20 Οκτ 2009

Προβλήματα Κατανομής Πολιτικής Ισχύος

Οι εδραιωμένοι, σε κάθε οργανωμένη πολιτεία, οικονομικοί θεσμοί (economic institutions) διαμορφώνουν τους ισχύοντες πολιτικούς θεσμούς (political institutions). Οι πολιτικοί θεσμοί, σύμφωνα με τους D. Acemoglu και J. Robinson (W.P.06-05, Febr. 28, 2006), κατανέμουν την πολιτική ισχύ (political power) στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες, διακαώς, επιδιώκουν τη συσσώρευση τής όσο το δυνατό μεγαλύτερης συνολικής πολιτικής ισχύος.
Οι συγγραφείς αναλύουν την πολιτική ισχύ σε δύο συνιστώσες. Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι η συνολική πολιτική ισχύς είναι το άθροισμα της de jure και de facto πολιτικής ισχύος.

De jure πολιτική ισχύς, είναι αυτή που επιμερίζεται, από τους πολιτικούς θεσμούς (κυβέρνηση, ΟΤΑ, γραφειοκρατία, κόμματα, κ.α) στις διάφορες κοινωνικοοικονομικές ομάδες, μέσω του νομοθετικού πλαισίου (Σύνταγμα, διεθνείς συνθήκες, εθνική νομοθεσία, διοικητικές πράξεις, νομολογία κ.α.) το οποίο διέπει τις λειτουργίες της οργανωμένης πολιτείας.

De facto πολιτική ισχύς, είναι η ισχύς που εξωθεσμικώς επιβάλλεται, ως γεγονός, από τις διάφορες ομάδες συμφερόντων. Οι ομάδες αυτές, εκμεταλλευόμενες τη θέση τους στην αλυσίδα παραγωγής επιβάλλουν τις καθιερωμένες (εξωθεσμικές) κανονικότητες που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς. Προϋπόθεση για την επιβολή αυτή είναι η συνοχή, ο σχετικά μικρός αριθμός μελών, η συνεκτικότητα και η σχετικώς σημαίνουσα θέση που θεωρείται ότι κατέχουν στην παραγωγική διαδικασία. Με άλλα λόγια εκείνες οι ομάδες συμφερόντων που κατάφεραν, σύμφωνα με τον Olson, να επιλύσουν το πρόβλημα της συλλογικής δράσης και επενδύοντας χρόνο, χρήμα και ενέργεια να ασκούν επιρροή και να προωθούν τα ιδιοτελεί τους συμφέροντα.
Συγκεντρωτικά και σχηματικά …


Ακολουθώντας το «χρονισμό» των Acemoglu – Robinson, η ισορροπία πολιτικής ισχύος, στο πολιτικό σύστημα, του “σήμερα” (t), επηρεάζει τους οικονομικούς θεσμούς του “σήμερα” (t) και αυτοί καθορίζουν τους πολιτικούς θεσμούς του “αύριο” (t+1), οι οποίοι, με τη σειράς τους, θα ανακατανείμουν την πολιτική ισχύς κ.ο.κ.
Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι οι πολιτικού θεσμοί, ως διανομείς της πολιτικής ισχύος, μπορούν να «παρακρατήσουν» υπερβάλλουσα πολιτική ισχύ προς όφελός τους. Όμως, σε δημοκρατικά καθεστώτα που δεσμεύονται από συμφωνίες με υπερεθνικά θεσμικά μορφώματα (E.E., W.T.O. κ.ά.) τέτοια «παρακράτηση», ιδίως μετά την κριτική που έχει υποστεί το κεϋνσιανό μοντέλο ανάπτυξης, προκαλεί δυσαρέσκεια και επίκριση από τους οικονομικούς θεσμούς (αυτόχθονους και ετερόχθονους). Για το λόγο αυτό, στην ανάλυση, θα διατηρήσω την δεξιόστροφη φορά του σχήματος.

Έχοντας κατά νου αυτή την απλοϊκή κοινωνικο-οικονομικο-πολιτική διάταξη και για λόγους απλούστευσης, θα κάνω μια χρήσιμη υπόθεση –παρότι, ίσως, προκαλέσει θυμηδία σε αρκετούς- προκειμένου να αναδείξω την υπολειμματική συμπεριφορά των πολιτικών θεσμών στη δεύτερη, προσδιοριστική της πολιτικής ισχύος, συνιστώσα (de facto):
Υποθέτω, λοιπόν, ότι οι φορείς της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ενός κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, ενδιαφέρονται για τον ολοένα και δικαιότερο επιμερισμό της de jure πολιτικής ισχύος. Ως “δίκαιος” θεωρείται ο επιμερισμός, θεσμοθετημένης, ισχύος που ευνοεί την πλειοψηφία των πολιτών. Με άλλα λόγια, η ισορροπία ισχύος, του νομοθετικού πλαισίου, δεν έχει «κλίση» προς την πλευρά απολύτως συγκεκριμένων και προσδιορίσιμων ομάδων συμφερόντων, όπως π.χ. στα φεουδαρχικά συστήματα υπέρ των κατόχων γης και των αριστοκρατών ή στα στρατιωτικο-δικτατορικά καθεστώτα υπέρ των παραστρατιωτικών ομάδων και των υποστηρικτών τους.

Με οδηγούς την απλοϊκή διάταξη που συνοψίζεται στο Σχήμα 1. και την υπόθεση του «ιδεατού κοινοβουλευτικού καθεστώτος», θα προσπαθήσω να αναδείξω την εξής πρόταση:

«Η ροπή των πολιτικών θεσμών προς την κατεύθυνση βελτίωσης της θεσμοθετημένης συνιστώσας ισχύος (de jure), αν και είναι αναγκαία, δεν καθίσταται ικανή συνθήκη για την επίλυση του προβλήματος της δικαιότερης κατανομής της συνολικής πολιτικής ισχύος, με αποτέλεσμα η όποια προσπάθεια βελτίωσης του νομοθετικού πλαισίου τελικά να ακυρώνει το λειτουργικό περιεχόμενό του».

Την άποψη αυτή, άλλωστε, επικαλούνται οι Acemoglu και Robinson, υποστηρίζοντας ότι, ακόμα και, μια ακραία μετακίνηση των πολιτικών θεσμών, από ένα μη δημοκρατικό σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, θα μεταβάλλει την κατανομή της de jure πολιτικής ισχύος, υπέρ των μη προνομιούχων[1], όμως οι κοινωνικοοικονομικά κυρίαρχες τάξεις θα εντείνουν –η κάθε μια για λογαριασμό της- τις προσπάθειές τους για να αυξήσουν την de facto πολιτική τους ισχύ. Η εντεινόμενη προσπάθεια, συνήθως, έχει επιτυχή έκβαση (δηλ. αύξηση της de facto ισχύος) για τις κυρίαρχες ομάδες. Τελικά, η συνισταμένη (κατανομή συνολικής πολιτικής ισχύος), ακόμα και στην περίπτωση μιας ακραίας μετακίνησης των πολιτικών θεσμών, μόνο οριακή μετατόπιση θα υποστεί.
Μάλιστα, ακόμα και αυτή η οριακή μετατόπιση δεν είναι προς όφελος των μη προνομιούχων. Αυτό οφείλεται στο «κοινωνικό κόστος» [social cost] που προκαλείται, και που ορίζεται ως το σύνολο των πόρων που «επενδύονται» από τις κυρίαρχες ομάδες συμφερόντων στον ανταγωνισμό για την διατήρηση των ωφελειών που απολαμβάνουν[2]. Έτσι -η δημοκρατική πλέον- κοινωνία, πέραν της «απώλειας ευημερίας» [welfare loss] από τα προνομιακά οφέλη που συνεχίζουν να απολαμβάνουν οι κυρίαρχες ομάδες συμφερόντων, καλείται να καταβάλει και το αντίτιμο της μη αποδοτικής χρήσης πόρων [social cost], σε όρους προσοδοθηρίας[3].
Με βάση αυτά, οι Acemoglu και Robinson στην ανάλυσή τους, καταλήγουν στο συμπέρασμα που το χαρακτηρίζουν ως το παράδοξο της δημοκρατίας. Έτσι, όσο πιο δίκαιος είναι ο επιμερισμός της de jure πολιτικής ισχύος ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικοοικονομικές ομάδες τόσο εντονότερο είναι το κίνητρο της κάθε ομάδας να επενδύσει πόρους (χρόνο, χρήμα, ενέργεια) προς την κατεύθυνση επαύξησης της de facto πολιτικής ισχύος. Και όπως διαπιστώνουμε στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, όσο εντονότερο είναι το κίνητρο επένδυσης στην αύξηση της de facto πολιτικής ισχύος τόσο υψηλότερο είναι το κόστος (σε όρους οικονομίας, κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής δικαιοσύνης) που καλείται να καταβάλει η κοινωνία.

Συνοψίζοντας, οι δύο ακαδημαϊκοί υποστηρίζουν πως υπάρχει «φυσικός λόγος» [natural reason] για τον οποίο πρέπει να αναμένουμε αλλαγές στον επιμερισμό της de facto πολιτικής ισχύος, με τρόπο ώστε να αντισταθμίζεται, μερικώς ή ολικώς, η όποια αλλαγή στη διανομή της de jure πολιτικής ισχύος που προκλήθηκε από μεταβολές κάποιων, επιμέρους, πολιτικών θεσμών (π.χ. εκλογικός κανόνας, φορολογικό σύστημα, αποκέντρωση διοικητικών αρμοδιοτήτων κ.ά.).
Στο βαθμό, λοιπόν, που οι αλλαγές αυτές δεν μεταβάλλουν δραστικά την πολιτική δομή της κοινωνίας ή τις πηγές των οικονομικών προσόδων ή την «ταυτότητα» των κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών ομάδων (π.χ. αύξηση, σε ικανή κλίμακα, του «ειδικού πολιτικού βάρους» των μεταλλωρύχων των δεκαετιών του ’60 και ’70 στη Μ. Βρετανία, σε σχέση με τους κεφαλαιοκράτες και τους γαιοκτήτες, ώστε να τους μετατρέψει σε κυρίαρχη ομάδα), θα υπάρξει στασιμότητα – αδράνεια στους οικονομικούς θεσμούς (δεν διαφοροποιούνται οι σχέσεις παραγωγής), οι οποίοι με την σειρά τους θα προάγουν την διατήρηση του πολιτικού status quo και συνεπώς των -μερικώς αναπροσαρμοσμένων- θεσμών που θα συνεχίσουν να είναι ευνοϊκοί για την προαγωγή των συμφερόντων των κυρίαρχων ομάδων (δηλ. διατήρηση της προγενέστερης ανισοκατανομής της πολιτικής ισχύος).

Το ερώτημα που τίθεται είναι, τι θα γινόταν αν οι θεσμικές αλλαγές ήταν τέτοιας έκτασης ώστε να μεταβληθεί η ταξινόμηση των elites.

Επανερχόμενοι στην αρχική μας υπόθεση, περί ανιδιοτελούς και αλτρουιστικής συμπεριφοράς των πολιτικών ηγεσιών, που αδιαπραγμάτευτος στόχος τους είναι ένα δημοκρατικότερο, δικαιότερο, κοινωνικά αλληλέγγυο και αποδοτικότερο πολιτικοοικονομικό σύστημα, το οποίο προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν μέσω της αναδιανομής της de jure πολιτικής ισχύος, αλλά δεν το καταφέρνουν λόγω του μηχανισμού σταθερότητας / αδράνειας -που περιγράφουν οι Acemoglu και Robinson-, ας δούμε πώς μπορούν οι εξιδανικευμένες αυτές ηγεσίες να «σπάσουν» το μηχανισμό αυτοτροφοδοτούμενης αδράνειας.
Λαμβάνοντας, επιπλέον, ως δεδομένη την πολιτικοτεχνοκρατική επάρκεια των πολιτικών ηγεσιών[4], υποστηρίζουμε ότι πρέπει να τεθούν φραγές στη δυνατότητα των ομάδων συμφερόντων να συγκεντρώσουν, να επαυξήσουν και να εκδηλώσουν την de facto πολιτική τους ισχύ.
Ένα τέτοιο πλέγμα φραγμών, που θα αποδομούσε τα κίνητρα των ομάδων συμφερόντων να συγκεντρώσουν, επαυξήσουν και εκδηλώσουν την de facto πολιτική ισχύς τους, προκειμένου να ακυρώσουν τις εκσυγχρονιστικές – μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, θα μπορούσε να αρχίσει να θεμελιώνεται από τους κυρίαρχους πολιτικούς θεσμούς. Ως κυρίαρχοι νοούνται οι πολιτικοί θεσμοί, του κοινοβουλευτικού δημοκρατικού καθεστώτος, που έχουν επιτελικό ρόλο στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία δηλ. το Κοινοβούλιο και η Κεντρική Διοίκηση με το στενό ορισμό του όρου.

Με πρωτοβουλία τους, θα πρέπει να καταστεί υψηλό το κόστος διεκδίκησης ή επαύξησης της de facto πολιτικής ισχύος και μάλιστα το υψηλότερο κόστος θα πρέπει να συνδυάζεται με φθίνουσες αποδόσεις. Ή αλλιώς, να καταδειχθεί, το πόσο αναποτελεσματική είναι η χρήση των -σε ανεπάρκεια ευρισκόμενων- πόρων, της κάθε φιλόδοξης «διανεμητικής συσπείρωσης», για την διεκδίκηση ή επαύξηση της de facto ισχύος της.

Αναλύοντας το θεμελιώδες συστατικό του πλέγματος φραγμών, έστω ότι:
Π: το εξαργυρώσιμο στην πολιτική αγορά κέρδος που θα καρπωθεί η ομάδα από την ύπαρξη ή την επαύξηση της de facto πολιτικής ισχύος της.
TR: Η προσδοκόμενη χρησιμότητα ή αλλιώς το συνολικό, διαπραγματεύσιμο στην πολιτική αγορά, όφελος από την ύπαρξη ή την επαύξηση της de facto πολιτικής ισχύος της.
TC: Το κόστος σε πόρους (χρήμα, χρόνος, ενέργεια) προσαυξημένο κατά το κόστος ευκαιρίας, από το «στήσιμο» ή την «βελτίωση» του μηχανισμού ανάπτυξης της αναγκαίας de facto πολιτικής ισχύος της.


Π=TR-TC (1)

Τότε, από την (3), διασφαλίζω, ότι στο xα έχω τοπικό μέγιστο για την f(x) το f(xa), ενώ από την (2), ότι η f(x) είναι φθίνουσα στο Π.Ο.

Έτσι, η καμπύλη κέρδους (Π) θα έχει μονίμως φθίνουσες αποδόσεις για κάθε τιμή της de facto πολιτικής ισχύος της ομάδας συμφερόντων[10].
Η πιθανότητα, η συνάρτηση κέρδους, Π=f(x), να έχει μονίμως φθίνουσες αποδόσεις δίνεται από την σχέση:

Βέβαια πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το Π αναφέρεται στην ομάδα ως σύνολο και πιθανόν κάποια από τα μέλη της ομάδας να έχουν καθαρό όφελος από το «στήσιμο» ή την «βελτίωση» του μηχανισμού de facto ισχύος, ενώ κάποια άλλα καθαρές ζημίες, αλλά λόγω κακής πληροφόρησης ή λανθασμένων προσδοκιών να συνεχίσουν να επενδύουν αναμένοντας μελλοντικά οφέλη. Μεσοπρόθεσμα, αν διατηρηθεί αυτός ο δυϊσμός ωφελειών, εντός της ομάδας, θα την διασπάσει και έτσι θα χάσει τα κατά Olson προαπαιτούμενα για την ζήτηση de facto ισχύος.

Το κρίσιμο σημείο αυτής της προσέγγισης είναι η ικανότητα των πολιτικών θεσμών να καθορίσουν το Π.Ο. της de facto πολιτικής ισχύος, που η κάθε ομάδα συμφερόντων θα έχει δικαίωμα να επενδύσει.
Σημειώνεται οτι μπορούμε να αυξήσουμε το TC σε τόσο υψηλό βαθμό, χωρίς να αποτρέπουμε τις κλαδικές ενώσεις και τα συνδικάτα, με διάφορους τρόπους όπως π.χ.
1. Πληροφόρηση και αποκάλυψη επιδιώξεων.
2. Επικράτηση διαφορετικών κοινωνικών αποδοχών, σχετικά με το τι κρίνεται ως κοινωνικά άξιο και αποδεκτό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Μορφές εμφάνισης – εκδήλωσης της de facto πολιτικής ισχύος:

1. Η ομάδα πίεσης έχοντας, στη διαπραγματευτική της φαρέτρα, όπλα όπως: τη συνοχή της, τον αριθμό των μελών της, το μέγεθος του εκλεκτορικού σώματος που μπορεί να επηρεάσει, τη θέση της στην παραγωγική διαδικασία, τις ειδικές γνώσεις που κατέχει (ή που μπορεί να πείσει ότι κατέχει) κ.ά. ασκεί πίεση, απειλές ή, ακόμα, και εκβιασμό στα πολιτικά ρετιρέ[11] για την θεσμοθέτηση (ή παράλειψη θεσμοθέτησης) νομοθετικών ρυθμίσεων, που προκαλούν απώλεια ευημερίας[12] στη κοινωνία:
α. Στο βαθμό που οι αποδέκτες της πίεσης υποκύπτουν στα κελεύσματα της ομάδας συμφερόντων, αυτή η μορφή de facto πολιτικής ισχύος νομιμοποιείται, θεσμοθετείται και τελικά μετασχηματίζεται σε de jure πολιτική ισχύ, που ευνοεί την ομάδα καταφανώς και απροκάλυπτα
β. Στο βαθμό που οι αποδέκτες της πίεσης δεν υποκύψουν εξολοκλήρου, αλλά διαπραγματευτούν εναλλακτικές ρυθμίσεις τότε θεσμοθετούν κανόνες που έχουν «κλίση» προς την κατεύθυνση που ευνοεί την ομάδα πίεσης. Η ουσία του μετασχηματισμού, της de facto ισχύος σε de jure, διατηρείται εξυπηρετώντας τα όποια συμφέροντα.
γ. Στο βαθμό που οι αποδέκτες της πίεσης αδιαφορήσουν και οι αποφάσεις τους λαμβάνονται χωρίς να επηρεαστούν από αυτή, τότε είτε, η ομάδα υπερεκτίμησε την de facto ισχύ της, είτε οι πολιτικοί θεσμοί κατατάσσονται σε αυτούς που περιγράψαμε ως «ιδεατούς». Στην υποπερίπτωση αυτή η de facto πολιτική ισχύς δεν επηρεάζει την ισορροπία κατανομής ισχύος.
δ. Όταν η ομάδα πίεσης ζητά από τους πολιτικούς θεσμούς να παραλείψουν να θεσμοθετήσουν –ρυθμίσουν- ένα θέμα, προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα προνόμια.

Κρίσιμη στο σημείο αυτό είναι η παρατήρηση των Πελαγίδη, Μητσόπουλου, οι οποίοι επισημαίνουν ότι η νομική συναλλαγή [legislative trade] δεν είναι από μόνη της αρνητική) και ύποπτη («προσοδοθηρική». Γίνεται όμως όταν εφαρμοζόμενη, επιδεινώνει την γενική ευημερία της κοινωνίας.

2. Η ομάδα πίεσης καταφέρνοντας να πείσει τα πολιτικά ρετιρέ για τις ειδικές γνώσεις που κατέχει σε συγκεκριμένα θέματα, γίνεται προνομιακός τους συνομιλητής και εμμέσως προωθεί, συγκαλυμμένα, τα συμφέροντά της. Η ομηρία των πολιτικών θεσμών στην αυθεντία της ομάδας πίεσης μπορεί να εμφανιστεί με διάφορους τρόπους:
α. Μέσω της παραπληροφόρησης και της απόκρυψης της ουσίας των πραγμάτων, η ομάδα συμφερόντων χειραγωγεί και εξαπατά τα πολιτικά ρετιρέ, εκμεταλλευόμενη την πολιτικοτεχνοκρατική τους ανεπάρκεια. Περιορίζουν έτσι τη διάδοση της πληροφορίας και της γνώσης και εμποδίζουν την επικοινωνία και τη διαφάνεια.
β. Μέσω της προνομιακής μεταχείρισης που διαπραγματεύεται λόγω του «κεντρικού ρόλου» που αποκτά, η ομάδα (ή υποομάδα), στην παροχή ενός (δημόσιου ή μη) αγαθού (π.χ. εθνική άμυνα, δικαιοσύνη, εκπαίδευση, εναέρια κυκλοφορία κ.ά.). Κρίσιμη είναι η επισήμανση ότι ο «κεντρικός ρόλος» μπορεί να «αποσπαστεί» είτε δικαίως (εξαιτίας των πραγματικών γνώσεων που κατέχει η ομάδα σε ειδικά θέματα) είτε μέσω της ψυχολογικής ανάγκης της εθνικής κοινωνίας να φαντάζεται ως «ειδικούς» κάποιες συγκαλυμμένες προσοδοθηρικές ομάδες, όπου άκριτα και χωρίς αξιολόγηση του έργου τους, τους αποδίδονται ανιδιοτελή και πατριωτικά κίνητρα προάσπισης καθιερωμένων αξιών όπως π.χ. των αξιωματικών των Ε.Δ., της ιεραρχίας της εκκλησίας κ.ά.
γ. Πολλές φορές, η ομάδα πίεσης δεν χρειάζεται καν να πείσει ή να εξαπατήσει σχετικά με την αυθεντία της μιας και μέλη της συγκαταλέγονται στα πολιτικά ρετιρέ. Έτσι ο πρώην αξιωματικός των Ε.Δ. που ορκίστηκε Υπουργός Εθνικής Άμυνας προωθεί άμεσα τα συντεχνιακά συμφέροντα των συνδαιτυμόνων του. Ομοίως, ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, ως μέλος του ΤΕΕ αγνοεί τις εκκλήσεις των τεχνολόγων μηχανικών για την υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας και την έκδοση –κατ΄ εκκρεμούσα εντολή του κοινού νομοθέτη- Προεδρικών Διαταγμάτων με τον καθορισμό των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το παράδειγμα του πρώην Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη για το μέγεθος και το βαθμό που επηρεάζει τις νομοθετικές εργασίες της Βουλής, ο Δικηγορικός Σύλλογος.
3. Μορφή de facto πολιτικής ισχύος αποτελεί η διαφθορά. Ως τέτοια νοείται η λήψη, σε χρήμα ή είδος, μιας αμοιβής για προσωπικό όφελος μέσα από την εκμετάλλευση της ισχύος μιας δημόσιας θέσης. Η ελαστική ή κατά περίπτωση ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων, ή η μη δημοσιοποίηση παραβατικής συμπεριφοράς, αποτελούν μορφές έκφρασης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

Σκοπός του Παρατήματος Β είναι να αναδείξει το υψηλό κόστος που καταβάλει το “ιδεατό κοινοβουλευτικό καθεστώς” από την ύπαρξη de facto ισχύος στο κοινωνικο-οικονομικό χρηματιστήριο αναδιανομής της συνολικής πολιτικής ισχύος της πολιτείας αυτής.

Γενικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η συνολική πολιτική ισχύς, που διαχέεται στο πολιτικό σύστημα και καθορίζεται από αυτό, είναι το άθροισμα του συνόλου της de jure και de facto πολιτικής ισχύος, που οι συσσωματώσεις του πολιτικού συστήματος μπορούν να αξιοποιήσουν ή πιστεύουν ότι αξίζει να επενδύσουν προς την κατεύθυνση αξιοποίησής τους.

Δεχόμενος ότι η ιδεώδης αγορά πολιτικής ισχύος, όπου η κατανομή της de jure ισχύος γίνεται «δίκαια», είναι το τελεολογικό παράγωγο του “ιδεατού κοινοβουλευτικού καθεστώτος”, θα εξετάσω το κόστος και την τιμή ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας, που παράγει μια ομάδα συμφερόντων, σε αυτή την ιδεατή πολιτική αγορά, όπου η διανεμόμενη de facto πολιτική ισχύς τείνει στο μηδέν (δηλ. όρα σημείωση 13) και σε μια άλλη, αντιστοίχως, ιδεατή πολιτική αγορά όπου, όμως, η διανεμόμενη de facto πολιτική ισχύς έχει θετική τιμή.


Σχήμα 2.



Έστω ότι το όποιο αγαθό ή υπηρεσία (με βάση την υπόθεση της ιδεατής πολιτικής αγοράς όπου οι πολιτικοί θεσμοί μέσω μιας επαυξητικής διαδικασίας συνεχούς βελτίωσης του νομοθετικού πλαισίου προς την κατεύθυνση της δικαιότερης κατανομής της de jure πολιτικής ισχύος) παράγεται με κόστος Cc (competitive cost) και πωλείται σε τιμή Pc (competitive price). Υπό τις συνθήκες αυτές, ακριβώς επειδή η διανεμόμενη de facto πολιτική ισχύς τείνει στο μηδέν, το πλεόνασμα του καταναλωτή (consumer surplus) δίνεται από την σχέση:

και απεικονίζεται στο γράφημα με το τρίγωνο ACcPc.
Όταν, ταυτόσημο αγαθό ή υπηρεσία παράγεται, ομοίως, σε άλλη ιδεατή πολιτική αγορά (δίκαιη κατανομή de jure πολιτικής ισχύος) στην οποία όμως η de facto πολιτική ισχύς, που διανέμεται από τους πολιτικούς θεσμούς προς τις διάφορες ομάδες συμφερόντων, παίρνει θετικές τιμές, τότε το αγαθό ή η υπηρεσία παράγεται με κόστος Cp (privileges cost) και πωλείται σε τιμή Pp (privileges price).
Στην περίπτωση αυτή το πλεόνασμα του καταναλωτή είναι:


και απεικονίζεται στο γράφημα από το τρίγωνο AΒPP.
Το CSc είναι μεγαλύτερο του CSp (δηλ. CSc> CSp) και ειδικότερα είναι:
CSc= CSp + E(PpBCcPc) (4)

Όπου, E(PpBCcPc) είναι η απώλεια πλεονάσματος του καταναλωτή με την οποία επιβαρύνεται η κοινωνία λόγω της ύπαρξης de facto πολιτικής ισχύος. Αυτή η απώλεια είναι ίση με:

E(PpBCcPc)=E(PpBΓCp) + E(CpΓEPc) + E(BCcE)
Όπου:

E(PpBΓCp): “excess profit” ή αλλιώς το κέρδος που απολαμβάνει η ομάδα συμφερόντων από την άσκηση της de facto πολιτικής ισχύος, που απέσπασε από τους πολιτικούς θεσμούς οι οποίοι δεν καταφέρνουν να αποτρέψουν την διεκδίκηση και εξάσκησή της.
E(CpΓEPc):Είναι το αλγεβρικό άθροισμα του κόστους δύο συστατικών:
(α) “x-inefficiency[14] ή αλλιώς το αυξημένο κόστος παραγωγής, του αγαθού ή της υπηρεσίας, λόγω της αναποτελεσματικής χρήσης των εισροών (πόρων) που οφείλεται στη προνομιακή μεταχείριση που απολαμβάνει η ομάδα συμφερόντων (π.χ. κλειστεί αγορά, προστασία από επίδοξους ανταγωνιστές κ.ά.).
(β) “social cost” ή αλλιώς το κόστος με το οποίο η ομάδα συμφερόντων επιβαρύνει την κοινωνία, επενδύοντας χρηματικούς πόρους για την απόκτηση – διατήρηση των προνομίων που απολαμβάνει.

E(BCcE): “welfare losses” ή αλλιώς οι απώλειες ευημερίας που εμφανίζονται όταν η ιδεατή πολιτική αγορά, μέσω των πολιτικών θεσμών, επιτρέπει (επειδή 0< εd <1)>

Από τη σχέση (4) διαπιστώνουμε ότι η απώλεια ευημερίας με την οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής του αγαθού ή της υπηρεσίας που εξετάσαμε και που παράγει μια συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων, φαίνεται να είναι αρκετά υψηλή. Αν, τώρα, κάνουμε τη ρεαλιστική υπόθεση μιας κοινωνίας, όπως η ελληνική, με χιλιάδες ομάδες συμφερόντων, τότε διαπιστώνουμε ότι το Σχήμα 2 είναι δυναμικό. Έτσι, η σωρευτική απώλεια ευημερίας της κοινωνίας, από την δράση όλων των ομάδων συμφερόντων, στην απλουστευμένη μορφή της, μπορεί να αποδοθεί από το Σχήμα 2., με την κατάλληλη, βέβαια, προβολή του, σε ανάλογης ευκρίνειας λογαριθμική κλίμακα.


Μάλιστα, αν υποθέσουμε –όπως, σχεδόν, πάντα συμβαίνει- την ύπαρξη αντικρουόμενων συμφερόντων στις «διανεμητικές συσπειρώσεις», τότε διαπιστώνουμε έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό επενδύσεων σε πόρους. Έτσι, κάθε ομάδα συμφερόντων έχει κίνητρο να επενδύσει υψηλότερους, από τις ανταγωνίστριες, πόρους προκειμένου να εξασφαλίσει την πρόσκτηση, διατήρηση ή επαύξηση της de facto πολιτικής ισχύος της.
Η σωρευτική κατασπατάληση πόρων, που ενισχύεται από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των ομάδων συμφερόντων, γιγαντώνεται λαμβάνοντας υπόψη τον τριμερή (προσδι-)ορισμό των πόρων σε χρήμα, χρόνο και ενέργεια. Έτσι, και προκειμένου να διατηρήσουμε τις μεταβλητές (ανεξάρτητες και εξαρτημένες) του Σχήματος 2. θα πρέπει να αποτιμήσουμε τον χρόνο και την ενέργεια, που δαπανούν οι ομάδες συμφερόντων, με χρηματικούς όρους. Κάνοντάς το αυτό, η ευκρίνεια της λογαριθμικής κλίμακας θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί προκειμένου να μας αποδώσει το πραγματικό μέγεθος της απώλειας ευημερίας που η κοινωνία καλείται να καταβάλει.


Τέλος, δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουμε τη σκέψη μας εστιάζοντας μόνο στην ιδιότητά μας ως παραγωγών προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά. Κοινωνικό κόστος (social cost), και προσαύξηση της συνολικής απώλειας ευημερίας της κοινωνίας, προκαλούμε και ως καταναλωτές προϊόντων και υπηρεσιών. Φανταστείτε, ότι ως μέλη του “συλλόγου χρηστών internet” ή ως μέλη του “ινστιτούτου καταναλωτών” ή του “συλλόγου προστασίας δανειοληπτών” ή της “ένωσης ενοικιαστών” κ.ά. επενδύουμε πόρους (χρόνο, χρήμα, ενέργεια) για να προστατεύσουμε τα συμφέροντά μας από την άλλη μας ιδιότητα, αυτή, των παραγωγών…
Στην ανωτέρω αλληλουχία, και προκειμένου να κατανοήσουμε το κόστος ύπαρξης, διατήρησης ή επαύξησης της de facto πολιτικής ισχύος, θα πρέπει να αποτιμήσουμε και το κόστος που προκαλεί η ποιοτική υποβάθμιση και η αποδόμηση του «κοινωνικού κεφαλαίου» της κοινωνίας, του υποδείγματός μας, που θυμίζουμε ότι, εξ’ υποθέσεως, διακυβερνάται από ένα “ιδεατό κοινοβουλευτικό καθεστώς”.


Το «κοινωνικό κεφάλαιο» είναι μια σχέση ευθείας αναλογίας του πνεύματος συνεργασίας που επικρατεί σε μια κοινωνία. Όταν, λοιπόν, υπάρχουν ισχυρές συγκρούσεις και αμοιβαία αποκλειόμενα συμφέροντα μεταξύ των ομάδων συμφερόντων, τότε δημιουργούνται συνθήκες μνησικακίας και φθόνου που δεν προάγουν τη συνεργασία για την κατίσχυση πολιτικών ευρύτερου συμφέροντος. Έτσι, όλοι οι φορείς μιας κοινωνίας, με υποανάπτυκτο «κοινωνικό κεφάλαιο», θεωρούν ότι συμμετέχουν σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) όπου η επιβίωση της μιας ομάδας προϋποθέτει τον πολιτικό αφανισμό της άλλης. Αυτό το «κόστος κοινωνικής αλληλεγγύης» που καταβάλει η κοινωνία, λόγω της ύπαρξης και διεκδίκησης de facto πολιτικής ισχύος, δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί και να ενσωματωθεί στο Σχήμα 2. μιας και αποτελεί έναν ποιοτικό συντελεστή, που κάποιοι τον αποδίδουν στα εξωγενή (μη ελεγχόμενα) χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας (π.χ. κουλτούρα, νόρμες συμπεριφοράς, παραδοσιακές κανονικότητες, ηθικές καταβολές κ.ά.).
Κατά την άποψή μου, αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε κοινωνίας δεν είναι εξωγενή (μη ελεγχόμενα). Προκαλούνται, διαμορφώνονται και προσλαμβάνονται από τα μέλη της κοινωνίας, μέσω της παρατήρησης της λειτουργίας της. Όπως πολύ ωραία το αποδίδουν οι Πελαγίδης και Μητσόπουλος «… δεν είναι οι ηθικές καταβολές ή οι προθέσεις των ανθρώπων. Είναι περισσότερο το σύστημα πρόσκτησης προσόδου που επιβάλει κανόνες και όρους –δεν αφήνει περιθώρια στο άτομο να μείνει έξω από το παιχνίδι των “αλληλοεξυπηρετήσεων” [trading for favors] γιατί αλλιώς δεν θα επιβιώσει- και, κυρίως, δημιουργεί καθημερινές εμπειρίες στους ανθρώπους οι οποίες “διατάζουν” ηθικούς κώδικες που καλούν τους πολίτες να υιοθετήσουν τις πρακτικές της προσοδοθηρίας ώστε να επιβιώσουν»[15].

Συμπερασματικά, από το παράρτημα Β διαπιστώσαμε το υπερβάλλον, ποσοτικοποιημένο και μη, κόστος που (ακόμα και) η “ιδεατά διακυβερνώμενη” κοινωνία καταβάλει από την ύπαρξη, διατήρηση και προσαύξηση της de facto πολιτικής ισχύος των ομάδων συμφερόντων.




υποσημειώσεις
[1] Ως μη προνομιούχες νοούνται οι «ομάδες» (ή/και φαντασιακές συσσωματώσεις, με την έννοια της απουσίας θεσμοθετημένης μορφής έκφρασης, π.χ. «καταναλωτές») που είναι λιγότερο ευνοημένες από την ισορροπία κατανομής πολιτικής ισχύος.
[2] J. Buchanan, G. Tullock, Ο Λογισμός της Συναίνεσης, εκδ. Παπαζήση, 1999
[3] Θ. Πελαγίδης – Μ. Μιτσόπουλος,Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, εκδ. Παπαζήση, 2006
[4] Πελαγίδης ο.π. σελ. 363
[5] Πελαγίδης ο.π. σελ. 363

[6] Οι συναρτήσεις g, h είναι συνεχείς στο Π.Ο. και η f: R+-->R
[7] Η de facto ισχύς δεν έχει νόημα, αν παίρνει αρνητικές τιμές. Αν αυτό γινόταν τότε, τα όποια συμφέροντα δεν θα είχαν λόγω να οργανωθούν και να συστήσουν «ομάδα συμφερόντων» μιας και με τον τρόπο αυτό θα αποδυνάμωναν τη συνολική τους πολιτική ισχύ.
[8] Με μαθηματικούς όρους : Άνω και Κάτω φραγμένο, με το [xα,xδ] ε R+
[9] Όταν οι πολιτικοί θεσμοί υποκύπτουν με πολύ μεγάλη δυσκολία στις απαιτήσεις των ομάδων συμφερόντων για πρόσκτηση de facto πολιτικής ισχύος δηλ. όταν το Єd --> 0, τότε η αύξηση του x (αύξηση της τιμής της de facto πολιτικής ισχύος) θα επιφέρει αναλογικά πολύ μικρότερη ποσοστιαία μεταβολή της προσφερόμενης ισχύος. Μάλιστα αν το Єd --> 0, έχοντας αρνητική τιμή (τείνει στο μηδέν από τα αριστερά), τότε η αύξηση της τιμής του x μειώνει ποσοστιαία την προσφερόμενη, από τους πολιτικούς θεσμούς, πολιτική ισχύς.

[10] Ομοίως, η f(x) είναι φθίνουσα στο Π.Ο. όταν για κάθε χ1,χ2 ε[xα,xδ] με x1 < χ2
τότε f(x1) >f(x2).
[11] Ως πολιτικά ρετιρέ, σε ένα κοινοβουλευτικό δημοκρατικό καθεστώς, νοούνται οι κυρίαρχοι πολιτικοί θεσμοί. Αυτοί που, όπως προαναφέραμε, έχουν επιτελικό και άμεσα αποφασιστικό ρόλο στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία δηλ. το Κοινοβούλιο και η Κεντρική Διοίκηση με το στενό ορισμό του όρου.
[12] «Απώλεια ευημερίας» για την κοινωνία έχουμε όταν η ποσότητα οφέλους που αποκομίζει η ομάδα συμφερόντων είναι σαφώς μικρότερη της ποσότητας της βλάβης που συσσωρεύει το σύνολο της κοινωνίας.
[13]
[14] Leibenstein, 1966
[15] Πελαγίδης ο.π. σελ. 71