! Πώς λοιπόν, ο απόγονος θα τα καταφέρει να «κρατηθεί» στην αγορά και να μη βάλει «λουκέτο»;
«Συνεπώς, αμετάβλητοι κανόνες δεν συνεπάγεται αμετάβλητα κοινωνικά αποτελέσματα. Όταν οι συνθήκες αλλάζουν η διατήρηση των ίδιων κανόνων οδηγεί σε ανατροπές κρίσιμων κοινωνικών ισορροπιών…». (σελ.116)

1.δ. Ασφαλιστικά ελλείμματα και …«ανισόρροπη» αναδιανομή.

Είναι εμπειρικά επαληθεύσιμο οτι, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες, δεν αποδέχονται την καταβολή τόσο υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να διατηρήσουν το υπό κατάρρευση (λόγω δημογραφικών ή άλλων πολιτικο-γραφειοκρατικών αναλγησιών) διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα. Με δεδομένη την ομόθυμη αντίδραση (εργαζομένων, εργοδοτών και συνταξιούχων) ακόμα και στη σταδιακή (μεταβατική) προσαρμογή των βασικών κανόνων (π.χ. μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, αύξηση ηλικίας συνταξιοδότησης κ.τ.λ.) στα δεδομένα της εποχής, το κράτος είναι αυτό που θα κληθεί να αναλάβει την κάλυψη των ασφαλιστικών ελλειμμάτων που συσσωρεύονται. Πώς θα το κάνει αυτό; Είτε θεσμοθετώντας υψηλότερους έμμεσους και/ή άμεσους φόρους, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα ασφαλιστικά ελλείμματα, είτε περιορίζοντας τις κρατικές δαπάνες για άλλα «δημόσια αγαθά» και υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, δικαιοσύνη, περιβάλλον, τεχνολογική έρευνα κ.α.).
Όμως, η χρηματοδότηση των συντάξεων μιας μεγάλης ομάδας ασφαλισμένων –π.χ. του ΙΚΑ, (η χρηματοδότηση του οποίο θεσμοθετήθηκε το 2002, και προβλέπει την καταβολή στο Ταμείο του 1% του ΑΕΠ)- μέσω του φορολογικού συστήματος, σημαίνει μεταφορά εισοδήματος από τους φορολογουμένους συνολικά, σε ένα ολόκληρο τμήμα της κοινωνίας (τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ), χωρίς μάλιστα εισοδηματικά ή άλλα κοινωνικά κριτήρια. Το παρεπόμενο ερώτημα είναι το εξής: Είναι κοινωνικά (και ηθικά) αποδεκτό να καλούνται οι εργαζόμενοι ή οι επαγγελματίες άλλων κλάδων να χρηματοδοτούν τις συντάξεις άλλων κοινωνικών ομάδων και μάλιστα ανεξάρτητα από την εισοδηματική ή την περιουσιακή κατάσταση των τελευταίων; Μάλιστα, αυτή η αδικία επιτείνεται όσο οι δεξιές κυβερνήσεις εμμένουν στην πολιτική της μείωσης των άμεσων φόρων και την πληθωριστική αντικατάστασή τους από έμμεσους.
Επίσης, ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για κοινωνικά αγαθά (υγεία, παιδεία…) οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση των αγαθών αυτών (δηλ. την παροχή τους από τον ιδιωτικό τομέα) που σημαίνει ότι αγαθά στα οποία είχε «πρόσβαση» ο πολίτης χωρίς άμεσο ή με χαμηλό κόστος, θα κληθεί να τα πληρώσει προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά.
Συνεπώς, είτε με την αύξηση των έμμεσων φόρων, είτε με τη μείωση των κρατικών δαπανών για συλλογικά αγαθά και κοινωνικές υπηρεσίες, η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος επιβαρύνει τα πιο αδύναμα και φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας (πόσο μάλλον όταν οι κοινωνικές υπηρεσίες αφορούν, συγκριτικά περισσότερο, τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας από άλλα κοινωνικά στρώματα).

1.ε. Η αναπτυξιακή διάσταση του ασφαλιστικού συστήματος.

Στο βαθμό που η αύξηση των έμμεσων φόρων ή η υποχρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών, δεν καταφέρουν να ισοσκελίσουν τον εθνικό προϋπολογισμό, τότε στην αναπτυξιακή εμπλοκή, που αυτά τα δύο από μόνα τους οδηγούν, θα πρέπει να συναθροίσουμε και τις αλυσιδωτές επιπτώσεις των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Επιγραμματικά αναφέρουμε: Το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα οδηγεί, με μια αλυσίδα επιδράσεων, σε αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις. Οι πιέσεις αυτές, οδηγούν σε αύξηση των τιμών των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, που συνεπάγεται μειωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού παραγωγικού συστήματος, μείωση της παραγωγής, μείωση της απασχόλησης και τελικά συρρίκνωση της μεγέθυνσης. Συνέπεια αυτών είναι η συμπίεση μισθών και συντάξεων.
«… οι συντάξεις μπορούν να πληρωθούν από το κράτος, ακόμα και αν το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης αυξηθεί κατά 3, 5 ή 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Έχει όμως τεράστια σημασία αν την ίδια στιγμή μειώνεται κατά 3, 5 ή 8 μονάδες του ΑΕΠ η κρατική δαπάνη για άλλους τομείς, όπως οι επενδύσεις, η παιδεία, η υγεία, η καθημερινή ασφάλεια ή η απονομή δικαιοσύνης». (σελ.46)
Άλλωστε, «οι κανόνες που ρυθμίζουν το ασφαλιστικό έχουν σοβαρές επιπτώσεις στις επενδύσεις, στους ρυθμούς μεγέθυνσης, στο οικονομικο-κοινωνικό κλίμα, σε πολλές άλλες οικονομικές – κοινωνικές επιλογές και σε τελική ανάλυση, στο ίδιο το επίπεδο μισθών που, με τη σειρά του καθορίζει και το επίπεδο των συντάξεων. Συνεπώς, το ασφαλιστικό, πέρα από θεμελιώδες κοινωνικό θέμα, είναι ταυτόχρονα θεμελιώδες αναπτυξιακό θέμα». (σελ. 15)

1.στ. Μια διάσταση του διανεμητικού συστήματος με μεγάλη σημασία.

«…[Ε]νώ οι μέσες και υψηλότερες συντάξεις (π.χ.του ΙΚΑ) συνδέονται λίγο-πολύ με κάποιους κανόνες ανταπόδοσης, οι συντάξεις στο χαμηλότερο κλιμάκιο, για λόγους κοινωνικής πολιτικής, ενσωματώνουν μια κοινωνική παροχή και υπερβαίνουν σημαντικά το επίπεδο αυτό». (σελ.98)
Έτσι, λοιπόν, αν και οι κατώτερες συντάξεις είναι πολύ χαμηλές, εντούτοις υπερβαίνουν σημαντικά το ποσό που θα προέκυπτε σε μια λογική ανταποδοτικότητας. Αυτό, σε μια κοινωνία με υψηλή ανεργία δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέο και μάλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα κατ΄ ελάχιστον αποδεκτό δίκτυ κοινωνικής προστασίας, που κάθε δημοκρατική, κοινωνικά ευαίσθητη και ευρωπαϊκή πολιτεία θα πρέπει, τουλάχιστον, να διαφυλάττει και ει δυνατόν να μεριμνά για την ουσιαστική, περαιτέρω, βελτίωσή του. Αρκεί, βεβαίως, ένα μελλοντικά αξιοπρεπές δίκτυ κοινωνικής προστασίας (κατώτατο εγγυημένο εισόδημα) να μη γίνει άλλοθι για ορθολογική εισφοροδιαφυγή.

2. Κεφαλαιοποιητικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.

2.α. Βασικά Χαρακτηριστικά Κεφαλαιοποιητικού Συστήματος.

…«Οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν προκαθορισμένες εισφορές είτε σε ειδικούς επενδυτικούς Οργανισμούς είτε σε ατομικούς λογαριασμούς τους οποίους διαχειρίζονται ειδικοί φορείς. Τα κεφάλαια αυτά επενδύονται και, μαζί με τις ετήσιες καταβολές του ασφαλισμένου και τις αποδόσεις τους, συσσωρεύονται και δημιουργούν το συνολικό κεφάλαιο. Το κεφάλαιο αυτό, στη φάση της συνταξιοδότησης, αποτελεί τη βάση υπολογισμού της σύνταξής τους. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα παίρνει συνήθως ιδιωτικό χαρακτήρα, τίποτα όμως δεν αποκλείει να έχει και δημόσιο…». (σελ. 183)
… «Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα οι εισφορές αποτελούν αποταμίευση του ασφαλισμένου που δεν χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει τις συντάξεις άλλων. Η αποταμίευση αυτή επενδύεται σε διάφορα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα ή τίτλους) και χρηματοδοτεί τη σύνταξη του κατόχου της στο μέλλον…». (σελ. 184)
Το σύστημα αυτό εμφανίζεται ελκυστικό επειδή στηρίζεται στη λογική ότι οι ασφαλισμένοι αποταμιεύουν για τη δική τους σύνταξη στο μέλλον. Επιπροσθέτως, η βασική λογική του συστήματος («προσωπικό βιβλιάριο ασφάλισης») προδιαθέτει για μια σειρά συγκρίσιμων πλεονεκτημάτων. Ως τέτοια, μπορούν να θεωρηθούν αυτά που οι υπέρμαχοί του υποστηρίζουν, τουλάχιστον στη θεωρία, ότι επιτυγχάνει:
(α) Αυξάνει τον πληθυσμό με ασφαλιστική κάλυψη και αποθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή, μιας και όσο λιγότερα κεφάλαια εγγραφούν στο «ατομικό βιβλιάριο ασφάλισης» τόσο μικρότερη θα είναι η προσδοκώμενη σύνταξη.
(β) Αφήνει το περιθώριο στους ασφαλισμένους να καταβάλλουν υψηλότερες, από τις ελάχιστα νομοθετημένες, ασφαλιστικές εισφορές προκειμένου να βελτιώσουν το ύψος της σύνταξής τους,
(γ) Ενισχύει την εθνική αποταμίευση και αυξάνει τα επενδυμένα κεφάλαια στην εγχώρια κεφαλαιαγορά ή γενικότερα στην εγχώρια οικονομία.
(δ) Δεν προκύπτουν ασφαλιστικά ελλείμματα, αφού ο καθένας παίρνει μια σύνταξη ανάλογα με το ποσό που επένδυσε και την απόδοση του κεφαλαίου αυτού.
Τα πλεονεκτήματα αυτά, καθώς και κάποια ακόμα (όπως η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των ιδιωτικών επενδυτικών οργανισμών διαχείρισης των «ατομικών βιβλιαρίων ασφάλισης», ή ο περιορισμός των πολιτικών παρεμβάσεων στον τελικό υπολογισμό της σύνταξης), μετριάζονται αν με κριτική διάθεση προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με κάποια καίρια ερωτήματα:
- Τα «ατομικά βιβλιάρια ασφάλισης» θα έχουν εγγυημένη απόδοση; Θα είναι σίγουροι, και σε ποιο βαθμό, οι ασφαλισμένοι ότι ο επενδυτικός φορέας που διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό τους λογαριασμό δεν επενδύει σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα υψηλού ρίσκου και αβέβαιης απόδοσης;
- Ποιο θα είναι το ύψος της προμήθειας, που θα διαμορφωθεί στην «αγορά» των επενδυτικών οργανισμών, για τη διαχείριση των «λογαριασμών» των ασφαλισμένων; (ενδεικτικά, ο συγγραφέας αναφέρει ότι, στη Σουηδία η προμήθεια έχει διαμορφωθεί στο 0,75% της ετήσιας εισφοράς του ασφαλισμένου, που σε 20ετή βάση σημαίνει απώλεια 15% της όποιας απόδοσης του κεφαλαίου).
- Οι επενδυτικοί οργανισμού (εγχώριοι ή ξένοι) θα έχουν την αναγκαία ελευθερία για να αποφασίζουν χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις (βλέπε δομημένα ομόλογα και πώς υποχρεώθηκαν, από την Κυβέρνηση, κάποια ταμεία να τα αγοράσουν) τις επενδυτικές τους στρατηγικές; Από την άλλη πλευρά, θα μπορεί η κρατική εξουσία να ελέγχει και να παρεμβαίνει; με ποιο τρόπο; με ποίους μηχανισμούς; και εν τέλει με ποία κριτήρια θα αποφασίζει ότι ένα επενδυτικό προϊόν, στο οποίο επενδύει ένας Οργανισμός, είναι μεσο-μακροχρόνια ασύμφορο για τους ασφαλισμένους που εμπιστεύτηκαν το συνταξιοδοτικό τους μέλλον σε αυτόν.
- Θα υπάρχει ένας ή περισσότεροι επενδυτικοί Οργανισμοί: Και αν υπάρχουν περισσότεροι, θα έχουν οι ασφαλισμένοι δικαίωμα να επιλέξουν αυτόν της αρεσκείας τους ή η κυβέρνηση θα αποφασίζει ex ante ποια κοινωνική ομάδα θα ασφαλίζεται σε ποιον επενδυτικό φορέα; Επίσης, θα υπάρχει η δυνατότητα στους ασφαλισμένους να αλλάζουν επενδυτικό Οργανισμό, προκειμένου έτσι να μπορέσει να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των επενδυτικο-ασφαλιστικών Οργανισμών;
- Οι Οργανισμοί αυτοί, εγχώριοι ή διεθνείς, θα έχουν υποχρέωση να επενδύουν στην ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά (προκειμένου να ενισχυθεί η εθνική αποταμίευση και το ύψος των επενδυμένων κεφαλαίων στην ελληνική κεφαλαιαγορά) ή θα μπορούν να επενδύουν στη διεθνή κεφαλαιαγορά με γνώμονα το συμφέρον των ασφαλισμένων (βελτιστοποίηση της σχέσης ρίσκου – απόδοσης) που όμως θα συνεπάγεται εκροή εθνικών κεφαλαίων στις αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές του εξωτερικού;
- Ποιος θα χρηματοδοτεί την κοινωνική πολιτική του ασφαλιστικού συστήματος. Ποιος, δηλαδή, θα πληρώνει τη σύνταξη αυτών που θα καταστούν ανίκανοι για εργασία; Πώς θα ενισχυθεί η σύνταξη κάποιου του οποίου το «ατομικό βιβλιάριο» (λόγω ανεργίας κ.τ.λ.) δεν του εξασφάλισε εισόδημα μεγαλύτερο από το όριο της έσχατης φτώχιας; Η κοινωνία θα αδιαφορήσει για αυτούς; Το κράτος πώς θα αντιδράσει όταν αρχίσει να διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή; Θα εστιάσει τη ρητορική του στη λογική της αναλογικότητας του ασφαλιστικού συστήματος («όσα έδωσες τόσα θα πάρεις») απορρίπτοντας το κοινωνικό στοιχείο που εμπεριέχει κάθε ασφαλιστική πολιτική;
- Ποιος θα καταβάλλει το κόστος αλλαγής «παραδείγματος»; Αλλαγής δηλαδή του ασφαλιστικού συστήματος από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό;


2.β. Ο «προσανατολισμός» του εφαρμοζόμενου κεφαλαιοποιητικού συστήματος.

Τα ερωτήματα που εκτέθηκαν παραπάνω, καθώς και πλήθος άλλα, δεν έχουν εύκολες και μονοσήμαντες απαντήσεις. Οι απαντήσεις δίνονται, σε πολιτικό επίπεδο, από τις «αρχιτεκτονικές» επιλογές που θα κάνει ο νομοθέτης, κατά τη θεσμοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Αυτός είναι που, ανάλογα με την πλειοψηφούσα ιδεολογική «απόχρωση» του Κοινοβουλίου και το συσχετισμό δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα (ευρωπαϊκοί πολιτικοί θεσμοί, ομάδες συμφερόντων, κοινωνικοί εταίροι, ΜΜΕ κ.ο.κ), θα προσανατολίσει το ασφαλιστικό μοντέλο είτε προς τα αριστερά (μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία) είτε προς τα δεξιά (μεγαλύτερη ευαισθησία ως προς την αναλογική λειτουργία της αγοράς).
Πέραν των κατευθύνσεων που θα θελήσει (ή θα υποχρεωθεί) να ακολουθήσει ο νομοθέτης, η «ρότα» του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού μοντέλου μπορεί να «διορθωθεί» (δεξιότερα ή αριστερότερα) από την εκτελεστική εξουσία, μέσω του τρόπου εφαρμογής της βούλησης του νομοθέτη. Οι διορθώσεις όμως, όταν συντελεστεί η αλλαγή ασφαλιστικού «παραδείγματος», δεν μπορεί παρά να είναι οριακές. Επομένως, έχει μεγάλη σημασία ο αρχικός προσανατολισμός του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού μοντέλου.
Αυτή ακριβώς είναι και η μομφή του συγγραφέα, προς τον προοδευτικό πολιτικό χώρο. Όχι γιατί το 2001 η κεντροαριστερή κυβέρνηση δεν προχώρησε στην αλλαγή «παραδείγματος», άλλωστε τότε δεν ήταν ακόμα αναγκαίο, αλλά γιατί επέλεξε να αφήσει την πρωτοβουλία σε επόμενες κυβερνήσεις. Έτσι, πάντα θα υπάρχει ο κίνδυνος μια πραγματική ασφαλιστική μεταρρύθμιση (η οποία θα περιέχει και στοιχεία του κεφαλαιοποιητικού υποδείγματος) να αρχίσει, και το πηδάλιο να το κρατάει η «αγορά».

3. Μικτό ασφαλιστικό σύστημα.

Τα δύο ασφαλιστικά αρχέτυπα (Διανεμητικό – Κεφαλαιοποιητικό) έχουν, το καθένα από μόνο του, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, έχουν θετικές και αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιδράσεις. «Αυτό που έχει σημασία είναι να γνωρίζει κανείς τι αδυναμίες ή προβλήματα ενδέχεται να προκύψουν από το καθένα, πώς μπορεί να τις ρυθμίσει, και τελικά τι ισορροπία αποτελέσματος μπορεί να δημιουργήσει με όλα τα συν και πλην που είναι αναπόφευκτα σε κάθε κοινωνική ρύθμιση». (σελ. 190-191).
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι είναι …αρχέτυπα. Και όπως τα ιδεολογικά (Κουμμουνισμός – Φιλελευθερισμός) ή τα οικονομικά (Κράτος – Αγορά) αρχέτυπα, έτσι και τα Ασφαλιστικά δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενα. Όπως υπάρχουν συνιστώσες του κάθε αρχέτυπου που συνδιαμορφώνουν το Ιδεολογικό ή το Οικονομικό μοντέλο που (αδρανειακά, συναινετικά ή κατόπιν επιλογής) ακολουθεί μια Πολιτεία, έτσι και το Ασφαλιστικό μοντέλο μιας κοινωνίας μπορεί να διαμορφωθεί από τις βέλτιστες συνιστώσες του κάθε αρχέτυπου. Αρκεί, η τελική συνιστώσα να είναι λειτουργική, κοινωνικά δίκαιη, οικονομικά αποδοτική, αξιόπιστη και εν τέλει εφαρμόσιμη.

16 Μαρ 2008

Περι Ηθικής Φιλοσοφίας

ΘΕΩΡΙΕΣ για την ηθική αποτίμηση των πράξεων.

Υπάρχουν δύο κύριες θεωρίες για την ηθική αποτίμηση των πράξεων:
1. ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ, δίνουν βάση στη ποικιλία των κριτηρίων για την αξιολόγηση των πράξεων.
2. ΣΥΝΕΠΕΙΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ, δίνουν βάση στην ποσοτικοποίηση του αποτελέσματος.
Αμφότερες οι θεωρίες αυτές αναζητούν το μέτρο της ηθικότητας στον ΣΚΟΠΟ των πράξεων.

ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ.

Οι Δεοντοκρατικές θεωρίες ΔΕΝ αναζητούν τα κριτήρια ηθικότητας στο «τέλος» (στις συνέπειες των πράξεων) αλλά στα εγγενή χαρακτηριστικά των ίδιων των πράξεων.
Δύο βασικές διακρίσεις των Δεοντοκρατικών θεωριών:
1. Δεοντοκρατία Πράξεων: à ad hoc αξιολόγηση.
2. Δεοντοκρατία Κανόνων: καθολικότητα στην αξιολόγηση, διατύπωση θεμελιωδών κανόνων (π.χ. Η Θεωρία της Θείας Επιταγής και Καντιανή Θεωρία του ηθικού νόμου).

ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ (Πραξιακή Δεοντοκρατία).

Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ηθικότητας μέσω γενικών αρχών ή κανόνων. Γι΄ αυτό, αναζητούν τα κριτήρια για την ηθική αποτίμηση των πράξεων στα εγγενή χαρακτηριστικά κάθε πράξης και στις συγκεκριμένες περιστάσεις που την προσδιορίζουν (δηλ. ad hoc αξιολόγηση των πράξεων).

ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ (Κανονολογικές Δεοντοκρατικές Θεωρίες).

i.Η θεωρία της Θείας Επιταγής.
Μοναδικό κριτήριο της ηθικότητας είναι η συμμόρφωση με οτιδήποτε επιτάσσει η βούληση του θεού (Θεολογικός Βολονταρισμός). Σωκράτης à Είναι όσιο επειδή αρέσει στους θεούς ή αρέσει στους θεούς επειδή είναι όσιο;
ii.Κανονολογική Δεοντοκρατική θεωρία του Kant.
Θεμελίωση της ηθικής στην ανθρώπινη ορθολογικότητα που έχει άμεση σχέση με τη δυνατότητα ελεύθερης συμπεριφοράς.

Ο Kant υιοθέτησε την Κατηγορική Προστακτική (γενικοί κατευθυντήριοι κανόνες με καθολική ισχύ, οι οποίοι προσδιορίζουν την ηθική συμπεριφορά). Η Κατηγορική Προστακτική προσδιορίζεται από τρεις κανόνες:

1. ΑΡΧΗ ΚΑΘΟΛΙΚΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ. Το δρών υποκείμενο, σκεπτόμενο ορθολογικά, θα πρέπει να θέλει το υποκειμενικό αξίωμα της θέλησής του να μετατραπεί σε αντικειμενικά ισχύοντα καθολικό νόμο.
Η υποκειμενική θέληση του ορθολογικού ανθρώπου ΔΕΝ μπορεί να οδηγεί σε αρνητικά επιγενόμενα και συνεπώς αν αυτή (η θέληση) γίνει καθολικός νόμος ΔΕΝ θα διακυβεύει τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Αυτή η αρχή της καθολικευσιμότητας, θυμίζει τον «χρυσό κανόνα» της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης: Κάνε στους άλλους αυτό που θέλεις να κάνουν και εκείνοι σε ΄σένα και μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν.

2. Χρησιμοποίησε τους άλλους ανθρώπους ως σκοπό των πράξεών σου και όχι μόνο ως μέσο (Απόλυτη και ισότιμη ηθική αξία όλων των ανθρώπων).

3. Να λειτουργείς ως να ήσουν νομοθετικό μέλος του κράτους των σκοπών.

Σχόλια:
Η προσπάθεια παραγωγής κανόνων ηθικής βασίζεται στη συνέπεια και την αμεροληψία η οποία εκπηγάζει από τη δέσμευση της καθολικής εφαρμογής.
Τέλεια (μορφοποιημένα) καθήκοντα, που με σαφήνεια περιγράφονται από τον Kant είναι:
(α). Τήρηση (μη αθέτηση) των υποσχέσεων.
(β). Αποφυγή αυτοκτονίας.
Ατελή (μη μορφοποιημένα) καθήκοντα: (α). Αλληλεγγύη (β). Παροχή Βοήθειας (γ). Καλλιέργεια ιδεών/ ικανοτήτων/ ταλέντων.
Η κατηγοριοποίηση των πράξεων σύμφωνα με το Καντιανό αξίωμα έχει ως εξής:
- Πράξεις επιτρεπόμενες (προαιρετικές)
- Πράξεις ηθικά εσφαλμένες (μη επιτρεπόμενες)
- Πράξεις επιβαλλόμενες (απαραίτητες)


ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

Η θεωρία του Φυσικού Δικαίου.
Ορίζει το ηθικό ως οτιδήποτε προάγει την πραγμάτωση των αξιών που αντιστοιχούν στις φυσικές τάσεις και διαθέσεις του ανθρώπου. Θεμελιώδεις αξίες θεωρούνται : Οι αξίες της ζωής, οι αξίες της αναπαραγωγής (διαιώνιση του είδους), οι ανθρώπινες αξίες της γνώσης και της κοινωνικότητας.
Η θεωρία του φυσικού δικαίου αποτελεί την κύρια συνιστώσα της ηθικής διδασκαλίας της καθολικής εκκλησίας.


ΩΦΕΛΙΜΟΚΡΑΤΙΑ (συνεπειοκρατική θεωρία).
Για την Ωφελιμοκρατία, κριτήριο ηθικότητας είναι το ποσό «ωφέλειας» που παράγεται από μια πράξη ή από την υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων καθοδήγησης των πράξεων. Ως ωφέλεια νοείται η πραγμάτωση του αγαθού για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.
Η αρχή της ωφέλειας των J. Bentham και J.S. Mill συνοψίζεται στο αίτημα: «μεγιστοποίηση της ευτυχίας για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων». " The greatest happiness of the greatest number".
O Bentham εισηγείται μια απλοϊκή ποσοτική ηδονοκρατική αντίληψη. Κριτήρια διάκρισης και ιεράρχησης των ηδονών είναι: η ένταση, η διάρκεια, η βεβαιότητα, η εγγύτητα, η γονιμότητα, η καθαρότητα και η έκταση (αριθμός ανθρώπων που μπορούν να τις απολαύσουν).
Ο Mill αντίθετα αναγνωρίζει τη σημασία ποιοτικών κριτηρίων και είναι διατεθειμένος να διακρίνει ανάμεσα σε «ανώτερες» και «κατώτερες» ηδονές.

Η ωφελιμοκρατία, όπως και η δεοντοκρατία διακρίνεται σε πραξιακή και κανονολογική.

1. Πραξιακή Ωφελιμοκρατία (ωφελιμοκρατία πράξεων).
Σύμφωνα με αυτή, κάθε πράξη πρέπει να εξετάζεται χωριστά. Χαρακτηρίζεται ως ηθικά ορθή εάν και μόνο εάν οδηγεί στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων.
2. Κανονολογική Ωφελιμοκρατία (ωφελιμοκρατία κανόνων).
Σύμφωνα με αυτή, μια συγκεκριμένη πράξη αξιολογείται με αναφορά στο αν ακολουθεί ένα ηθικά ορθό κανόνα. Ο κανόνας χαρακτηρίζεται ως ηθικά ορθός αν και μόνο αν γενική συμμόρφωση προς αυτών ή αποδοχή του, οδηγεί στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων.


ΗΘΙΚΟΣ ΕΓΩΙΣΜΟΣ.

Ο Ηθικός Εγωισμός χρησιμοποιεί ως κριτήριο ηθικότητας τη μεγιστοποίηση του αγαθού (=καλού), αποκλειστικά για το ίδιο το υποκείμενο των πράξεων,
αντίθετα, η Ωφελιμοκρατία χρησιμοποιεί ως κριτήριο ηθικότητας τη μεγιστοποίηση του αγαθού για το σύνολο της ανθρωπότητας.

Η θεωρία του Ηθικού Εγωισμού υποστηρίζει ότι ως ένα βαθμό υπάρχει η δυνατότητα συμφιλίωσης πολλών ατομικών επιδιώξεων, η συνισταμένη των οποίων τελικά να πραγματώνει και το συμφέρον του συνόλου.
Βέβαια, η δυνατότητα αυτή αμφισβητείται από πολλούς, λόγω της πραγματικότητας των διαπροσωπικών συγκρούσεων συμφερόντων.


ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΓΩΙΣΜΟΣ.

Οι άνθρωποι από την φύση τους είναι σταθερά και αποκλειστικά προσανατολισμένοι προς την ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων. Ό,τι θεωρούμε αλτρουιστικές εκδηλώσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκαλυμμένες εγωιστικές ενέργειες που δεν έχουμε τη δυνατότητα ή το θάρρος και την ειλικρίνεια, να τις αναγνωρίσουμε ως τέτοιες.
Αντίθετα, εκπρόσωποι της «ανθρωπιστικής» ψυχολογίας, όπως ο Erich Fromm και ο Victor Frankle, τονίζουν τη δυνατότητα και τη σημασία αλτρουιστικού προσανατολισμού της συμπεριφοράς, ως παράγοντα ψυχικής υγείας.

Μεικτές ή σύνθετες θεωρίες.

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΚΡΑΤΙΑ: Ως κριτήριο ηθικότητας προτείνεται η δυνατότητα δικαιολόγησης μιας πράξης ή κρίσης ή των κανόνων με τους οποίους συμμορφώνεται αυτή (η πράξη ή κρίση) με αναφορά σε κάποια διαπροσωπική συμφωνία ορθολογικών όντων. à Κοινωνικό Ηθικό Συμβόλαιο.
Σύνθεση Θεωριών (Μεικτή Θεωρία… Σ. Βιρβιδάκης): Βασικές αρχές της θεωρία αυτής (συνιστώσες) θα πρέπει να είναι,
1. Η Αρχή της Αγαθοπραξίας.
i.Να μη βλάπτει.
ii.Να εμποδίζει το κακό.
iii.Να εξουδετερώνει το κακό.
iv.Να πράττει το αγαθό.

2. Η Αρχή της Δικαιοσύνης.
3. Η Αρχή της Ελευθερίας.


Σημειώσεις από το Εισαγωγικό Δοκίμιο του Φ. Παιονίδη στο βιβλίο ¨ΩΦΕΛΙΜΙΣΜΟΣ¨ του John Stuart Mill (1806-1873)

Ο Mill αξιολογεί τις πράξεις με κριτήριο τις συνέπειες που έχουν ως προς την προαγωγή της γενικής ευτυχίας (ηδονιστικά εννοούμενης).
«Οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να μεγιστοποιούν την ευτυχία (όχι του δρώντος αλλά εν γένει), και εσφαλμένες στο βαθμό που τείνουν να προκαλούν ότι αντίκειται σε αυτή. Ως ευτυχία εννοείται η ηδονή και η απουσία του πόνου, ενώ ως δυστυχία ο πόνος και η στέρηση της ηδονής» (σελ.45)

Ο Ωφελιμισμός αντλεί την ισχύ του από μια γενική θεωρία του βίου, σύμφωνα με την οποία τα μόνα επιθυμητά πράγματα για τους ανθρώπους είναι η προαγωγή της ηδονής και η αποτροπή του πόνου, καθώς και οτιδήποτε αποτελεί μέσω για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Διευκρινίζει (ο Mill) ότι οι άνθρωποι δεν επιθυμούν κάθε είδους ηδονή αλλά τις ποιοτικά ανώτερες ηδονές (όπως, πνευματική καλλιέργεια, μόρφωση, ευφυΐα, αλτρουιστική στάση).
Ωστόσο η πραγματικότητα δείχνει ότι πολλοί άνθρωποι περιορίζονται στις σωματικές ηδονές. Αυτό γίνεται γιατί, σύμφωνα με τον Mill, η απόλαυση και η καλλιέργεια των ανώτερων ηδονών συντελείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις…
… απαιτείται, λοιπόν, να προϋπάρχουν
α. εξωτερικά ερεθίσματα
β. κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες
γ. άφθονος χρόνος. (σελ. 46)

Σχετικά με τη διάκριση των ηδονών σε ανώτερες και κατώτερες λέει χαρακτηριστικά ότι είναι προτιμότερο να είσαι «ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι». Ο Mill έτσι διαφοροποιεί τη θέση του από τον δάσκαλό του Bentham, για τον οποίο μόνο τα μετρήσιμα εγγενή χαρακτηριστικά των ηδονικών αισθημάτων (ένταση, διάρκεια, καθαρότητα κ.ά.) διαθέτουν ηθικό βάρος.

Συνοπτικά αυτό που απασχολεί τον Mill είναι ένα πρότυπο ζωής που θα συνδυάζει την καλλιέργεια του εαυτού με την εκτέλεση των υποχρεώσεων προς τους άλλους.

Ο Ωφελιμισμός στοχεύει στην ταύτιση του ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, κάτι που για τον Mill μπορεί να επιτευχθεί στο απώτερο μέλλον μέσω νομοθετικών και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και μέσω της πίεσης που θα ασκεί η κοινή γνώμη. (σελ 48)

Βασική αρχή του Ωφελιμισμού είναι η προώθηση της γενικής ευτυχίας

Αυτοαναφορικές και ετροαναφορικές αριστείες που έχουν καίρια σημασία στη μιλλιανή τελειοκρατεία…

· Πρακτικές Αριστείες: αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμός, αυτοσυγκράτηση, ενεργητικότητα, αυτοδυναμία, ατομικότητα με την έννοια μια αυθεντικής και αυτόνομης πορείας στη ζωή και την τήρηση μιας κριτικής και αναστοχαστικής στάσης στα κελεύσματα του εθίμου και της αυθεντίας.
· Διανοητικές Αριστείες: Αναζήτηση της αλήθειας, ευφυΐα, αποφυγή της μισαλλοδοξίας και του δογματισμού, καλλιέργεια πνευματικών και επιστημονικών ενδιαφερόντων.
· Αισθητικές Αριστείες: Καλλιέργεια όλων των συναισθημάτων, των αισθήσεων και των λειτουργιών που εμπλέκονται στην αισθητική απόλαυση.
· Ετεροαναφορικές Αριστείες: Καλλιέργεια αλτρουισμού καθώς και όλων των διαθέσεων, των στάσεων και των αρετών που είναι σύμφωνες με την αρχή του ωφελιμισμού και οδηγούν στις δέουσες ενέργειες προς τους άλλους.

Το άτομο έχει ηθικές υποχρεώσεις έναντι των άλλων. Οι υποχρεώσεις αυτές συνάγονται από την αρχή της ωφέλειας, σύμφωνα με την οποία οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να προάγουν τη γενική ευτυχία, η οποία ταυτίζεται με την ηδονή και την απουσία πόνου. Βέβαια φροντίζει να διευκρινίσει ότι η θεωρία δεν επιβάλλει ούτε την αυτοθυσία ούτε το να ενεργεί κανείς πάντα έχοντας κατά νου την ευτυχία ολόκληρης της ανθρωπότητας. «…υπάρχει ένα επίπεδο αλτρουισμού στο οποίο απαιτείται να φτάσει ο καθένας και ένα επίπεδο που το υπερβαίνει, η επίτευξη του οποίου δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αξιέπαινη».

Για τον Mill η φροντίδα για τους άλλους δεν πρέπει να καταργεί τη φροντίδα για τον εαυτό και τις ευγενείς ατομικές επιδιώξεις, αφού η τελευταία εκτός από την εγγενή αξία που διαθέτει μπορεί να αποβαίνει και ενισχυτική της πρώτης. (ομοίως… Adam Smith…)

Η αριστεία της Ατομικότητας.
Το άτομο θα πρέπει να αποδεσμευτεί από κάθε χειραγωγική εξωτερική παρέμβαση προκειμένου να καλλιεργήσει ότι καλύτερο διαθέτει εκ φύσεως…
Η τυραννία του εθίμου και της κοινής γνώμης μόνο ανασταλτικά μπορούν να λειτουργήσουν αφού εκείνο που συνήθως επιτάσσουν είναι η πλήρης συμμόρφωση με τα κρατούντα πρότυπα βίου, είτε θρησκευτικά είναι είτε κοσμικά. «όσο πιο αναπτυγμένη είναι η ατομικότητά του (σεβόμενος πάντα τα όρια που θέτουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των άλλων) τόσο πιο πολύτιμο γίνεται το άτομο για τον εαυτό του και συνεπώς πιο πολύτιμο για τους άλλους». Έτσι λοιπόν οι άλλοι (περίγυρος) πρόκειται να ωφεληθούν από την πληρότητα του χαρακτήρα του, αλλά και τα στοιχεία νεωτερισμού και πρωτοτυπίας που καταθέτει. (σελ. 31-32).

Περί εκπαίδευσης… (σελ 26…)
Ο ορισμός που δίνει ο Mill για την εκπαίδευση: Αυτή, περικλείει οτιδήποτε κάνουμε για τον εαυτό μας και οτιδήποτε κάνουν οι άλλοι για εμάς, με τον συγκεκριμένο στόχο να μας φέρουν όσο πλησιέστερα γίνεται στη τελειότητα της φύσης μας.

Mill.. «αξίζει να τους εκπαιδεύσουμε (τους ανθρώπους) να αισθάνονται ως επιλήψιμα αλλά και υποτιμητικά όχι μόνο το σφάλμα και την πραγματική κακία αλλά και την απουσία ευγενών στόχων και επιδιώξεων»

Κατά τον Mill η εκπαίδευση υποδιαιρείται:
Ηθική: Παρέχεται από την οικογένεια και όταν έχει σωστή δομή, μπορεί να αποτελέσει σχολείο αρετής. Το σχολείο και το Πανεπιστήμιο μας πληροφορεί για τις διάφορες ηθικές αντιλήψεις και μας παρέχει τον κατάλληλο μεθοδολογικό εξοπλισμό προκειμένου να βρούμε μόνοι μας απαντήσεις στα ηθικά ερωτήματα.
Διανοητική: Η εκπαίδευση αυτή θα πρέπει να αποσκοπεί στην ετοιμασία ατόμων που θα αναζητούν μεθοδικά την αλήθεια. Ατόμων που δεν θα αρκούνται στη συσσώρευση πληροφοριών αλλά θα κινούνται και σε ένα ανώτερο επίπεδο αναστοχασμού των γνώσεων που αποκτούν.
Αισθητική: Η εκπαίδευση αυτή είναι υπάλληλη των δύο πρώτων. Είναι όμως απαραίτητη για την ¨ολοκλήρωση του ανθρώπου¨. Στόχος της είναι να καλλιεργήσει τα αισθήματα του ατόμου και διαμέσου της τέχνης και της ποίησης να τον καταστήσει ικανό να αναγνωρίζει και να απολαμβάνει το ωραίο. Η τελειότητα του έργου τέχνης δεν είναι αποκομμένη από τη ζωή μας, αλλά μας προκαλεί να υπερβαίνουμε διαρκώς τον εαυτό μας και ως προς τον χαρακτήρα και ως προς τα έργα μας (τη δράση μας).

Σχετικά με τη μορφή πολιτικής διακυβέρνησης:
Για τον Mill το πολίτευμα επηρεάζει τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Ένα δεσποτικό καθεστώς καθιστά τους ανθρώπους παθητικούς και ανενεργούς και τους στρέφει προς την ικανοποίηση μόνο των υλικών συμφερόντων τους.
Ακόμα και στη περίπτωση που ένας φωτισμένος δεσπότης επιχειρήσει να μορφώσει τους υπηκόους του, αυτή η προσπάθειά του δεν θα αποβλέπει σε τίποτα άλλο από το να τους καταστήσει υπάκουους και αδιάφορους ως προς την άσκηση και την ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους. (σελ.38)
Ιδανικό πολίτευμα-που συμβάλει στην ορθή διαμόρφωση του χαρακτήρα- είναι ένας συνδυασμός αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας. (σελ.38)
Η συμμετοχή στα κοινά είναι διττά επωφελείς:
Α. γιατί έχει ένα ρητά επιμορφωτικό χαρακτήρα
Β. γιατί βελτιώνει τις ηθικές δυνάμεις των συμμετεχόντων (σελ.39)

Σχετικά με τον στρατό:
Υποστηρίζει τη δημιουργία ενός εφεδρικού στρατού επικαλούμενος μεταξύ άλλων και το επιχείρημα ότι οι μόνιμοι στρατιώτες καθίστανται αργόσχολοι, καθώς πολύ σπάνια έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν τη στρατιωτική τέχνη. (σελ.37)

Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι προσιτή για τον κάθε άνθρωπό;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι αν δεν αντιλαμβανόμαστε την ευτυχία ως μια κατάσταση εκστατικής μακαριότητας που διαρκεί όσο και η ζωή μας, η ευτυχία είναι προσιτή σχεδόν για τον καθένα. Επισημαίνει ότι ο πλέον ασφαλής τρόπος να κατακτήσει κανείς την εφικτή για αυτόν ευτυχία είναι να μην την επιδιώκει συνειδητά. (σελ. 48)

Άλλες παρατηρήσεις της θεωρία του Mill…
- Εκείνο που η θεωρία ζητάει από τους δρώντες είναι να ενεργούν με πρόθεση να ωφελήσουν τον στενό κύκλο τους με τρόπο που δεν είναι επιβλαβής για το κοινωνικό σύνολο.
- Οι συνέπειες των πράξεων και όχι ο χαρακτήρας των δρώντων έχει σημασία. Ο χαρακτήρας των ανθρώπων κρίνεται από τις πράξεις τους. (σελ.48)
- Ο κανόνας που επιβάλει την αληθολογία δεν μπορεί να παρακάμπτεται για να αποκτηθεί κάποιο περιστασιακό ωφέλημα, γιατί διαφορετικά θα αναιρούνταν η αξιοπιστία των λόγων μας, που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ευτυχία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Σε αυτό τον κανόνα υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις (με κριτήριο πάντα τη γενική ωφέλεια) οι οποίες, ωστόσο, θα πρέπει να καθοριστούν εκ των προτέρων. (σελ. 49)
- Η αρετή ενώ αρχικά θεωρείτο μέσο για την επίτευξη της ευτυχίας και την αποφυγή του πόνου, σταδιακά λόγω της συνειρμικής σύνδεσης με το αντικείμενό της άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως ένα «αύταρκες αγαθό». Η διαδικασία αυτή ως είναι η ίδια που συνέβη και με άλλες ανθρώπινες επιθυμίες, όπως τη φιλαργυρία και τη φιλαρχία. Έτσι η αρετή μεταμορφώθηκε από μέσο σε στοιχείο της ευτυχίας. (σελ.53)

Για την ηθική φιλοσοφία εκείνο που είχε πρωτίστως σημασία ήταν οι υποχρεώσεις προς τους άλλους και ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους (-και όχι ένα πρότυπο αυτοπραγμάτωσης που θα όφειλε ο καθένας να ακολουθήσει, όπως κυρίως προτείνει η μιλιανή τελειοκρατία-).

Τελειοκρατία (Perfectionism)
Με τον όρο αυτό εννοούμε το σύνολο των ετερογενών ηθικών θεωριών και θεωρήσεων που έχουν κοινό σημείο τους την πρόταξη ενός προτύπου ατομικής τελείωσης.

Διακρίσεις, ανάλογα με:
1. το αν οι προβαλλόμενες αριστείες είναι επιτεύξιμες από τους λίγους ή τους πολλούς.
i. Αριστοκρατικά τελειοκρατικά πρότυπα
ii. Εξισωτικά τελειοκρατικά πρότυπα

2. τον βαθμό λεπτομέρειας και αυστηρότητας που τα διέπει
i. Περίκλειστα (πολύ κλειστά –αυστηρά- π.χ. μοναχός, Σαμουράι
ii. Ημίκλειστα (Αριστοτελική ηθικήà να τηρούνται κάποιες ηθικές και διανοητικές αρετές )
iii. Ανοικτά πρότυπα (δεν υπάρχει ένα κοινό για όλους πρότυπο).

1.i. Αριστοκρατικά πρότυπα
(α).Πλάτωνας (Πολιτεία) … οι πολλοί θα πρέπει να πειστούν για την ανωτερότητα των φυλάκων μέσω της διάδοσης του μύθου ότι οι θεοί, τους έχουν πλάσει από χρυσό και όχι από ευτελέστερα μέταλλα όπως τους υπολοίπους.
(β). Nietzcshe (1975, σ.318) … το πλήθος δεν είναι για τον ανώτερο άνθρωπο παρά «δηλητηριώδεις μύγες» από τις οποίες πρέπει να απαλλαγεί το ταχύτερο δυνατό. «Ανώτεροι άνθρωποι –λέει ο όχλος κλείνοντας το μάτι με σημασία- δεν υπάρχουν ανώτεροι άνθρωποι, είμαστε όλοι ίσοι, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, ενώπιον του θεού –είμαστε όλοι ίσοι!
»ενώπιον του θεού! Αλλά τώρα αυτός ο θεός έχει πεθάνει. Ενώπιον του όχλου δεν θέλουμε να είμαστε ίσοι. Ανώτεροι άνθρωποι εγκαταλείψτε την αγορά!»
1.ii. Εξισωτικά πρότυπα
Ο αγαθός βίος συνίσταται στην αναγνώριση της αξίας απλών καθημερινών πραγμάτων, προσιτών σχεδόν σε όλους, όπως: Η υγεία, οι φιλικές και ερωτικές σχέσεις, η πραγματοποίηση κάποιων εύλογων στόχων, οι ευχάριστες και ενδιαφέρουσες εμπειρίες και η στοιχειώδης κατανόηση του φυσικού και κοινωνικού μας περιβάλλοντος. Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί με την κατάλληλη άσκηση να κατακτήσουν τον αγαθό βίο.


15 Μαρ 2008

Πανεπ/κες Σημειώσεις Πολιτικής Οικονομίας

Τύποι Νομιμοποιημένης Εξουσίας

Παραδοσιακή Εξουσία
Νομική – Γραφειοκρατική – Ορθολογική Εξουσία
Χαρισματική

Οι τύποι αυτοί είναι ιδεατοί. Δεν βρίσκονται αυτούσιοι στην πράξη. Εμφανίζονται, στην πράξη μίξη αυτών.
νομιμοποιημένο = που έχει την γενική αποδοχή
νόμιμο = που είναι σύμφωνο με τον νόμο

1. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Αρχή: Υποταγή του πλήθους σε ένα πρόσωπο λόγω παράδοσης (π.χ. Αρχηγός φυλής, Πατέρας στην οικογένεια, Παπάδες σε χωριά, Μαφιόζοι, Φεουδάρχες)

Η παραδοσιακή εξουσία εμφανίζεται συνήθως εκεί που ΔΕΝ είναι οικονομικά αναπτυγμένη η αγορά

Στην παραδοσιακού τύπου εξουσία ΔΕΝ υπάρχουν:
- αρμοδιότητες που υπόκεινται σε κάποιους κανόνες.
- Θεσμοθετημένα καθήκοντα
- Δεν υπάρχει ιεραρχία
- Δεν υπάρχει σύστημα προαγωγών που στηρίζεται σε ορθολογικές μεθόδους (κάποιο σύστημα αξιολόγησης)
- Δεν υπάρχει τεχνική κατάρτιση
- Δεν υπάρχει η έννοια του σταθερού μισθού. Ο ηγέτης ανταμείβει με δώρα.

Υποκατηγορίες του παραδοσιακού τύπο εξουσίας
Α. Γεροντοκρατία
Β. Πατριαρχία


2. ΝΟΜΙΚΗ – ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΗ – ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Παράδειγμα : το σύγχρονο κράτος, ο στρατός, Η δημόσια διοίκηση, Τριτοβάθμια ιδρύματα.

Χαρακτηριστικά:
- Ύπαρξη επίσημου οργανισμού ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή και αδιάκοπη λειτουργία
- Οργάνωση διοικητικού οργανισμού και καθορισμός δραστηριοτήτων κατά τομέα λειτουργίας.
- Υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των παραγόντων του οργανισμού
- Εξειδικευμένο προσωπικό
- Πλήρης διαχωρισμός του διοικητικού προσωπικού από το ιδιοκτησιακό καθεστώς.
- Αποκλείεται η μόνιμη κατάληψη θέσης
- Υπάρχει γραπτό δίκαιο
- Τακτική μισθοδοσία (σε χρήμα και όχι σε είδος)

3. ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Χάρισμα = εξαιρετικές ιδιότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας που κάνουν τον φορέα τους να θεωρείται ότι κατέχει υπερφυσικές – ασυνήθιστες ικανότητες.
Η χαρισματικού τύπου εξουσία συνήθως εμφανίζεται σε στιγμές κρίσης. Παράδειγμα χαρισματικών ηγετών, Χριστός, Χίτλερ, Ανδρέας Παπανδρέου.

ΚΡΑΤΟΣ
Κύρια συστατικά Κράτους
- Έδαφος (σύνορα)
- Άνθρωποι
- Διοίκηση

Ορισμός: Αυτόνομος πολιτειακός οργανισμός, εντός ενός γεωγραφικά καθορισμένου χώρου, με ορισμένη κεντρική διοίκηση (εξουσία), ικανή να συλλέγει φόρους να στρατολογεί πολίτες και να επιβάλλει την εφαρμογή των νόμων.

Γένεση του Κράτους: Στις αγροτικές κοινωνίες εμφανίζεται αρχικά η αγορά (με την έννοια της εθελούσιας ανταλλαγής προϊόντων). Οι αγορές δημιουργούν ενώσεις και αυτές με τη σειρά τους κοινωνίες. Η άθροιση κοινωνιών οδηγούν στη γέννηση του κράτους.

Το κράτος προκύπτει είτε: - Με την εθελοντική ένωση πολλών κοινοτήτων ανθρώπων
είτε - Ως προϊόν έξωθεν καταναγκασμού για ένωση.

· Το κράτος ως προϊόν εθελοντικής ένωσης
Βασικοί πολιτικοί θεσμοί κατά την ίδρυση του κράτους
1. Νομοθετικό σώμα
2. Εκτελεστικό σώμα
3. Δικαστικό σώμα
4. Καταναγκαστικός μηχανισμός (τιμωρεί αυτούς που εκ-φεύγουν των νόμων)

· Το κράτος ως προϊόν καταναγκασμού
Βασικοί τύποι θεσμών κατά την ίδρυση του κράτους
1. Νομιμοποίηση (στέμμα)
2. Κατασταλτικός (θεσμοί που εφαρμόζουν τις αποφάσεις του ηγέτη)
3. Επίλυση διαφορών που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της εξουσίας
4. Προλαμβάνει και καταστέλλει αυτούς που επιβουλεύονται την εξουσία του

Σύμφωνα με τον Weber¨Τα σύγχρονα κράτη είναι προϊόν καταναγκασμού¨

ΚΥΡΙΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
Α. Φεουδαρχία (7ος – 15ος )
Β. Απόλυτη Μοναρχία (Απολυταρχία)
Γ. Συνταγματική Μοναρχία
Δ. Φιλελεύθερη Δημοκρατία

Α+ Β = Αγροτικά Οικονομικά Συστήματα
Γ + Δ = Καπιταλιστικά Οικονομικά Συστήματα.

Πριν το Φεουδαρχικό σύστημα, όλα τα συστήματα ήταν ΔΟΥΛΟΚΤΗΤΙΚΑ.

Η Φεουδαρχία είναι οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Ως οικονομικό σύστημα προηγείται του καπιταλιστικού συστήματος.

Α. ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ
Βασική Αρχή : Ελάχιστοι άνθρωποι ελέγχουν μεγάλες εκτάσεις γης. Η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι άκληροι (χωρίς δική τους γη).

Οι σχέσεις στη Φεουδαρχική πολιτειακή οργάνωση είναι
· Ιεραρχικές
· Προσωπικές
· Αμοιβαία δεσμευτικές

Η ιεραρχία στη Φεουδαρχία έχει ως εξής;
Θεός – Βασιλιάς – Ευγενής (Φεουδάρχες) – Δουλοπάροικοι

Οι υποτελείς (φεουδάρχες) αναλαμβάνουν την διοίκηση των Φέουδων με την υποχρέωση να συνδράμουν πολεμικά τον βασιλιά σε περίπτωση πολέμου. Στο Μεσαίωνα δεν υπάρχει η έννοια της ιδιοκτησίας.
Νομιμοφροσύνη – Υποταγή – Στρατιωτική βοήθεια. Αυτό έδιναν οι δουλοπάροικοι στους φεουδάρχες και αυτοί με την σειρά τους στο βασιλιά. (οι δουλοπάροικοι «πλήρωναν» στον φεουδάρχη «γεωπρόσοδο»)

Βασικό ζητούμενο της εποχής είναι η προστασία. Οι δουλοπάροικοι αφενός, αισθάνονται ασφάλεια με το καθεστώς της Φεουδαρχίας και αφετέρου δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, για τους λόγους αυτούς η Φεουδαρχία κράτησε τόσους αιώνες (7ος – 15ος )

Η Φεουδαρχία τελειώνει λόγω της ανάπτυξης των πόλεων. Οι πόλεις με τη σειρά τους γεννούν τις συντεχνίες.
ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ= κλειστά συστήματα ομοτέχνων (ιεραρχικές σχέσεις: masters – τεχνίτες – μαθητευόμενοι )

Β. ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ (16ος αιώνας)

Η αυτόνομη πόλη δημιουργεί:
- Την ανάγκη δημιουργίας μεγάλων στρατών
- Την ανάγκη ενιαίας διοίκησης

Κλασική περίπτωση απολυταρχίας αποτελεί η Γαλλία τον 16ο αιώνα

Γ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ (έτος ορόσημο 1789 Γαλλική επανάσταση)

Η άνοδος της αστικής τάξης επιφέρει την απαίτηση για σύνταγμα που να περιορίζει την εξουσία του μονάρχη. Ουσιαστικά μπαίνουν κανόνες στην διακυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνταγματικής μοναρχίας αποτελεί η Αγγλία του 18ου . Η Αγγλία άλλωστε ήταν και το πρώτο κράτος στο οποίο στοιχειοθετήθηκε η έννοια του συντάγματος. (Το 1215 μ.Χ. ένα πρωτόγονο συνταγματικό κείμενο η Magna carta οδηγεί στο κοινοβούλιο μεσαιωνικού τύπου που ελέγχει τον μονάρχη)

Δ. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (18ος – 19ος αιώνας)

Παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή.
- Κοινοβούλιο
- Ανεπτυγμένη κοινωνία
- Εκλογές

Αρχικά δικαίωμα ψήφου δεν είχαν όλοι. Είχαν μόνο οι άνδρες, με σημαντική περιουσία, που είχαν ηλικία 30 με 35 ετών και ήταν μορφωμένοι. Ο θεσμός της καθολικής ψηφοφορίας ξεκίνησε να υιοθετείται από τον 19ο αιώνα.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

1821 – 1843 : Απόλυτη μοναρχία (Όθωνας)
1843 – 1974 : Συνταγματική μοναρχία (ο Όθωνας έδωσε σύνταγμα το 1843)
1974 – σήμερα: Με το δημοψήφισμα του 1974 ψηφίστηκε η Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία

Στην Ελλάδα για πρώτη φορά ψήφισαν οι γυναίκες το 1952


ΚΟΙΝΩΝΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ

Η κοινωνία εμφανίζεται ως έννοια την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας (περίπου 18ος αιώνας).
Η κοινωνία «δημιουργείται» με την ανάπτυξη της αστικής τάξης. Η ανάπτυξή της οφείλεται:
1. Στην αποκρυστάλλωση των αιτημάτων προς την κρατική εξουσία. (απελευθέρωση και άνοιγμα των αγορών, μικρότερη φορολογία)
2. Εγκαθίδρυση δημόσιου χώρου.

Η κοινωνία προϋποθέτει ως προς το κράτος:
1. Θεσμική ανεξαρτησία από την κρατική εξουσία
2. Εσωτερική διαφοροποίηση των μελών της κοινωνίας.
Οι δύο αυτοί παράγοντες είναι γενεσιουργές αιτίες κοινωνικών συγκρούσεων.

Κοινωνικές τάξεις: Συλλογικές ομάδες που δεν ορίζονται με βάση το style ζωής αλλά με βάση την θέση των μελών τους στην παραγωγική διαδικασία.
Κεφαλαιοκράτες
Προλετάριοι : η πρώτη τάξη που αναπτύσσεται και έχει συνοχή (proles). Ο προλετάριος είναι προϊόν της Βιομηχανικής επανάστασης (περίπου το 1770)

Η ενότητα των κοινωνικών τάξεων οφείλεται στα κοινά συμφέροντα που υπάρχουν μεταξύ των μελών των τάξεων, αλλά και στον ανταγωνισμό μεταξύ των τάξεων.




ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ – ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Οι επαναστάσεις τροφοδοτούν διαιρετικές τομές και αυτές γεννούν τα πολιτικά κόμματα.
Επαναστάσεις: - Εθνικές επαναστάσεις (Γαλλική 1789, Ρωσική 1917…)
- Βιομηχανική επανάσταση

Οι εθνικές επαναστάσεις προκαλούν τις εξής διαιρετικές τομές:
Κράτος / Εκκλησία
Κέντρο / Περιφέρεια

Η βιομηχανική επανάσταση προκαλεί τις εξής διαιρετικές τομές:
Αγροτική γη / βιομηχανία (ύπαιθρος / πόλη)
Ιδιοκτήτης / εργάτης (κεφαλαιοκράτης / προλετάριος)

Τα πολιτικά κόμματα που συστήνονται λόγω των διαιρετικών τομών:
Αγροτικά κόμματα, Αστικά κόμματα, Σοσιαλδημοκρατικά, Θρησκευτικά κόμματα, Κοσμικά κόμματα, Εθνικά κόμματα, Αποσχιστικά κόμματα.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Κόμμα αποτελεί οποιαδήποτε πολιτική ομάδα με ορισμένο σήμα που προσέρχεται σε εκλογές προτείνοντας τους δικούς της υποψηφίους για να αναλάβουν δημόσια αξιώματα.
Τα πολιτικά κόμματα:
· Εκφράζουν κοινωνικά αιτήματα
· Αντιπροσωπεύουν κοινωνικά συμφέροντα
· Μεταφέρουν μηνύματα – κοινωνικά αιτήματα στη κρατική εξουσία

Τα κόμματα αντανακλούν τις διαιρέσεις που υπάρχουν στην κοινωνία.

Στάδια ανάπτυξης των σύγχρονων κομμάτων (Ιδεατοί τύποι).

Α. Αστικά κόμματα (κόμματα στελεχών ή κόμματα Elite ή κόμματα προεστών)
Τα πρώτα κόμματα συμπίπτουν με την ανάπτυξη του φιλελεύθερου κράτους (τέλος 18ου – 19ος ).
Διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το έθνος και τους πολίτες του. Κυριαρχεί η έννοια του εθνικού συμφέροντος. Βέβαια η έννοια του εθνικού συμφέροντος ταυτίζεται με το συμφέρων της αστικής τάξης, μιας και τα πρώτα κόμματα προέρχονται από τους αστούς.
Κύρια χαρακτηριστικά :
1. Δεν έχουν οργάνωση.
2. Δεν έχουν ιδεολογία όπως τα κόμματα του 20ου αιώνα. Ο προσανατολισμός τους είναι εμπειρικός με γνώμονα το εθνικό συμφέρων. Κύριοι τομείς ενδιαφέροντος είναι οι διεθνείς σχέσεις και η παγκόσμια οικονομία, η τήρηση του νόμου και της τάξης στο εσωτερικό.
3. Έχουν δεσμούς πατρωνίας (πελατειακές σχέσεις).

Οι σχέσεις του κόμματος με την κοινωνία είναι φεουδαλικού τύπου:
- Ιεραρχικές (Κομματικός αρχηγός – Τοπικοί άρχοντες – Οικογένειες)
- Προσωπικές
- Αμοιβαία δεσμευτικές

Β. Μαζικά κόμματα (ή κόμματα των μαζών) τέλος 19ου αρχές 20ου αιώνα

Η καθολική επέκταση του δικαιώματος της ψήφου στους άρρενες πολίτες, η εκβιομηχάνιση, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος και η Ρωσική επανάσταση (1917) διευκόλυναν την ανάπτυξη των μαζικών κόμματων.

Διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και τα μέλη της (πχ τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης).
Καταργείται η έννοια του εθνικού συμφέροντος και αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων, μιας και αντιπροσωπεύουν συμφέροντα που εκ φύσεως είναι αντικρουόμενα για κάθε τάξη.
Κύρια χαρακτηριστικά :
1. Πολύ καλή εσωκομματική οργάνωση. Δημιουργούν μεγάλες και πειθαρχημένες οργανώσεις με έντονη κινητοποίηση των κομματικών μελών. Υπάρχει ιεραρχία κάθετα διατεταγμένη. (Σημαντικός ο ρόλος των μικρών και μεσαίων στελεχών)
2. Είναι ιδεολογικά κόμματα. «Ταξική» ιδεολογία ταγμένη στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων ορισμένης τάξης. Χαρακτηρίζεται από λεπτομερή θεωρητική κατάρτιση και υψηλή ιδεολογική φόρτιση. Έντονα τελεολογικός χαρακτήρας.

Γ. Πολυσυλλεκτικά κόμματα (’60 και κατόπιν)

Η ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων, η μείωση της «ταξικότητας» της ψήφου καθώς και η ανάπτυξη των Μ.Μ. Ενημέρωσης, η επέκταση του κράτους πρόνοιας και ο καταναλωτισμός διευκόλυναν την ανάπτυξή τους.

Διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των πολιτών. Η έννοια του «μέσου ψηφοφόρου». Θεωρούν ότι τα γενικά συμφέροντα ΔΕΝ είναι ταξικά προσδιορισμένα ούτε σταθερά και αμετάβλητα.
Κύρια χαρακτηριστικά :
1. Περιορισμένη και χαλαρή εσωτερική οργάνωση. Δίνουν μεγάλη βάση στην πολιτική διαφήμιση και στην προβολή τους από τα ΜΜΕ. Ο ρόλος των μικρο-μεσαίων στελεχών είναι περιορισμένος προς όφελος του κομματικού αρχηγού.
2. Η ιδεολογία αποκτά δευτερεύοντα ρόλο. Τα κομματικά προγράμματα έχουν έντονο εμπειρικό (πρακτικό) χαρακτήρα. Συχνά ο κομματικός αρχηγός εμφανίζεται να έχει μεγαλύτερη αξία από το πρόγραμμα.

Τα πολυσυλλεκτικά κόμματα απευθύνονται κυρίως στη μεσαία τάξη.


ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: Συστήματα αναφορών και αξιών τα οποία επικαλούνται οι πολιτικοί σχηματισμοί.

Κύριοι ιδεολογικοί τύποι:
- Φιλελεύθερη ιδεολογία
- Συντηρητικά κόμματα, Άκρα δεξιά
- Χριστιανοδημοκρατικά
- Σοσιαλιστικά κόμματα
- Κομουνιστικά
- «Χωρικά κόμματα» (τοπικά), οικολόγοι
ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Ορισμός:Σύστημα σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των κομμάτων.

«Το σύνολο των κομμάτων που βρίσκονται σε συνθήκες διαντίδρασης στα πλαίσια ενός δεδομένου πολιτικού συστήματος» (Monica και Jean Charlot)

Το κομματικό σύστημα προσδιορίζεται:
1. Αριθμός των κομμάτων
2. Κομματικό ανταγωνισμό (πολωμένος, μετριοπαθείς)

Κομματικά συστήματα
i. Μονοκομματικά
ii. Δικομματικά
iii. Πολυκομματικά

i. Μονοκομματικά συστήματα
α) Υπάρχει ένα και μοναδικό κόμμα στο κράτος (πχ. Σοβιετική Ένωση, Κίνα, Ναζί στη Γερμανία)
β) Υπάρχει ένα κύριο κόμμα που είναι στην εξουσία και υπάρχουν δύο ή τρία πολύ μικρά τα οποία δεν δημιουργούν αντιδράσεις – εντάσεις – προβλήματα στο κόμμα εξουσίας (ηγεμονικό κόμμα).
γ) Μονοκομματικό με κυρίαρχο κόμμα (δεσπόζον). Δεν έχουμε αλλαγή στο κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία για τουλάχιστον τέσσερις (4) συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. (πχ. Μεγάλη Βρετανία, οι Συντηρητικοί από το 1979 έως το 1992 όπου κέρδισαν σε τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις)
το (α) και το (β) το συναντάμε σε μη δημοκρατικά πολιτικά συστήματα.

ii. Δικομματισμός
Δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των κομμάτων που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, αλλά με το ότι δύο κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία χωρίς τη συμμετοχή ή τη συνδρομή τρίτων κομμάτων.

Παράδειγμα δικομματισμού, Αγγλία (συντηρητικοί, εργατικοί), Η.Π.Α. (δημοκρατικοί, ρεμπουπλικάνοι).

iii. Πολυκομματικά συστήματα.
α) Με περιορισμένη πόλωση (Κεντρομόλα πολυκομματικά συστήματα). Χαρακτηριστικό του συστήματος αυτού είναι η περιορισμένη ιδεολογική απόσταση μεταξύ των βασικών κομμάτων. Υπάρχει μικρός κομματικός ανταγωνισμός και κατά βάση λίγα κόμματα. Παράδειγμα αποτελεί η σύγχρονη Γερμανία (τρία – τέσσερα βασικά κόμματα: σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες, φιλελεύθεροι, πράσινοι)
β) Με έντονη πόλωση. Χαρακτηριστικό του συστήματος αυτού είναι ο έντονος κομματικός ανταγωνισμός. Υπάρχει μεγάλος αριθμός κομμάτων που καλύπτουν όλο το ιδεολογικό φάσμα. Συνήθως υπάρχουν πάνω από πέντε (5) κόμματα και συμμετέχουν στις εκλογές και αντισυστημικά κόμματα.

Τα μικρά κόμματα είναι σημαντικά όταν πληρούν ένα εκ των δύο χαρακτηριστικών
1. Δυνατότητα κυβερνητικής συνεργασίας
2. Δυνατότητα εκφοβισμού

Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ποιοτικά και όχι ποσοτικά. Η συγκυρία των εκλογικών αποτελεσμάτων μπορεί να τα καθιστά απαραίτητα για τον σχηματισμό κυβέρνησης με κάποιο από τα κόμματα που δεν κέρδισε την απαιτούμενη πλειοψηφία.

Διαιρέσεις και Πολιτική
1. Ταξικές διαιρέσεις
2. Θρησκευτικές διαιρέσεις
3. Εθνικο-εδαφικές διαιρέσεις

Κοινωνικές Τάξεις και Πολιτική: Ο πολιτικός προσανατολισμός επηρεάζεται έντονα από τις κοινωνικο-οικονομικές μονάδες ένταξης.
Αναφορές:
Γαλλία (1981): το 65% των εργατών ψήφισε F. Mitterrand
το 35% των εργατών ψήφισε Giscard d’ Estaing
Γαλλία (1978): το 74% των αγροτών αυτό-τοποθετούνται ΔΕΞΙΑ
το 26% των αγροτών αυτό-τοποθετούνται ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Μ. Βρετανία: Από της αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1950 η ψήφος είχε έντονο ταξικό χαρακτήρα. Από το ’50 και έπειτα ο χαρακτήρας αυτός αποδυναμώθηκε.

Θρησκεία και Πολιτική: - σχέσεις εκκλησίας – κράτους
- σχέσεις εκκλησίας - κοινωνίας
- θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες

Χώρος και Πολιτική: Στην Ευρώπη το Κράτος-Έθνος συγκροτήθηκε με βάση συγχωνεύσεις κοινωνιών ετερογενών σε ότι αφορά στην εθνότητα, τη γλώσσα ή τη θρησκεία.
…τα κράτη που συντίθενται από πολλές εθνότητες διαλύονται εκ των ένδον…

Τα κόμματα των μειοψηφιών: Η οργάνωση των κομμάτων με αποκλειστικό στόχο τη διεκδίκηση της εθνικής αυτονομίας μπορεί δυνητικά να αποβεί καταστρεπτική για το κράτος (Ιρλανδικά αυτονομιστικά κινήματα στη Μ. Βρετανία)

Ομοσπονδιοποίηση των εθνικών κομμάτων: Το φιλελεύθερο κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι οργανωμένο ως ομοσπονδία τεσσάρων διακριτών και σχεδόν αυτόνομων κομμάτων που εκπροσωπούν τις τέσσερις εδαφικές ενότητες της χώρας, την Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκωτία, Β. Ιρλανδία.

3 Μαρ 2008

Cyprus Problem

Ιούνιος 2003
Το Κυπριακό παίγνιο.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), μετά από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη (Ελλάδα – Κυπριακή Δημοκρατία, Τουρκία – Ραούφ Ντενκτάς), κατέθεσε στις 11/11/2002, μέσω του γ.γ. του Οργανισμού (κ. Κόφι Αναν), σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού.
Ο Ο.Η.Ε. έθεσε ως κύριο όρο, την άπαξ αποδοχή ή απόρριψη (Take it or leave it)[1] του σχεδίου ως συμφωνία – πλαίσιο για τη συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης. Το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της διαδικασίας προέβλεπε :

i. Υπογραφή της συμφωνίας – πλαίσιο, έως τις 12/12/2002 (ημερομηνία διεξαγωγής της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., στη Κοπεγχάγη, με κύριο αντικείμενο την διεύρυνσή της και συνεπακόλουθα την “καθαρή” ή υπό όρους ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας).
ii. Διασαφήνιση των λεπτομερειών επίλυσης –με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο κοινοτήτων– έως τον Φεβρουάριο του 2003.
iii. Επικύρωση του σχεδίου με δημοψηφίσματα και στις δύο κοινότητες τον Μάρτιο του 2003.

Ανασκαλεύοντας την ουσία του διλήμματος, διαπιστώνουμε ότι η κρισιμότερη απόφαση που θα έπρεπε να πάρουν οι δύο κοινότητες, έως τις 12/12/2002, εστιάζει στην αποδοχή ή απόρριψη του σχεδίου ως βάση επίλυσης, χωρίς τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των προτάσεών του στα κρίσιμα ζητήματα, αλλά με δυνατότητα διευθέτησης θεμάτων δευτερευούσης σημασίας και πάντα στη βάση της συν-αποδοχής.

Δύο ημέρες μετά την κατάθεση του σχεδίου Ανάν, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση καθιστούν σαφή τη θέση τους και δηλώνουν την αποδοχή του, ως βάση διαπραγμάτευσης[2]. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση εκφράζει απερίφραστα την έντονη αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού και την επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων.

Εν αναμονή της δημοσιοποίησης της θέσης (στρατηγική που θα ακολουθούσε) της τουρκοκυπριακής πλευράς, ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο θα την επέλεγε, λαμβάνοντας ως δεδομένα :

Η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, μέσω μιας αντικειμενικά δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, κάτι που θεωρούν ότι διασφαλίζεται -εκ προοιμίου- από το κύρος του Ο.Η.Ε.
Η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά ΔΕΝ επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού. (Ορθότερο θα ήταν να δεχτούμε ότι ο Ρ. Ντενκτάς και ο παρασκηνιακός του εντολέας –το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας- δεν επιθυμούν επίλυση, μιας και η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη πιθανών να διαφοροποιήσει την στάση της. Βέβαια το εν δυνάμει διαφοροποιημένο λαϊκό αίσθημα των τουρκοκυπρίων, ελάχιστα θα συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής απόφασης του ηγέτη ενός αυταρχικού καθεστώτος).
Η απόρριψη της όποιας πρότασης του Ο.Η.Ε., από την πλευρά των Τούρκων θα επιδιώξουν να γίνει με κομψό τρόπο ώστε να μην αποκαλυφθεί η αδιαλλαξία και η απροθυμία τους για την επίλυση του προβλήματος. Η συγκάλυψη της αδιαλλαξίας άλλωστε, συμβαδίζει με το επιμύθιο του σύγχρονου ευρωπαϊκού προφίλ που μεθοδικά υφαίνει η τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να επιτύχει την ένταξή της στην Ε.Ε.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κυρίαρχο κράτος και το ψευδοκράτος του Ντενκτάς συμπεριφέρεται ως τέτοιο και έτσι το δικαίωμα της διατήρησης του υφιστάμενου status quo είναι δεδομένο (δηλ. μπορούν να απορρίψουν το σχέδιο χωρίς άμεσα ορατές και προσδιορίσιμες κυρώσεις).

Αναλύοντας τα δεδομένα διαπιστώνουμε ότι ο επιδιωκόμενος στόχος της τουρκοκυπριακής πλευράς είναι ευκολότερα υλοποιήσιμος με μοναδικό, ίσως, επίπεδο δυσκολίας τη διακριτική συγκάλυψή του.
Αθήνα και Λευκωσία, αντίθετα, θα πρέπει να εξαντλήσουν κάθε αλτρουιστικής προέλευσης διπλωματικό μέσο, προκειμένου να εξασθενίσουν την τουρκοκυπριακή αδιαλλαξία και εμμονή στη διατήρηση του status quo. Γνωρίζοντας την δυσκολία επίτευξης του μείζονος στόχου, ως ελάσσων αλλά αρκούντως ελκυστικός, προβάλει αυτός της εξόφθαλμης ανάδειξης της τουρκοκυπριακής αδιαλλαξίας στον πλέον νομιμοποιημένο (με την έννοια της γενικής αποδοχής) διεθνή Οργανισμό.

Σύμφωνα με τα δεδομένα, οι απολαβές που προκύπτουν για κάθε πλευρά, σε σχέση με τη στρατηγική και τους επιδιωκόμενους στόχους, έχουν ως εξής:
-->Το παίγνιο κατατάσσεται στην κατηγορία των παιγνίων μηδενικού αθροίσματος (σταθερού αθροίσματος). Αυτό γίνεται κυρίως λόγο της αναχρονιστικής πολιτικής του Ρ. Ντενκτάς, ο οποίος αντιλαμβάνεται την πολιτική με όρους συγκρουσιακούς που συνηγορούν στο ασυμβίβαστο της αμοιβαίας ωφέλειας. Θέλει να κερδίσει μόνο, ό,τι μπορεί να χάσει η ελληνοκυπριακή πλευρά. Αδιαφορεί για το κέρδος που προκύπτει από πολιτικές προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν όφελος και στις δύο κοινότητες. Έτσι λοιπόν, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να σχεδιάσουν την στρατηγική τους δράση εντός του «γηπέδου» της πολιτικής ιδιοσυγκρασίας του Ρ. Ντενκτάς, παρά το ότι αντιλαμβάνονται την πολιτική με όρους συνεργασίας, σύνεσης, συναίνεσης και αμοιβαίας ωφέλειας (διαφορετικά θα έπαιζαν σε άλλο «γήπεδο»…).

Από τον πίνακα 1, διαπιστώνουμε ότι η κυρίαρχη στρατηγική για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι ο συμβιβασμός με το σχέδιο του Ο.Η.Ε. Η στρατηγική των ελληνοκυπρίων είναι εύκολα προβλέψιμη από τον Ρ. Ντενκτάς. Οι λόγοι όμως για τους οποίους έσπευσαν οι ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για την στρατηγική που θα ακολουθήσουν είναι:

1. Για να επισημοποιήσουν την ειλικρινή πρόθεσή τους για επίλυση του προβλήματος.
2. Για να εκφράσουν την εμπιστοσύνη τους στην ουδετερότητα και την αμερόληπτη πρόταση του ΟΗΕ.
3. Για να τονίσουν την διαφοροποιημένη στρατηγική (συμβιβασμός εναντίων αδιαλλαξίας) που - διαβλέπουν ότι - θα ακολουθήσει η άλλη πλευρά.
4. Για να αποτρέψουν τους Τούρκους από το να «ορθώσουν», αρχικά, συμβιβαστικό στρατηγικό προσανατολισμό -πράγμα που θα προβλημάτιζε την ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη– και που πιθανώς θα ωθούσε την πιεζόμενη από την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση, ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, να συρθούν στη στρατηγική του Μη Συμβιβασμού. Αυτό θα ήταν καταστρεπτικό για την ελληνοκυπριακή πλευρά και ιδανικό για τους Τούρκους. Στη περίπτωση που η ελληνοκυπριακή πλευρά υποσκέλιζε αυτή την παγίδα, τότε ο Ρ. Ντενκτάς θα διαφοροποιούσε την στρατηγική του, κάνοντας κατοπτρική χρήση των επιχειρημάτων, που θα χρησιμοποιούσε η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, στη προσπάθειά τους να μεταστρέψουν τον ενδοκρατικό αντιπολιτευτικό λόγο. Έτσι τα επιχειρήματα της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης, που θα υπογράμμιζαν τα οφέλη για τα κράτη τους, θα γίνονταν αιτιάσεις από τους Τούρκους για την ανάσχεση της αρχικής τους στρατηγικής.

Η τουρκική ηγεσία με δεδομένη την αποδοχή του σχεδίου (ως βάση διαπραγμάτευσης) από τους ελληνοκύπριους αλλά και την απροθυμία της για επίλυση του κυπριακού, θα προσφύγει στην στρατηγική του ΜΗ Συμβιβασμού. (Ακολουθώντας τη στρατηγική των ελληνοκυπρίων -Συμβιβασμός- θα οδηγούσε την ισορροπία του παιγνίου στο απευκταίο για αυτήν -επίλυση-).

Η προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να εκλεπτύνει την απροθυμία της, ώστε να μην είναι καταφανής, τορπιλίστηκε από μια σειρά γεγονότων. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν η αποστολή, από τον κ. Κόφι Ανάν, ενός αναθεωρημένου σχεδίου δύο ημέρες πριν τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, με το οποίο ζητούσε άμεση απάντηση και παρουσία των ηγετών των δύο κοινοτήτων στη Σύνοδο. Ο Ντενκτάς αναγκάζεται να απαντήσει, τουλάχιστον άτυπα, απορρίπτοντας το αναθεωρημένο σχέδιο (10/12/2002) με την επισήμανση: «είναι το ίδιο με το παλιό» και επικαλούμενος λόγους υγείας εισάγεται σε νοσοκομείο της Άγκυρας. Οι κινήσεις του Ντενκτάς είναι φανερό ότι προσβλέπουν στο να μην είναι παρόν στην Σύνοδο Κορυφής στην Κοπεγχάγη και έτσι να απορρίψει (και τυπικά) το σχέδιο, αν όχι με εύσχημο τρόπο τουλάχιστον επικαλούμενος λόγους ανωτέρας βίας.

Η ισορροπία του πίνακα 1, (ο οποίος τελικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει μετατραπεί σε ένα Δέντρο αποφάσεων, μιας και το παίγνιο από ταυτόχρονων κινήσεων, η Ελληνοκυπριακή πλευρά[3] το μετέτρεψε σε διαδοχικών “παίζοντας” πρώτη και “ποντάροντας” στην τακτική first-mover advantage[4]) είναι στο κάτω αριστερό κουτάκι. Με την ισορροπία αυτή η ελληνοκυπριακή πλευρά επιτυγχάνει την δεύτερη καλύτερη, για αυτήν, εκδοχή ενώ η τουρκική την τρίτη καλύτερη.

Για την σύνθεση μιας σφαιρικότερης και περισσότερο ρεαλιστικής απεικόνισης του περιβάλλοντος της διπλωματικής αρένας, εντός τις οποίας εξελισσόταν το παίγνιο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μια κεφαλαιώδους σημασίας πολιτική επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης. Η Αθήνα την περίοδο εκείνη (πριν την Σύνοδο Κορυφής) κατάφερε να αποσπάσει την συναίνεση των εταίρων της στην Ε.Ε. αλλά και της Commission (του προέδρου Ρ. Πρόντι) για την αποσύνδεση του θέματος ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας με αυτό της επίλυσης του κυπριακού. Η αποσύνδεση, καταπόντισε την ακολουθούμενη εκβιαστική στρατηγική της Άγκυρας, η οποία διατυμπάνιζε ότι η στάση της στο Κυπριακό θα εξαρτηθεί άμεσα από την απόσπαση ή μη, ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η επιτυχία αυτή αποδέσμευσε πολλούς βαθμούς διπλωματικής ευελιξίας τόσο για την Αθήνα όσο και για την Λευκωσία.
Επιγενόμενο αυτών ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία, στη Κοπεγχάγη, να διασφαλίσει –κλειδώσει- την ένταξη της στην Ε.Ε., χωρίς όρους και προϋποθέσεις, παρά το ότι ο Ρ. Ντενκτάς απέρριψε το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν.

Β΄ αναθεωρημένο σχέδιο.

Αφού λοιπόν ο στόχος της επίλυσης δεν υλοποιήθηκε, ας δούμε πως χρησιμοποίησε αυτή την κατάσταση ισορροπίας, η ελληνοκυπριακή πλευρά στη συνέχεια :
Έχοντας αποδείξει εμπράκτως τη βούλησή της για συμβιβασμό, ασκεί πίεση στον Ο.Η.Ε. για να προχωρήσει σε κατάθεση, νέας, αναπροσαρμοσμένης πρότασης.

Στο σημείο αυτό η ελληνοκυπριακή πλευρά εμφανίζεται να επιδιώκει επίλυση ακόμα και με μεγάλο κόστος. Έτσι λοιπόν, από τη μία, το ‘σινιάλο’ της ελληνοκυπριακής πλευράς και από την άλλη η απαίτηση των Τούρκων για ευνοϊκότερη πρόταση, θα οδηγήσουν των Ο.Η.Ε. στην β΄ αναπροσαρμογή του αρχικού σχεδίου, με οριακά βελτιωμένη, υπέρ των Τούρκων πρόταση[5] με χρονικό ορίζοντα αποδοχής ή απόρριψης τις 10/3/2003 (Χάγη) .
Στην αναδυόμενη φάση (Χάγη) του σχεδίου και με δεδομένη τη δυνατότητα να ζητήσουν οριακές ρυθμίσεις μετά την αποδοχή της β΄ αναπροσαρμοσμένης πρότασης, ας δούμε το αξιακό σύστημα που θα προσδιορίσει τη στάση των δύο πλευρών (Πίνακας 2).
Στον Πίνακα 2 φαίνονται τα οφέλη των δύο πλευρών, σε σχέση με τις επιδιώξεις τους και τις επιδιώξεις του “αντιπάλου”, ανάλογα με τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν.

Διαπιστώνουμε ότι ο στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς (επίλυση του Κυπριακού) επιτυγχάνεται στα τέσσερα σκιασμένα τετράγωνα.
Η ιεράρχηση των ωφελειών που θα έχει, η ελληνοκυπριακή πλευρά, σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι:

1--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Ελληνοκυπρίων για οριακές βελτιώσεις.
2--> Αποδοχή της πρότασης του Ο.Η.Ε., ως έχει, και από τις δύο πλευρές.
3--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές με αίτημα για οριακές βελτιώσεις και για τις δύο πλευρές (π.χ. χρηματοδότηση από τον Ο.Η.Ε. για θέματα διευθετήσεων και απαλλοτριώσεων).
4--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Τούρκων για οριακές βελτιώσεις.

Στην περίπτωση που ο μείζον στόχος της επίλυσης δεν επιτευχθεί, τα οφέλη ή οι ζημίες για την ελληνοκυπριακή πλευρά ταξινομούνται ως εξής:

5--> Αποκαλύπτεται εξόφθαλμα (στον Ο.Η.Ε.) η τουρκική αδιαλλαξία. Το βάρος της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων μεταφέρεται εξ’ ολοκλήρου στους Τούρκους.
6--> Έντονη οσμή τουρκικής αδιαλλαξίας, όμως μέρος της ευθύνης για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων βαραίνει και την ελληνοκυπριακή πλευρά εξ’ αιτίας της απαίτησης της για ευνοϊκότερες ρυθμίσεις.
7--> Αδιάλλακτη στάση και από τις δύο πλευρές. Η ελληνοκυπριακή πλευρά εκθέτει έμμεσα τον Ο.Η.Ε. για κακή αναθεωρημένη πρόταση.
8--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι ως διαλλακτικοί και πρόθυμοι για συμφωνία.
9--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, σαφής μομφή προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι να αποδέχονται την πρόταση του Ο.Η.Ε.

Αντίστοιχα για την τουρκική πλευρά, που ο στόχος της είναι η μη επίλυση του Κυπριακού, η ιεράρχηση των ωφελειών ή ζημιών έχει ως εξής:

1--> Πείθει (με τη στρατηγική της) ότι αποδέχεται το σχέδιο και ταυτόχρονα δεν επιλύεται το κυπριακό εξαιτίας της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν, εξ’ ολοκλήρου, Αθήνα και Λευκωσία.
2--> Πείθει ότι είχε πρόθεση να αποδεχτεί την πρόταση με κάποιες οριακές βελτιώσεις. Το κυπριακό δεν επιλύεται λόγω της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν Αθήνα και Λευκωσία.
3--> Δεν επιλύεται το κυπριακό, αλλά αφήνει αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για κακή πρόταση. Μέρος της ευθύνης για τη μη επίλυση καρπώνεται και αυτή.
4--> Το κυπριακό δεν επιλύεται και ταυτόχρονα δικαιολογεί την αδιάλλακτη στάση της λόγω τον υπερβολικών απαιτήσεων Αθήνας και Λευκωσίας.
5--> Το κυπριακό δεν επιλύεται. Το κόστος όμως της μη επίλυσης είναι μεγάλο γιατί διαπιστώνεται η αδιαλλαξία τους και ταυτόχρονα μέμφονται τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική πρόταση υπέρ της Λευκωσίας.
6--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
7--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση και για τις δύο πλευρές. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
8--> Αποδοχή της πρότασης ως έχει, και επίλυση του κυπριακού.
9--> Αποδοχή της οριακά βελτιωμένης, υπέρ της Λευκωσίας, πρότασης και επίλυση του κυπριακού.

Με βάση τις απολαβές της κάθε πλευράς, διαπιστώνουμε (Πίνακας 2) ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει κυριαρχούμενη στρατηγική (την στρατηγική της ΑΔιαλλαξίας) την οποία και θα απορρίψει.
Ο Πίνακας 2, μετασχηματίζεται ως εξής:

Στον Πίνακα 3, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία έχει κυρίαρχη στρατηγική (την στρατηγική της ΑΔιαλλαξίας) την οποία και θα υιοθετήσει.

Έτσι η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να υιοθετήσει τη στρατηγική της ΑΠοδοχής που της αποφέρει καλύτερο αποτέλεσμα, ακόμα και σε σχέση με τη στρατηγική της Οριακά Ευνοϊκότερης Ρύθμισης (ΟΕΡ), με δεδομένη βέβαια την υιοθέτηση από τους Τούρκους της κυρίαρχης για αυτούς στρατηγικής (ΑΔ).

Η ισορροπία του παιγνίου είναι στο σημείο 5,5. Στο σημείο αυτό δεν επέρχεται επίλυση του κυπριακού προβλήματος και έτσι η τουρκική πλευρά πετυχαίνει τον στόχο της. Βέβαια η λύση του παιγνίου στο 5,5 είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να επιτύχει η ελληνοκυπριακή διπλωματία, στην περίπτωση που δεν θα επιτύγχανε το μείζον στόχο της. Ο λόγος είναι ότι ο Ο.Η.Ε. θα διαπίστωνε, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αδιαλλαξία της τουρκικής διπλωματίας και την απροθυμία της στο να δοθεί λύση στο κυπριακό.

Εκτίμηση αποτελέσματος

Στο βαθμό που η ελληνοκυπριακή διπλωματία μπορούσε από την πρώτη φάση επίλυσης (σχέδιο Take it or Leave it) να διαβλέψει τόσο το αναδυόμενο παίγνιο (Χάγη 10/3/2003) όσο και την έκβασή του, τότε η επιλογή της Αθήνας να εκφράσει απερίφραστα την αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού, ήταν σύμφωνη με τον second best στόχο. Έτσι λοιπόν, η υπεραισιοδοξία για την έκβαση σε συνδυασμό με την πάγια στρατηγική αποδοχής των σχεδίων, μεγιστοποίησε τις προσδοκίες του Οργανισμού (ο οποίος και εντατικοποίησε τις προσπάθειες του διακυβεύοντας το κύρος του) και έτσι η αρνητική έκβαση, υπερτόνισε την αδιάλλακτη στάση των Τούρκων και απογοήτευσε τον Ο.Η.Ε. Η συνάρτηση οφέλους για τους Τούρκους, παρά την επίτευξη του στόχου τους, ελαχιστοποιήθηκε. Η έκθεση του κ. Κόφι Ανάν προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. επέρριπτε ευθύνες, αποκλειστικά και μόνο, στο Ντενκτάς και την αδιάλλακτη στάση του[6].
Το μέσο-μακροχρόνιο όφελος για την Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι, η με βεβαιότητα αναμενόμενη μελλοντική εξάντληση κάθε μηχανισμού πίεσης από τον Ο.Η.Ε. και την Ε.Ε. προς την Τουρκία, προκειμένου να διασφαλιστεί η λύση σε επερχόμενη πρόταση του Οργανισμού. Η πρόβλεψη αυτή αναδύεται από τις γενικές αρχές των διεθνών σχέσεων, όπως χαρακτηριστικά αναλύονται από τον Θ. Κουλουμπή, σύμφωνα με τις οποίες “…οι χώρες και οι κυβερνήσεις που τηρούν με συνέπεια μια εγωιστική και καιροσκοπική αντιμετώπιση των πραγμάτων έχουν την τάση να αποκτούν σταδιακά “κακή” φήμη, η οποία μπορεί, σε μετέπειτα καταστάσεις, να τις καταδιώξει…” [7]

Στρατηγικές παρατηρήσεις

Κατά γενική ομολογία το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν (Χάγη) είχε ευνοϊκές υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς ρυθμίσεις, που σε περίπτωση που αυτό γινόταν αποδεκτό από το Ντενκτάς το αντικειμενικό όφελος μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα έκλινε προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Θεωρώ ότι το παίγνιο έτσι όπως αναπτύχθηκε από την ελληνοκυπριακή διπλωματία ωθούσε το Ντενκτάς στην “παγίδα” της αποδοχής και συνεπακόλουθα της επίλυσης του προβλήματος. Όμως η ετεροβαρής (υπέρ του ψευδοκράτους) επίλυση δεν παύει να είναι επίλυση. Έτσι η “παγίδα” της επίλυσης παρά τον δελεαστικό επιθετικό προσδιορισμό –ετεροβαρής- δε θα μπορούσε παρά να γίνει ορατή από τον Ντενκτάς, ο οποίος μόλις την ανακάλυπτε θα έσπευδε να την αποφύγει και έτσι, μοιραία, θα υπέκυπτε στην διάδοχη της πρώτης “παγίδας”, αυτή της απροκάλυπτης αδιαλλαξίας, όπως τελικά και έγινε.
Παρόλο που η αδιαλλαξία μπορεί, μερικές φορές, να εξουθενώσει τον αντίπαλο και να τον αναγκάσει να κάνει υποχωρήσεις (όπως έγινε στο αρχικό και στο α’ αναθεωρημένο σχέδιο), μπορεί εξίσου εύκολα να αφήσει κάποιες μικρές απώλειες να μεγαλώσουν και να οδηγήσουν σε μεγάλες καταστροφές.
Συμπερασματικά κρίνω ότι η ελληνοκυπριακή διπλωματία, ευφυέστατα οδήγησε το Ντενκτάς σε μια προδιαγεγραμμένη ήττα που εντός ορατού χρονικού ορίζοντα θα τον απομονώσει και θα τον εξοβελίσει από την ηγεσία του ψευδοκράτους.

Βέβαια για να απομακρυνθεί ο Ντενκτάς, θα πρέπει το παίγνιο να συνεχιστεί. Η ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να κεφαλαιοποιήσει τα οφέλη της κατάστασης ισορροπίας που προέκυψε από τη Χάγη. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ενταθεί η πίεση για την αποδοχή του σχεδίου τόσο από τον Ο.Η.Ε. όσο και από την ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση. Η ένταση των προσπαθειών θα κορυφωθεί όταν η πίεση από το εξωτερικό, συνεπικουρείται από ανάλογη (πίεση προς το Ντενκτάς) στο εσωτερικό, όταν δηλαδή τα αντιπολιτευτικά κόμματα του ψευδοκράτους, αποστασιοποιηθούν από την πολιτική του Ντενκτάς. Η επίσημη διαφοροποίησή τους, θα δράσει ως καταλύτης και θα νομιμοποίηση την καθαίρεση της υφιστάμενης τουρκοκυπριακής ηγεσίας, από τον φυσικό της εντολέα, την Άγκυρα.

Με γνώμονα την αύξηση του αριθμού και του διανυσματικού μέτρου των συνιστωσών δυνάμεων πίεσης και στόχο τη γιγάντωση της συνισταμένης (πίεση προς τον Ντενκτάς), λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης ως προεδρεύων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επισκέφτηκε τα κατεχόμενα και συνομίλησε με τους αρχηγούς των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, ανοίγοντας τον δρόμο της περιθωριοποίησης και της απομόνωσης του Ντενκτάς, δείχνοντας ταυτόχρονα στην κυβέρνηση της Άγκυρας το λιγότερο δύσβατο μονοπάτι που θα την οδηγήσει στη λεωφόρο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων προς τις Βρυξέλλες.
Ο χρονίζον πόθος των πολιτών της Κύπρου φαίνεται να ερωτοτροπεί με την εκπλήρωση. Μήπως όμως η ελληνική κυβέρνηση παραβίασε, εκ του ασφαλούς (ως Προεδρεύουσα της Ε.Ε), την αρχή του laissez faire και η επέμβαση στα εσωτερικά του ψευδοκράτους συγκαλύφθηκε και νομιμοποιήθηκε λόγω της άριστης αξιοποίησης της θεσμικής θέσης που κατείχε η χώρα μας εκείνο το εξάμηνο; Με άλλα λόγια μήπως η ελληνική κυβέρνηση θυσίασε τον πάγιο σεβασμό της στην αρχή της αυτοδιάθεσης των κρατών, προκειμένου να επιλύσει το κυπριακό και να συμψηφίσει έτσι την αδικία της εισβολή του 1974;
Πόσο ηθικά αποδεκτό είναι αυτό;
Η ρεαλιστική σχολή σκέψης θα συμφωνούσε με τη χρήση των μέσων (πολιτική ισχύς) για την επίτευξη του στόχου. Η ιδεαλιστική σχολή, πιθανών να μας κατηγορούσε για “ανήθικη” πολιτική συμπεριφορά. Ως Έλληνας, εθελοτυφλώντας των όποιων ιδεαλιστικών μου πεποιθήσεων, συντάσσομαι και επικροτώ τη χειραφέτηση των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, θεωρώντας τα. ως τις πολιτικές σφαγίτιδες φλέβες του Ρ. Ντενκτάς και το παράθυρο ευκαιρίας που απεγνωσμένα αναζητά η Άγκυρα, προκειμένου να κάνει μια νέα αρχή στην προσπάθειά της να θεσμοθετηθεί, έστω και ονομαστικά, ο εξευρωπαϊσμός της.

Ευστράτιος Χουρδάκης

[1]. Έτσι χαρακτήρισε το Σχέδιο Ανάν ο Γ. Αρσένης σε ομιλία του στη Βουλή 13/11/2002
[2]. εφημερίδα «Καθημερινή» 14/11/2002 και 23/11/2002
[3]. "Ο ικανός ξυλουργός ξέρει πώς να κάνει το δέντρο τραπέζι. Ο έξυπνος γνώστης της στρατηγικής, έχει την ικανότητα να μετατρέπει έναν Πίνακα σε Δέντρο" A.Dixit & B.Nalebuff, “Thinking Strategically” (1991),σελ. 130,
[4]. Τα πλεονεκτήματα αυτής της τακτικής αναφέρονται, ως λόγοι για τους οποίους έσπευσαν οι Ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν (σελ. 2-3 παρόντος)
[5]. εφημερίδα «Καθημερινή» 25/2/2003
[6]. εφημερίδα «Τα Νέα» 12/3/2003 και συνέντευξη του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τάσσο Παπαδόπουλου, στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» 12 Απριλίου 2003 “…η θετική και εποικοδομητική στάση που τήρησε η ελληνοκυπριακή πλευρά στις συνομιλίες δε στάθηκαν ικανές να κάμψουν την αλαζονική και αδιάλλακτη πολιτική του Τουρκοκύπριου ηγέτη, και της τουρκικής πλευράς… Η όλη στάση του κ. Ντενκτάς, δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τα Ηνωμένα Έθνη ούτε από την διεθνή κοινότητα. Αντίθετα τόσο η έκθεση του γ.γ. του Ο.Η.Ε. προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, όσο και οι δημόσιες τοποθετήσεις των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. και όλων των εμπλεκομένων, στιγματίζουν την πολιτική του και του επιρρίπτουν σαφείς ευθύνες…”
[7]. Θ. Κουλουμπής, “Διεθνείς Σχέσεις, Εξουσία και Δικαιοσύνη”, Εκδόσεις Παπαζήση (1995) σελ. 137