Ιούνιος 2003
Το Κυπριακό παίγνιο.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), μετά από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη (Ελλάδα – Κυπριακή Δημοκρατία, Τουρκία – Ραούφ Ντενκτάς), κατέθεσε στις 11/11/2002, μέσω του γ.γ. του Οργανισμού (κ. Κόφι Αναν), σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού.
Ο Ο.Η.Ε. έθεσε ως κύριο όρο, την άπαξ αποδοχή ή απόρριψη (Take it or leave it)[1] του σχεδίου ως συμφωνία – πλαίσιο για τη συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης. Το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της διαδικασίας προέβλεπε :
i. Υπογραφή της συμφωνίας – πλαίσιο, έως τις 12/12/2002 (ημερομηνία διεξαγωγής της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., στη Κοπεγχάγη, με κύριο αντικείμενο την διεύρυνσή της και συνεπακόλουθα την “καθαρή” ή υπό όρους ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας).
ii. Διασαφήνιση των λεπτομερειών επίλυσης –με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο κοινοτήτων– έως τον Φεβρουάριο του 2003.
iii. Επικύρωση του σχεδίου με δημοψηφίσματα και στις δύο κοινότητες τον Μάρτιο του 2003.
Ανασκαλεύοντας την ουσία του διλήμματος, διαπιστώνουμε ότι η κρισιμότερη απόφαση που θα έπρεπε να πάρουν οι δύο κοινότητες, έως τις 12/12/2002, εστιάζει στην αποδοχή ή απόρριψη του σχεδίου ως βάση επίλυσης, χωρίς τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των προτάσεών του στα κρίσιμα ζητήματα, αλλά με δυνατότητα διευθέτησης θεμάτων δευτερευούσης σημασίας και πάντα στη βάση της συν-αποδοχής.
Δύο ημέρες μετά την κατάθεση του σχεδίου Ανάν, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση καθιστούν σαφή τη θέση τους και δηλώνουν την αποδοχή του, ως βάση διαπραγμάτευσης[2]. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση εκφράζει απερίφραστα την έντονη αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού και την επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων.
Εν αναμονή της δημοσιοποίησης της θέσης (στρατηγική που θα ακολουθούσε) της τουρκοκυπριακής πλευράς, ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο θα την επέλεγε, λαμβάνοντας ως δεδομένα :
Η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, μέσω μιας αντικειμενικά δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, κάτι που θεωρούν ότι διασφαλίζεται -εκ προοιμίου- από το κύρος του Ο.Η.Ε.
Η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά ΔΕΝ επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού. (Ορθότερο θα ήταν να δεχτούμε ότι ο Ρ. Ντενκτάς και ο παρασκηνιακός του εντολέας –το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας- δεν επιθυμούν επίλυση, μιας και η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη πιθανών να διαφοροποιήσει την στάση της. Βέβαια το εν δυνάμει διαφοροποιημένο λαϊκό αίσθημα των τουρκοκυπρίων, ελάχιστα θα συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής απόφασης του ηγέτη ενός αυταρχικού καθεστώτος).
Η απόρριψη της όποιας πρότασης του Ο.Η.Ε., από την πλευρά των Τούρκων θα επιδιώξουν να γίνει με κομψό τρόπο ώστε να μην αποκαλυφθεί η αδιαλλαξία και η απροθυμία τους για την επίλυση του προβλήματος. Η συγκάλυψη της αδιαλλαξίας άλλωστε, συμβαδίζει με το επιμύθιο του σύγχρονου ευρωπαϊκού προφίλ που μεθοδικά υφαίνει η τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να επιτύχει την ένταξή της στην Ε.Ε.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κυρίαρχο κράτος και το ψευδοκράτος του Ντενκτάς συμπεριφέρεται ως τέτοιο και έτσι το δικαίωμα της διατήρησης του υφιστάμενου status quo είναι δεδομένο (δηλ. μπορούν να απορρίψουν το σχέδιο χωρίς άμεσα ορατές και προσδιορίσιμες κυρώσεις).
Αναλύοντας τα δεδομένα διαπιστώνουμε ότι ο επιδιωκόμενος στόχος της τουρκοκυπριακής πλευράς είναι ευκολότερα υλοποιήσιμος με μοναδικό, ίσως, επίπεδο δυσκολίας τη διακριτική συγκάλυψή του.
Αθήνα και Λευκωσία, αντίθετα, θα πρέπει να εξαντλήσουν κάθε αλτρουιστικής προέλευσης διπλωματικό μέσο, προκειμένου να εξασθενίσουν την τουρκοκυπριακή αδιαλλαξία και εμμονή στη διατήρηση του status quo. Γνωρίζοντας την δυσκολία επίτευξης του μείζονος στόχου, ως ελάσσων αλλά αρκούντως ελκυστικός, προβάλει αυτός της εξόφθαλμης ανάδειξης της τουρκοκυπριακής αδιαλλαξίας στον πλέον νομιμοποιημένο (με την έννοια της γενικής αποδοχής) διεθνή Οργανισμό.
Σύμφωνα με τα δεδομένα, οι απολαβές που προκύπτουν για κάθε πλευρά, σε σχέση με τη στρατηγική και τους επιδιωκόμενους στόχους, έχουν ως εξής:
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), μετά από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη (Ελλάδα – Κυπριακή Δημοκρατία, Τουρκία – Ραούφ Ντενκτάς), κατέθεσε στις 11/11/2002, μέσω του γ.γ. του Οργανισμού (κ. Κόφι Αναν), σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού.
Ο Ο.Η.Ε. έθεσε ως κύριο όρο, την άπαξ αποδοχή ή απόρριψη (Take it or leave it)[1] του σχεδίου ως συμφωνία – πλαίσιο για τη συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης. Το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της διαδικασίας προέβλεπε :
i. Υπογραφή της συμφωνίας – πλαίσιο, έως τις 12/12/2002 (ημερομηνία διεξαγωγής της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., στη Κοπεγχάγη, με κύριο αντικείμενο την διεύρυνσή της και συνεπακόλουθα την “καθαρή” ή υπό όρους ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας).
ii. Διασαφήνιση των λεπτομερειών επίλυσης –με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο κοινοτήτων– έως τον Φεβρουάριο του 2003.
iii. Επικύρωση του σχεδίου με δημοψηφίσματα και στις δύο κοινότητες τον Μάρτιο του 2003.
Ανασκαλεύοντας την ουσία του διλήμματος, διαπιστώνουμε ότι η κρισιμότερη απόφαση που θα έπρεπε να πάρουν οι δύο κοινότητες, έως τις 12/12/2002, εστιάζει στην αποδοχή ή απόρριψη του σχεδίου ως βάση επίλυσης, χωρίς τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των προτάσεών του στα κρίσιμα ζητήματα, αλλά με δυνατότητα διευθέτησης θεμάτων δευτερευούσης σημασίας και πάντα στη βάση της συν-αποδοχής.
Δύο ημέρες μετά την κατάθεση του σχεδίου Ανάν, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση καθιστούν σαφή τη θέση τους και δηλώνουν την αποδοχή του, ως βάση διαπραγμάτευσης[2]. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση εκφράζει απερίφραστα την έντονη αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού και την επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων.
Εν αναμονή της δημοσιοποίησης της θέσης (στρατηγική που θα ακολουθούσε) της τουρκοκυπριακής πλευράς, ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο θα την επέλεγε, λαμβάνοντας ως δεδομένα :
Η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, μέσω μιας αντικειμενικά δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, κάτι που θεωρούν ότι διασφαλίζεται -εκ προοιμίου- από το κύρος του Ο.Η.Ε.
Η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά ΔΕΝ επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού. (Ορθότερο θα ήταν να δεχτούμε ότι ο Ρ. Ντενκτάς και ο παρασκηνιακός του εντολέας –το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας- δεν επιθυμούν επίλυση, μιας και η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη πιθανών να διαφοροποιήσει την στάση της. Βέβαια το εν δυνάμει διαφοροποιημένο λαϊκό αίσθημα των τουρκοκυπρίων, ελάχιστα θα συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής απόφασης του ηγέτη ενός αυταρχικού καθεστώτος).
Η απόρριψη της όποιας πρότασης του Ο.Η.Ε., από την πλευρά των Τούρκων θα επιδιώξουν να γίνει με κομψό τρόπο ώστε να μην αποκαλυφθεί η αδιαλλαξία και η απροθυμία τους για την επίλυση του προβλήματος. Η συγκάλυψη της αδιαλλαξίας άλλωστε, συμβαδίζει με το επιμύθιο του σύγχρονου ευρωπαϊκού προφίλ που μεθοδικά υφαίνει η τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να επιτύχει την ένταξή της στην Ε.Ε.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κυρίαρχο κράτος και το ψευδοκράτος του Ντενκτάς συμπεριφέρεται ως τέτοιο και έτσι το δικαίωμα της διατήρησης του υφιστάμενου status quo είναι δεδομένο (δηλ. μπορούν να απορρίψουν το σχέδιο χωρίς άμεσα ορατές και προσδιορίσιμες κυρώσεις).
Αναλύοντας τα δεδομένα διαπιστώνουμε ότι ο επιδιωκόμενος στόχος της τουρκοκυπριακής πλευράς είναι ευκολότερα υλοποιήσιμος με μοναδικό, ίσως, επίπεδο δυσκολίας τη διακριτική συγκάλυψή του.
Αθήνα και Λευκωσία, αντίθετα, θα πρέπει να εξαντλήσουν κάθε αλτρουιστικής προέλευσης διπλωματικό μέσο, προκειμένου να εξασθενίσουν την τουρκοκυπριακή αδιαλλαξία και εμμονή στη διατήρηση του status quo. Γνωρίζοντας την δυσκολία επίτευξης του μείζονος στόχου, ως ελάσσων αλλά αρκούντως ελκυστικός, προβάλει αυτός της εξόφθαλμης ανάδειξης της τουρκοκυπριακής αδιαλλαξίας στον πλέον νομιμοποιημένο (με την έννοια της γενικής αποδοχής) διεθνή Οργανισμό.
Σύμφωνα με τα δεδομένα, οι απολαβές που προκύπτουν για κάθε πλευρά, σε σχέση με τη στρατηγική και τους επιδιωκόμενους στόχους, έχουν ως εξής:
-->Το παίγνιο κατατάσσεται στην κατηγορία των παιγνίων μηδενικού αθροίσματος (σταθερού αθροίσματος). Αυτό γίνεται κυρίως λόγο της αναχρονιστικής πολιτικής του Ρ. Ντενκτάς, ο οποίος αντιλαμβάνεται την πολιτική με όρους συγκρουσιακούς που συνηγορούν στο ασυμβίβαστο της αμοιβαίας ωφέλειας. Θέλει να κερδίσει μόνο, ό,τι μπορεί να χάσει η ελληνοκυπριακή πλευρά. Αδιαφορεί για το κέρδος που προκύπτει από πολιτικές προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν όφελος και στις δύο κοινότητες. Έτσι λοιπόν, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να σχεδιάσουν την στρατηγική τους δράση εντός του «γηπέδου» της πολιτικής ιδιοσυγκρασίας του Ρ. Ντενκτάς, παρά το ότι αντιλαμβάνονται την πολιτική με όρους συνεργασίας, σύνεσης, συναίνεσης και αμοιβαίας ωφέλειας (διαφορετικά θα έπαιζαν σε άλλο «γήπεδο»…).
Από τον πίνακα 1, διαπιστώνουμε ότι η κυρίαρχη στρατηγική για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι ο συμβιβασμός με το σχέδιο του Ο.Η.Ε. Η στρατηγική των ελληνοκυπρίων είναι εύκολα προβλέψιμη από τον Ρ. Ντενκτάς. Οι λόγοι όμως για τους οποίους έσπευσαν οι ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για την στρατηγική που θα ακολουθήσουν είναι:
1. Για να επισημοποιήσουν την ειλικρινή πρόθεσή τους για επίλυση του προβλήματος.
2. Για να εκφράσουν την εμπιστοσύνη τους στην ουδετερότητα και την αμερόληπτη πρόταση του ΟΗΕ.
3. Για να τονίσουν την διαφοροποιημένη στρατηγική (συμβιβασμός εναντίων αδιαλλαξίας) που - διαβλέπουν ότι - θα ακολουθήσει η άλλη πλευρά.
4. Για να αποτρέψουν τους Τούρκους από το να «ορθώσουν», αρχικά, συμβιβαστικό στρατηγικό προσανατολισμό -πράγμα που θα προβλημάτιζε την ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη– και που πιθανώς θα ωθούσε την πιεζόμενη από την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση, ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, να συρθούν στη στρατηγική του Μη Συμβιβασμού. Αυτό θα ήταν καταστρεπτικό για την ελληνοκυπριακή πλευρά και ιδανικό για τους Τούρκους. Στη περίπτωση που η ελληνοκυπριακή πλευρά υποσκέλιζε αυτή την παγίδα, τότε ο Ρ. Ντενκτάς θα διαφοροποιούσε την στρατηγική του, κάνοντας κατοπτρική χρήση των επιχειρημάτων, που θα χρησιμοποιούσε η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, στη προσπάθειά τους να μεταστρέψουν τον ενδοκρατικό αντιπολιτευτικό λόγο. Έτσι τα επιχειρήματα της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης, που θα υπογράμμιζαν τα οφέλη για τα κράτη τους, θα γίνονταν αιτιάσεις από τους Τούρκους για την ανάσχεση της αρχικής τους στρατηγικής.
Η τουρκική ηγεσία με δεδομένη την αποδοχή του σχεδίου (ως βάση διαπραγμάτευσης) από τους ελληνοκύπριους αλλά και την απροθυμία της για επίλυση του κυπριακού, θα προσφύγει στην στρατηγική του ΜΗ Συμβιβασμού. (Ακολουθώντας τη στρατηγική των ελληνοκυπρίων -Συμβιβασμός- θα οδηγούσε την ισορροπία του παιγνίου στο απευκταίο για αυτήν -επίλυση-).
Η προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να εκλεπτύνει την απροθυμία της, ώστε να μην είναι καταφανής, τορπιλίστηκε από μια σειρά γεγονότων. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν η αποστολή, από τον κ. Κόφι Ανάν, ενός αναθεωρημένου σχεδίου δύο ημέρες πριν τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, με το οποίο ζητούσε άμεση απάντηση και παρουσία των ηγετών των δύο κοινοτήτων στη Σύνοδο. Ο Ντενκτάς αναγκάζεται να απαντήσει, τουλάχιστον άτυπα, απορρίπτοντας το αναθεωρημένο σχέδιο (10/12/2002) με την επισήμανση: «είναι το ίδιο με το παλιό» και επικαλούμενος λόγους υγείας εισάγεται σε νοσοκομείο της Άγκυρας. Οι κινήσεις του Ντενκτάς είναι φανερό ότι προσβλέπουν στο να μην είναι παρόν στην Σύνοδο Κορυφής στην Κοπεγχάγη και έτσι να απορρίψει (και τυπικά) το σχέδιο, αν όχι με εύσχημο τρόπο τουλάχιστον επικαλούμενος λόγους ανωτέρας βίας.
Η ισορροπία του πίνακα 1, (ο οποίος τελικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει μετατραπεί σε ένα Δέντρο αποφάσεων, μιας και το παίγνιο από ταυτόχρονων κινήσεων, η Ελληνοκυπριακή πλευρά[3] το μετέτρεψε σε διαδοχικών “παίζοντας” πρώτη και “ποντάροντας” στην τακτική first-mover advantage[4]) είναι στο κάτω αριστερό κουτάκι. Με την ισορροπία αυτή η ελληνοκυπριακή πλευρά επιτυγχάνει την δεύτερη καλύτερη, για αυτήν, εκδοχή ενώ η τουρκική την τρίτη καλύτερη.
Για την σύνθεση μιας σφαιρικότερης και περισσότερο ρεαλιστικής απεικόνισης του περιβάλλοντος της διπλωματικής αρένας, εντός τις οποίας εξελισσόταν το παίγνιο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μια κεφαλαιώδους σημασίας πολιτική επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης. Η Αθήνα την περίοδο εκείνη (πριν την Σύνοδο Κορυφής) κατάφερε να αποσπάσει την συναίνεση των εταίρων της στην Ε.Ε. αλλά και της Commission (του προέδρου Ρ. Πρόντι) για την αποσύνδεση του θέματος ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας με αυτό της επίλυσης του κυπριακού. Η αποσύνδεση, καταπόντισε την ακολουθούμενη εκβιαστική στρατηγική της Άγκυρας, η οποία διατυμπάνιζε ότι η στάση της στο Κυπριακό θα εξαρτηθεί άμεσα από την απόσπαση ή μη, ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η επιτυχία αυτή αποδέσμευσε πολλούς βαθμούς διπλωματικής ευελιξίας τόσο για την Αθήνα όσο και για την Λευκωσία.
Επιγενόμενο αυτών ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία, στη Κοπεγχάγη, να διασφαλίσει –κλειδώσει- την ένταξη της στην Ε.Ε., χωρίς όρους και προϋποθέσεις, παρά το ότι ο Ρ. Ντενκτάς απέρριψε το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν.
Β΄ αναθεωρημένο σχέδιο.
Αφού λοιπόν ο στόχος της επίλυσης δεν υλοποιήθηκε, ας δούμε πως χρησιμοποίησε αυτή την κατάσταση ισορροπίας, η ελληνοκυπριακή πλευρά στη συνέχεια :
Έχοντας αποδείξει εμπράκτως τη βούλησή της για συμβιβασμό, ασκεί πίεση στον Ο.Η.Ε. για να προχωρήσει σε κατάθεση, νέας, αναπροσαρμοσμένης πρότασης.
Στο σημείο αυτό η ελληνοκυπριακή πλευρά εμφανίζεται να επιδιώκει επίλυση ακόμα και με μεγάλο κόστος. Έτσι λοιπόν, από τη μία, το ‘σινιάλο’ της ελληνοκυπριακής πλευράς και από την άλλη η απαίτηση των Τούρκων για ευνοϊκότερη πρόταση, θα οδηγήσουν των Ο.Η.Ε. στην β΄ αναπροσαρμογή του αρχικού σχεδίου, με οριακά βελτιωμένη, υπέρ των Τούρκων πρόταση[5] με χρονικό ορίζοντα αποδοχής ή απόρριψης τις 10/3/2003 (Χάγη) .
Στην αναδυόμενη φάση (Χάγη) του σχεδίου και με δεδομένη τη δυνατότητα να ζητήσουν οριακές ρυθμίσεις μετά την αποδοχή της β΄ αναπροσαρμοσμένης πρότασης, ας δούμε το αξιακό σύστημα που θα προσδιορίσει τη στάση των δύο πλευρών (Πίνακας 2).
Από τον πίνακα 1, διαπιστώνουμε ότι η κυρίαρχη στρατηγική για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι ο συμβιβασμός με το σχέδιο του Ο.Η.Ε. Η στρατηγική των ελληνοκυπρίων είναι εύκολα προβλέψιμη από τον Ρ. Ντενκτάς. Οι λόγοι όμως για τους οποίους έσπευσαν οι ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για την στρατηγική που θα ακολουθήσουν είναι:
1. Για να επισημοποιήσουν την ειλικρινή πρόθεσή τους για επίλυση του προβλήματος.
2. Για να εκφράσουν την εμπιστοσύνη τους στην ουδετερότητα και την αμερόληπτη πρόταση του ΟΗΕ.
3. Για να τονίσουν την διαφοροποιημένη στρατηγική (συμβιβασμός εναντίων αδιαλλαξίας) που - διαβλέπουν ότι - θα ακολουθήσει η άλλη πλευρά.
4. Για να αποτρέψουν τους Τούρκους από το να «ορθώσουν», αρχικά, συμβιβαστικό στρατηγικό προσανατολισμό -πράγμα που θα προβλημάτιζε την ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη– και που πιθανώς θα ωθούσε την πιεζόμενη από την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση, ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, να συρθούν στη στρατηγική του Μη Συμβιβασμού. Αυτό θα ήταν καταστρεπτικό για την ελληνοκυπριακή πλευρά και ιδανικό για τους Τούρκους. Στη περίπτωση που η ελληνοκυπριακή πλευρά υποσκέλιζε αυτή την παγίδα, τότε ο Ρ. Ντενκτάς θα διαφοροποιούσε την στρατηγική του, κάνοντας κατοπτρική χρήση των επιχειρημάτων, που θα χρησιμοποιούσε η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, στη προσπάθειά τους να μεταστρέψουν τον ενδοκρατικό αντιπολιτευτικό λόγο. Έτσι τα επιχειρήματα της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης, που θα υπογράμμιζαν τα οφέλη για τα κράτη τους, θα γίνονταν αιτιάσεις από τους Τούρκους για την ανάσχεση της αρχικής τους στρατηγικής.
Η τουρκική ηγεσία με δεδομένη την αποδοχή του σχεδίου (ως βάση διαπραγμάτευσης) από τους ελληνοκύπριους αλλά και την απροθυμία της για επίλυση του κυπριακού, θα προσφύγει στην στρατηγική του ΜΗ Συμβιβασμού. (Ακολουθώντας τη στρατηγική των ελληνοκυπρίων -Συμβιβασμός- θα οδηγούσε την ισορροπία του παιγνίου στο απευκταίο για αυτήν -επίλυση-).
Η προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να εκλεπτύνει την απροθυμία της, ώστε να μην είναι καταφανής, τορπιλίστηκε από μια σειρά γεγονότων. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν η αποστολή, από τον κ. Κόφι Ανάν, ενός αναθεωρημένου σχεδίου δύο ημέρες πριν τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, με το οποίο ζητούσε άμεση απάντηση και παρουσία των ηγετών των δύο κοινοτήτων στη Σύνοδο. Ο Ντενκτάς αναγκάζεται να απαντήσει, τουλάχιστον άτυπα, απορρίπτοντας το αναθεωρημένο σχέδιο (10/12/2002) με την επισήμανση: «είναι το ίδιο με το παλιό» και επικαλούμενος λόγους υγείας εισάγεται σε νοσοκομείο της Άγκυρας. Οι κινήσεις του Ντενκτάς είναι φανερό ότι προσβλέπουν στο να μην είναι παρόν στην Σύνοδο Κορυφής στην Κοπεγχάγη και έτσι να απορρίψει (και τυπικά) το σχέδιο, αν όχι με εύσχημο τρόπο τουλάχιστον επικαλούμενος λόγους ανωτέρας βίας.
Η ισορροπία του πίνακα 1, (ο οποίος τελικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει μετατραπεί σε ένα Δέντρο αποφάσεων, μιας και το παίγνιο από ταυτόχρονων κινήσεων, η Ελληνοκυπριακή πλευρά[3] το μετέτρεψε σε διαδοχικών “παίζοντας” πρώτη και “ποντάροντας” στην τακτική first-mover advantage[4]) είναι στο κάτω αριστερό κουτάκι. Με την ισορροπία αυτή η ελληνοκυπριακή πλευρά επιτυγχάνει την δεύτερη καλύτερη, για αυτήν, εκδοχή ενώ η τουρκική την τρίτη καλύτερη.
Για την σύνθεση μιας σφαιρικότερης και περισσότερο ρεαλιστικής απεικόνισης του περιβάλλοντος της διπλωματικής αρένας, εντός τις οποίας εξελισσόταν το παίγνιο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μια κεφαλαιώδους σημασίας πολιτική επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης. Η Αθήνα την περίοδο εκείνη (πριν την Σύνοδο Κορυφής) κατάφερε να αποσπάσει την συναίνεση των εταίρων της στην Ε.Ε. αλλά και της Commission (του προέδρου Ρ. Πρόντι) για την αποσύνδεση του θέματος ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας με αυτό της επίλυσης του κυπριακού. Η αποσύνδεση, καταπόντισε την ακολουθούμενη εκβιαστική στρατηγική της Άγκυρας, η οποία διατυμπάνιζε ότι η στάση της στο Κυπριακό θα εξαρτηθεί άμεσα από την απόσπαση ή μη, ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η επιτυχία αυτή αποδέσμευσε πολλούς βαθμούς διπλωματικής ευελιξίας τόσο για την Αθήνα όσο και για την Λευκωσία.
Επιγενόμενο αυτών ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία, στη Κοπεγχάγη, να διασφαλίσει –κλειδώσει- την ένταξη της στην Ε.Ε., χωρίς όρους και προϋποθέσεις, παρά το ότι ο Ρ. Ντενκτάς απέρριψε το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν.
Β΄ αναθεωρημένο σχέδιο.
Αφού λοιπόν ο στόχος της επίλυσης δεν υλοποιήθηκε, ας δούμε πως χρησιμοποίησε αυτή την κατάσταση ισορροπίας, η ελληνοκυπριακή πλευρά στη συνέχεια :
Έχοντας αποδείξει εμπράκτως τη βούλησή της για συμβιβασμό, ασκεί πίεση στον Ο.Η.Ε. για να προχωρήσει σε κατάθεση, νέας, αναπροσαρμοσμένης πρότασης.
Στο σημείο αυτό η ελληνοκυπριακή πλευρά εμφανίζεται να επιδιώκει επίλυση ακόμα και με μεγάλο κόστος. Έτσι λοιπόν, από τη μία, το ‘σινιάλο’ της ελληνοκυπριακής πλευράς και από την άλλη η απαίτηση των Τούρκων για ευνοϊκότερη πρόταση, θα οδηγήσουν των Ο.Η.Ε. στην β΄ αναπροσαρμογή του αρχικού σχεδίου, με οριακά βελτιωμένη, υπέρ των Τούρκων πρόταση[5] με χρονικό ορίζοντα αποδοχής ή απόρριψης τις 10/3/2003 (Χάγη) .
Στην αναδυόμενη φάση (Χάγη) του σχεδίου και με δεδομένη τη δυνατότητα να ζητήσουν οριακές ρυθμίσεις μετά την αποδοχή της β΄ αναπροσαρμοσμένης πρότασης, ας δούμε το αξιακό σύστημα που θα προσδιορίσει τη στάση των δύο πλευρών (Πίνακας 2).
Στον Πίνακα 2 φαίνονται τα οφέλη των δύο πλευρών, σε σχέση με τις επιδιώξεις τους και τις επιδιώξεις του “αντιπάλου”, ανάλογα με τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν.
Διαπιστώνουμε ότι ο στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς (επίλυση του Κυπριακού) επιτυγχάνεται στα τέσσερα σκιασμένα τετράγωνα.
Η ιεράρχηση των ωφελειών που θα έχει, η ελληνοκυπριακή πλευρά, σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι:
1--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Ελληνοκυπρίων για οριακές βελτιώσεις.
2--> Αποδοχή της πρότασης του Ο.Η.Ε., ως έχει, και από τις δύο πλευρές.
3--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές με αίτημα για οριακές βελτιώσεις και για τις δύο πλευρές (π.χ. χρηματοδότηση από τον Ο.Η.Ε. για θέματα διευθετήσεων και απαλλοτριώσεων).
4--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Τούρκων για οριακές βελτιώσεις.
Στην περίπτωση που ο μείζον στόχος της επίλυσης δεν επιτευχθεί, τα οφέλη ή οι ζημίες για την ελληνοκυπριακή πλευρά ταξινομούνται ως εξής:
5--> Αποκαλύπτεται εξόφθαλμα (στον Ο.Η.Ε.) η τουρκική αδιαλλαξία. Το βάρος της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων μεταφέρεται εξ’ ολοκλήρου στους Τούρκους.
6--> Έντονη οσμή τουρκικής αδιαλλαξίας, όμως μέρος της ευθύνης για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων βαραίνει και την ελληνοκυπριακή πλευρά εξ’ αιτίας της απαίτησης της για ευνοϊκότερες ρυθμίσεις.
7--> Αδιάλλακτη στάση και από τις δύο πλευρές. Η ελληνοκυπριακή πλευρά εκθέτει έμμεσα τον Ο.Η.Ε. για κακή αναθεωρημένη πρόταση.
8--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι ως διαλλακτικοί και πρόθυμοι για συμφωνία.
9--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, σαφής μομφή προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι να αποδέχονται την πρόταση του Ο.Η.Ε.
Αντίστοιχα για την τουρκική πλευρά, που ο στόχος της είναι η μη επίλυση του Κυπριακού, η ιεράρχηση των ωφελειών ή ζημιών έχει ως εξής:
1--> Πείθει (με τη στρατηγική της) ότι αποδέχεται το σχέδιο και ταυτόχρονα δεν επιλύεται το κυπριακό εξαιτίας της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν, εξ’ ολοκλήρου, Αθήνα και Λευκωσία.
2--> Πείθει ότι είχε πρόθεση να αποδεχτεί την πρόταση με κάποιες οριακές βελτιώσεις. Το κυπριακό δεν επιλύεται λόγω της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν Αθήνα και Λευκωσία.
3--> Δεν επιλύεται το κυπριακό, αλλά αφήνει αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για κακή πρόταση. Μέρος της ευθύνης για τη μη επίλυση καρπώνεται και αυτή.
4--> Το κυπριακό δεν επιλύεται και ταυτόχρονα δικαιολογεί την αδιάλλακτη στάση της λόγω τον υπερβολικών απαιτήσεων Αθήνας και Λευκωσίας.
5--> Το κυπριακό δεν επιλύεται. Το κόστος όμως της μη επίλυσης είναι μεγάλο γιατί διαπιστώνεται η αδιαλλαξία τους και ταυτόχρονα μέμφονται τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική πρόταση υπέρ της Λευκωσίας.
6--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
7--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση και για τις δύο πλευρές. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
8--> Αποδοχή της πρότασης ως έχει, και επίλυση του κυπριακού.
9--> Αποδοχή της οριακά βελτιωμένης, υπέρ της Λευκωσίας, πρότασης και επίλυση του κυπριακού.
Με βάση τις απολαβές της κάθε πλευράς, διαπιστώνουμε (Πίνακας 2) ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει κυριαρχούμενη στρατηγική (την στρατηγική της ΑΔιαλλαξίας) την οποία και θα απορρίψει.
Ο Πίνακας 2, μετασχηματίζεται ως εξής:
Διαπιστώνουμε ότι ο στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς (επίλυση του Κυπριακού) επιτυγχάνεται στα τέσσερα σκιασμένα τετράγωνα.
Η ιεράρχηση των ωφελειών που θα έχει, η ελληνοκυπριακή πλευρά, σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι:
1--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Ελληνοκυπρίων για οριακές βελτιώσεις.
2--> Αποδοχή της πρότασης του Ο.Η.Ε., ως έχει, και από τις δύο πλευρές.
3--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές με αίτημα για οριακές βελτιώσεις και για τις δύο πλευρές (π.χ. χρηματοδότηση από τον Ο.Η.Ε. για θέματα διευθετήσεων και απαλλοτριώσεων).
4--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Τούρκων για οριακές βελτιώσεις.
Στην περίπτωση που ο μείζον στόχος της επίλυσης δεν επιτευχθεί, τα οφέλη ή οι ζημίες για την ελληνοκυπριακή πλευρά ταξινομούνται ως εξής:
5--> Αποκαλύπτεται εξόφθαλμα (στον Ο.Η.Ε.) η τουρκική αδιαλλαξία. Το βάρος της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων μεταφέρεται εξ’ ολοκλήρου στους Τούρκους.
6--> Έντονη οσμή τουρκικής αδιαλλαξίας, όμως μέρος της ευθύνης για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων βαραίνει και την ελληνοκυπριακή πλευρά εξ’ αιτίας της απαίτησης της για ευνοϊκότερες ρυθμίσεις.
7--> Αδιάλλακτη στάση και από τις δύο πλευρές. Η ελληνοκυπριακή πλευρά εκθέτει έμμεσα τον Ο.Η.Ε. για κακή αναθεωρημένη πρόταση.
8--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι ως διαλλακτικοί και πρόθυμοι για συμφωνία.
9--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, σαφής μομφή προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι να αποδέχονται την πρόταση του Ο.Η.Ε.
Αντίστοιχα για την τουρκική πλευρά, που ο στόχος της είναι η μη επίλυση του Κυπριακού, η ιεράρχηση των ωφελειών ή ζημιών έχει ως εξής:
1--> Πείθει (με τη στρατηγική της) ότι αποδέχεται το σχέδιο και ταυτόχρονα δεν επιλύεται το κυπριακό εξαιτίας της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν, εξ’ ολοκλήρου, Αθήνα και Λευκωσία.
2--> Πείθει ότι είχε πρόθεση να αποδεχτεί την πρόταση με κάποιες οριακές βελτιώσεις. Το κυπριακό δεν επιλύεται λόγω της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν Αθήνα και Λευκωσία.
3--> Δεν επιλύεται το κυπριακό, αλλά αφήνει αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για κακή πρόταση. Μέρος της ευθύνης για τη μη επίλυση καρπώνεται και αυτή.
4--> Το κυπριακό δεν επιλύεται και ταυτόχρονα δικαιολογεί την αδιάλλακτη στάση της λόγω τον υπερβολικών απαιτήσεων Αθήνας και Λευκωσίας.
5--> Το κυπριακό δεν επιλύεται. Το κόστος όμως της μη επίλυσης είναι μεγάλο γιατί διαπιστώνεται η αδιαλλαξία τους και ταυτόχρονα μέμφονται τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική πρόταση υπέρ της Λευκωσίας.
6--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
7--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση και για τις δύο πλευρές. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
8--> Αποδοχή της πρότασης ως έχει, και επίλυση του κυπριακού.
9--> Αποδοχή της οριακά βελτιωμένης, υπέρ της Λευκωσίας, πρότασης και επίλυση του κυπριακού.
Με βάση τις απολαβές της κάθε πλευράς, διαπιστώνουμε (Πίνακας 2) ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει κυριαρχούμενη στρατηγική (την στρατηγική της ΑΔιαλλαξίας) την οποία και θα απορρίψει.
Ο Πίνακας 2, μετασχηματίζεται ως εξής:
Στον Πίνακα 3, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία έχει κυρίαρχη στρατηγική (την στρατηγική της ΑΔιαλλαξίας) την οποία και θα υιοθετήσει.
Έτσι η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να υιοθετήσει τη στρατηγική της ΑΠοδοχής που της αποφέρει καλύτερο αποτέλεσμα, ακόμα και σε σχέση με τη στρατηγική της Οριακά Ευνοϊκότερης Ρύθμισης (ΟΕΡ), με δεδομένη βέβαια την υιοθέτηση από τους Τούρκους της κυρίαρχης για αυτούς στρατηγικής (ΑΔ).
Η ισορροπία του παιγνίου είναι στο σημείο 5,5. Στο σημείο αυτό δεν επέρχεται επίλυση του κυπριακού προβλήματος και έτσι η τουρκική πλευρά πετυχαίνει τον στόχο της. Βέβαια η λύση του παιγνίου στο 5,5 είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να επιτύχει η ελληνοκυπριακή διπλωματία, στην περίπτωση που δεν θα επιτύγχανε το μείζον στόχο της. Ο λόγος είναι ότι ο Ο.Η.Ε. θα διαπίστωνε, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αδιαλλαξία της τουρκικής διπλωματίας και την απροθυμία της στο να δοθεί λύση στο κυπριακό.
Εκτίμηση αποτελέσματος
Στο βαθμό που η ελληνοκυπριακή διπλωματία μπορούσε από την πρώτη φάση επίλυσης (σχέδιο Take it or Leave it) να διαβλέψει τόσο το αναδυόμενο παίγνιο (Χάγη 10/3/2003) όσο και την έκβασή του, τότε η επιλογή της Αθήνας να εκφράσει απερίφραστα την αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού, ήταν σύμφωνη με τον second best στόχο. Έτσι λοιπόν, η υπεραισιοδοξία για την έκβαση σε συνδυασμό με την πάγια στρατηγική αποδοχής των σχεδίων, μεγιστοποίησε τις προσδοκίες του Οργανισμού (ο οποίος και εντατικοποίησε τις προσπάθειες του διακυβεύοντας το κύρος του) και έτσι η αρνητική έκβαση, υπερτόνισε την αδιάλλακτη στάση των Τούρκων και απογοήτευσε τον Ο.Η.Ε. Η συνάρτηση οφέλους για τους Τούρκους, παρά την επίτευξη του στόχου τους, ελαχιστοποιήθηκε. Η έκθεση του κ. Κόφι Ανάν προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. επέρριπτε ευθύνες, αποκλειστικά και μόνο, στο Ντενκτάς και την αδιάλλακτη στάση του[6].
Το μέσο-μακροχρόνιο όφελος για την Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι, η με βεβαιότητα αναμενόμενη μελλοντική εξάντληση κάθε μηχανισμού πίεσης από τον Ο.Η.Ε. και την Ε.Ε. προς την Τουρκία, προκειμένου να διασφαλιστεί η λύση σε επερχόμενη πρόταση του Οργανισμού. Η πρόβλεψη αυτή αναδύεται από τις γενικές αρχές των διεθνών σχέσεων, όπως χαρακτηριστικά αναλύονται από τον Θ. Κουλουμπή, σύμφωνα με τις οποίες “…οι χώρες και οι κυβερνήσεις που τηρούν με συνέπεια μια εγωιστική και καιροσκοπική αντιμετώπιση των πραγμάτων έχουν την τάση να αποκτούν σταδιακά “κακή” φήμη, η οποία μπορεί, σε μετέπειτα καταστάσεις, να τις καταδιώξει…” [7]
Στρατηγικές παρατηρήσεις
Κατά γενική ομολογία το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν (Χάγη) είχε ευνοϊκές υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς ρυθμίσεις, που σε περίπτωση που αυτό γινόταν αποδεκτό από το Ντενκτάς το αντικειμενικό όφελος μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα έκλινε προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Θεωρώ ότι το παίγνιο έτσι όπως αναπτύχθηκε από την ελληνοκυπριακή διπλωματία ωθούσε το Ντενκτάς στην “παγίδα” της αποδοχής και συνεπακόλουθα της επίλυσης του προβλήματος. Όμως η ετεροβαρής (υπέρ του ψευδοκράτους) επίλυση δεν παύει να είναι επίλυση. Έτσι η “παγίδα” της επίλυσης παρά τον δελεαστικό επιθετικό προσδιορισμό –ετεροβαρής- δε θα μπορούσε παρά να γίνει ορατή από τον Ντενκτάς, ο οποίος μόλις την ανακάλυπτε θα έσπευδε να την αποφύγει και έτσι, μοιραία, θα υπέκυπτε στην διάδοχη της πρώτης “παγίδας”, αυτή της απροκάλυπτης αδιαλλαξίας, όπως τελικά και έγινε.
Παρόλο που η αδιαλλαξία μπορεί, μερικές φορές, να εξουθενώσει τον αντίπαλο και να τον αναγκάσει να κάνει υποχωρήσεις (όπως έγινε στο αρχικό και στο α’ αναθεωρημένο σχέδιο), μπορεί εξίσου εύκολα να αφήσει κάποιες μικρές απώλειες να μεγαλώσουν και να οδηγήσουν σε μεγάλες καταστροφές.
Συμπερασματικά κρίνω ότι η ελληνοκυπριακή διπλωματία, ευφυέστατα οδήγησε το Ντενκτάς σε μια προδιαγεγραμμένη ήττα που εντός ορατού χρονικού ορίζοντα θα τον απομονώσει και θα τον εξοβελίσει από την ηγεσία του ψευδοκράτους.
Βέβαια για να απομακρυνθεί ο Ντενκτάς, θα πρέπει το παίγνιο να συνεχιστεί. Η ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να κεφαλαιοποιήσει τα οφέλη της κατάστασης ισορροπίας που προέκυψε από τη Χάγη. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ενταθεί η πίεση για την αποδοχή του σχεδίου τόσο από τον Ο.Η.Ε. όσο και από την ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση. Η ένταση των προσπαθειών θα κορυφωθεί όταν η πίεση από το εξωτερικό, συνεπικουρείται από ανάλογη (πίεση προς το Ντενκτάς) στο εσωτερικό, όταν δηλαδή τα αντιπολιτευτικά κόμματα του ψευδοκράτους, αποστασιοποιηθούν από την πολιτική του Ντενκτάς. Η επίσημη διαφοροποίησή τους, θα δράσει ως καταλύτης και θα νομιμοποίηση την καθαίρεση της υφιστάμενης τουρκοκυπριακής ηγεσίας, από τον φυσικό της εντολέα, την Άγκυρα.
Με γνώμονα την αύξηση του αριθμού και του διανυσματικού μέτρου των συνιστωσών δυνάμεων πίεσης και στόχο τη γιγάντωση της συνισταμένης (πίεση προς τον Ντενκτάς), λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης ως προεδρεύων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επισκέφτηκε τα κατεχόμενα και συνομίλησε με τους αρχηγούς των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, ανοίγοντας τον δρόμο της περιθωριοποίησης και της απομόνωσης του Ντενκτάς, δείχνοντας ταυτόχρονα στην κυβέρνηση της Άγκυρας το λιγότερο δύσβατο μονοπάτι που θα την οδηγήσει στη λεωφόρο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων προς τις Βρυξέλλες.
Ο χρονίζον πόθος των πολιτών της Κύπρου φαίνεται να ερωτοτροπεί με την εκπλήρωση. Μήπως όμως η ελληνική κυβέρνηση παραβίασε, εκ του ασφαλούς (ως Προεδρεύουσα της Ε.Ε), την αρχή του laissez faire και η επέμβαση στα εσωτερικά του ψευδοκράτους συγκαλύφθηκε και νομιμοποιήθηκε λόγω της άριστης αξιοποίησης της θεσμικής θέσης που κατείχε η χώρα μας εκείνο το εξάμηνο; Με άλλα λόγια μήπως η ελληνική κυβέρνηση θυσίασε τον πάγιο σεβασμό της στην αρχή της αυτοδιάθεσης των κρατών, προκειμένου να επιλύσει το κυπριακό και να συμψηφίσει έτσι την αδικία της εισβολή του 1974;
Πόσο ηθικά αποδεκτό είναι αυτό;
Η ρεαλιστική σχολή σκέψης θα συμφωνούσε με τη χρήση των μέσων (πολιτική ισχύς) για την επίτευξη του στόχου. Η ιδεαλιστική σχολή, πιθανών να μας κατηγορούσε για “ανήθικη” πολιτική συμπεριφορά. Ως Έλληνας, εθελοτυφλώντας των όποιων ιδεαλιστικών μου πεποιθήσεων, συντάσσομαι και επικροτώ τη χειραφέτηση των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, θεωρώντας τα. ως τις πολιτικές σφαγίτιδες φλέβες του Ρ. Ντενκτάς και το παράθυρο ευκαιρίας που απεγνωσμένα αναζητά η Άγκυρα, προκειμένου να κάνει μια νέα αρχή στην προσπάθειά της να θεσμοθετηθεί, έστω και ονομαστικά, ο εξευρωπαϊσμός της.
Έτσι η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να υιοθετήσει τη στρατηγική της ΑΠοδοχής που της αποφέρει καλύτερο αποτέλεσμα, ακόμα και σε σχέση με τη στρατηγική της Οριακά Ευνοϊκότερης Ρύθμισης (ΟΕΡ), με δεδομένη βέβαια την υιοθέτηση από τους Τούρκους της κυρίαρχης για αυτούς στρατηγικής (ΑΔ).
Η ισορροπία του παιγνίου είναι στο σημείο 5,5. Στο σημείο αυτό δεν επέρχεται επίλυση του κυπριακού προβλήματος και έτσι η τουρκική πλευρά πετυχαίνει τον στόχο της. Βέβαια η λύση του παιγνίου στο 5,5 είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να επιτύχει η ελληνοκυπριακή διπλωματία, στην περίπτωση που δεν θα επιτύγχανε το μείζον στόχο της. Ο λόγος είναι ότι ο Ο.Η.Ε. θα διαπίστωνε, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αδιαλλαξία της τουρκικής διπλωματίας και την απροθυμία της στο να δοθεί λύση στο κυπριακό.
Εκτίμηση αποτελέσματος
Στο βαθμό που η ελληνοκυπριακή διπλωματία μπορούσε από την πρώτη φάση επίλυσης (σχέδιο Take it or Leave it) να διαβλέψει τόσο το αναδυόμενο παίγνιο (Χάγη 10/3/2003) όσο και την έκβασή του, τότε η επιλογή της Αθήνας να εκφράσει απερίφραστα την αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού, ήταν σύμφωνη με τον second best στόχο. Έτσι λοιπόν, η υπεραισιοδοξία για την έκβαση σε συνδυασμό με την πάγια στρατηγική αποδοχής των σχεδίων, μεγιστοποίησε τις προσδοκίες του Οργανισμού (ο οποίος και εντατικοποίησε τις προσπάθειες του διακυβεύοντας το κύρος του) και έτσι η αρνητική έκβαση, υπερτόνισε την αδιάλλακτη στάση των Τούρκων και απογοήτευσε τον Ο.Η.Ε. Η συνάρτηση οφέλους για τους Τούρκους, παρά την επίτευξη του στόχου τους, ελαχιστοποιήθηκε. Η έκθεση του κ. Κόφι Ανάν προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. επέρριπτε ευθύνες, αποκλειστικά και μόνο, στο Ντενκτάς και την αδιάλλακτη στάση του[6].
Το μέσο-μακροχρόνιο όφελος για την Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι, η με βεβαιότητα αναμενόμενη μελλοντική εξάντληση κάθε μηχανισμού πίεσης από τον Ο.Η.Ε. και την Ε.Ε. προς την Τουρκία, προκειμένου να διασφαλιστεί η λύση σε επερχόμενη πρόταση του Οργανισμού. Η πρόβλεψη αυτή αναδύεται από τις γενικές αρχές των διεθνών σχέσεων, όπως χαρακτηριστικά αναλύονται από τον Θ. Κουλουμπή, σύμφωνα με τις οποίες “…οι χώρες και οι κυβερνήσεις που τηρούν με συνέπεια μια εγωιστική και καιροσκοπική αντιμετώπιση των πραγμάτων έχουν την τάση να αποκτούν σταδιακά “κακή” φήμη, η οποία μπορεί, σε μετέπειτα καταστάσεις, να τις καταδιώξει…” [7]
Στρατηγικές παρατηρήσεις
Κατά γενική ομολογία το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν (Χάγη) είχε ευνοϊκές υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς ρυθμίσεις, που σε περίπτωση που αυτό γινόταν αποδεκτό από το Ντενκτάς το αντικειμενικό όφελος μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα έκλινε προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Θεωρώ ότι το παίγνιο έτσι όπως αναπτύχθηκε από την ελληνοκυπριακή διπλωματία ωθούσε το Ντενκτάς στην “παγίδα” της αποδοχής και συνεπακόλουθα της επίλυσης του προβλήματος. Όμως η ετεροβαρής (υπέρ του ψευδοκράτους) επίλυση δεν παύει να είναι επίλυση. Έτσι η “παγίδα” της επίλυσης παρά τον δελεαστικό επιθετικό προσδιορισμό –ετεροβαρής- δε θα μπορούσε παρά να γίνει ορατή από τον Ντενκτάς, ο οποίος μόλις την ανακάλυπτε θα έσπευδε να την αποφύγει και έτσι, μοιραία, θα υπέκυπτε στην διάδοχη της πρώτης “παγίδας”, αυτή της απροκάλυπτης αδιαλλαξίας, όπως τελικά και έγινε.
Παρόλο που η αδιαλλαξία μπορεί, μερικές φορές, να εξουθενώσει τον αντίπαλο και να τον αναγκάσει να κάνει υποχωρήσεις (όπως έγινε στο αρχικό και στο α’ αναθεωρημένο σχέδιο), μπορεί εξίσου εύκολα να αφήσει κάποιες μικρές απώλειες να μεγαλώσουν και να οδηγήσουν σε μεγάλες καταστροφές.
Συμπερασματικά κρίνω ότι η ελληνοκυπριακή διπλωματία, ευφυέστατα οδήγησε το Ντενκτάς σε μια προδιαγεγραμμένη ήττα που εντός ορατού χρονικού ορίζοντα θα τον απομονώσει και θα τον εξοβελίσει από την ηγεσία του ψευδοκράτους.
Βέβαια για να απομακρυνθεί ο Ντενκτάς, θα πρέπει το παίγνιο να συνεχιστεί. Η ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να κεφαλαιοποιήσει τα οφέλη της κατάστασης ισορροπίας που προέκυψε από τη Χάγη. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ενταθεί η πίεση για την αποδοχή του σχεδίου τόσο από τον Ο.Η.Ε. όσο και από την ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση. Η ένταση των προσπαθειών θα κορυφωθεί όταν η πίεση από το εξωτερικό, συνεπικουρείται από ανάλογη (πίεση προς το Ντενκτάς) στο εσωτερικό, όταν δηλαδή τα αντιπολιτευτικά κόμματα του ψευδοκράτους, αποστασιοποιηθούν από την πολιτική του Ντενκτάς. Η επίσημη διαφοροποίησή τους, θα δράσει ως καταλύτης και θα νομιμοποίηση την καθαίρεση της υφιστάμενης τουρκοκυπριακής ηγεσίας, από τον φυσικό της εντολέα, την Άγκυρα.
Με γνώμονα την αύξηση του αριθμού και του διανυσματικού μέτρου των συνιστωσών δυνάμεων πίεσης και στόχο τη γιγάντωση της συνισταμένης (πίεση προς τον Ντενκτάς), λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης ως προεδρεύων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επισκέφτηκε τα κατεχόμενα και συνομίλησε με τους αρχηγούς των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, ανοίγοντας τον δρόμο της περιθωριοποίησης και της απομόνωσης του Ντενκτάς, δείχνοντας ταυτόχρονα στην κυβέρνηση της Άγκυρας το λιγότερο δύσβατο μονοπάτι που θα την οδηγήσει στη λεωφόρο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων προς τις Βρυξέλλες.
Ο χρονίζον πόθος των πολιτών της Κύπρου φαίνεται να ερωτοτροπεί με την εκπλήρωση. Μήπως όμως η ελληνική κυβέρνηση παραβίασε, εκ του ασφαλούς (ως Προεδρεύουσα της Ε.Ε), την αρχή του laissez faire και η επέμβαση στα εσωτερικά του ψευδοκράτους συγκαλύφθηκε και νομιμοποιήθηκε λόγω της άριστης αξιοποίησης της θεσμικής θέσης που κατείχε η χώρα μας εκείνο το εξάμηνο; Με άλλα λόγια μήπως η ελληνική κυβέρνηση θυσίασε τον πάγιο σεβασμό της στην αρχή της αυτοδιάθεσης των κρατών, προκειμένου να επιλύσει το κυπριακό και να συμψηφίσει έτσι την αδικία της εισβολή του 1974;
Πόσο ηθικά αποδεκτό είναι αυτό;
Η ρεαλιστική σχολή σκέψης θα συμφωνούσε με τη χρήση των μέσων (πολιτική ισχύς) για την επίτευξη του στόχου. Η ιδεαλιστική σχολή, πιθανών να μας κατηγορούσε για “ανήθικη” πολιτική συμπεριφορά. Ως Έλληνας, εθελοτυφλώντας των όποιων ιδεαλιστικών μου πεποιθήσεων, συντάσσομαι και επικροτώ τη χειραφέτηση των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, θεωρώντας τα. ως τις πολιτικές σφαγίτιδες φλέβες του Ρ. Ντενκτάς και το παράθυρο ευκαιρίας που απεγνωσμένα αναζητά η Άγκυρα, προκειμένου να κάνει μια νέα αρχή στην προσπάθειά της να θεσμοθετηθεί, έστω και ονομαστικά, ο εξευρωπαϊσμός της.
Ευστράτιος Χουρδάκης
[1]. Έτσι χαρακτήρισε το Σχέδιο Ανάν ο Γ. Αρσένης σε ομιλία του στη Βουλή 13/11/2002
[2]. εφημερίδα «Καθημερινή» 14/11/2002 και 23/11/2002
[3]. "Ο ικανός ξυλουργός ξέρει πώς να κάνει το δέντρο τραπέζι. Ο έξυπνος γνώστης της στρατηγικής, έχει την ικανότητα να μετατρέπει έναν Πίνακα σε Δέντρο" A.Dixit & B.Nalebuff, “Thinking Strategically” (1991),σελ. 130,
[4]. Τα πλεονεκτήματα αυτής της τακτικής αναφέρονται, ως λόγοι για τους οποίους έσπευσαν οι Ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν (σελ. 2-3 παρόντος)
[5]. εφημερίδα «Καθημερινή» 25/2/2003
[6]. εφημερίδα «Τα Νέα» 12/3/2003 και συνέντευξη του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τάσσο Παπαδόπουλου, στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» 12 Απριλίου 2003 “…η θετική και εποικοδομητική στάση που τήρησε η ελληνοκυπριακή πλευρά στις συνομιλίες δε στάθηκαν ικανές να κάμψουν την αλαζονική και αδιάλλακτη πολιτική του Τουρκοκύπριου ηγέτη, και της τουρκικής πλευράς… Η όλη στάση του κ. Ντενκτάς, δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τα Ηνωμένα Έθνη ούτε από την διεθνή κοινότητα. Αντίθετα τόσο η έκθεση του γ.γ. του Ο.Η.Ε. προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, όσο και οι δημόσιες τοποθετήσεις των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. και όλων των εμπλεκομένων, στιγματίζουν την πολιτική του και του επιρρίπτουν σαφείς ευθύνες…”
[7]. Θ. Κουλουμπής, “Διεθνείς Σχέσεις, Εξουσία και Δικαιοσύνη”, Εκδόσεις Παπαζήση (1995) σελ. 137
[1]. Έτσι χαρακτήρισε το Σχέδιο Ανάν ο Γ. Αρσένης σε ομιλία του στη Βουλή 13/11/2002
[2]. εφημερίδα «Καθημερινή» 14/11/2002 και 23/11/2002
[3]. "Ο ικανός ξυλουργός ξέρει πώς να κάνει το δέντρο τραπέζι. Ο έξυπνος γνώστης της στρατηγικής, έχει την ικανότητα να μετατρέπει έναν Πίνακα σε Δέντρο" A.Dixit & B.Nalebuff, “Thinking Strategically” (1991),σελ. 130,
[4]. Τα πλεονεκτήματα αυτής της τακτικής αναφέρονται, ως λόγοι για τους οποίους έσπευσαν οι Ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν (σελ. 2-3 παρόντος)
[5]. εφημερίδα «Καθημερινή» 25/2/2003
[6]. εφημερίδα «Τα Νέα» 12/3/2003 και συνέντευξη του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τάσσο Παπαδόπουλου, στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» 12 Απριλίου 2003 “…η θετική και εποικοδομητική στάση που τήρησε η ελληνοκυπριακή πλευρά στις συνομιλίες δε στάθηκαν ικανές να κάμψουν την αλαζονική και αδιάλλακτη πολιτική του Τουρκοκύπριου ηγέτη, και της τουρκικής πλευράς… Η όλη στάση του κ. Ντενκτάς, δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τα Ηνωμένα Έθνη ούτε από την διεθνή κοινότητα. Αντίθετα τόσο η έκθεση του γ.γ. του Ο.Η.Ε. προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, όσο και οι δημόσιες τοποθετήσεις των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. και όλων των εμπλεκομένων, στιγματίζουν την πολιτική του και του επιρρίπτουν σαφείς ευθύνες…”
[7]. Θ. Κουλουμπής, “Διεθνείς Σχέσεις, Εξουσία και Δικαιοσύνη”, Εκδόσεις Παπαζήση (1995) σελ. 137