16 Μαρ 2008

Περι Ηθικής Φιλοσοφίας

ΘΕΩΡΙΕΣ για την ηθική αποτίμηση των πράξεων.

Υπάρχουν δύο κύριες θεωρίες για την ηθική αποτίμηση των πράξεων:
1. ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ, δίνουν βάση στη ποικιλία των κριτηρίων για την αξιολόγηση των πράξεων.
2. ΣΥΝΕΠΕΙΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ, δίνουν βάση στην ποσοτικοποίηση του αποτελέσματος.
Αμφότερες οι θεωρίες αυτές αναζητούν το μέτρο της ηθικότητας στον ΣΚΟΠΟ των πράξεων.

ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ.

Οι Δεοντοκρατικές θεωρίες ΔΕΝ αναζητούν τα κριτήρια ηθικότητας στο «τέλος» (στις συνέπειες των πράξεων) αλλά στα εγγενή χαρακτηριστικά των ίδιων των πράξεων.
Δύο βασικές διακρίσεις των Δεοντοκρατικών θεωριών:
1. Δεοντοκρατία Πράξεων: à ad hoc αξιολόγηση.
2. Δεοντοκρατία Κανόνων: καθολικότητα στην αξιολόγηση, διατύπωση θεμελιωδών κανόνων (π.χ. Η Θεωρία της Θείας Επιταγής και Καντιανή Θεωρία του ηθικού νόμου).

ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΑΞΕΩΝ (Πραξιακή Δεοντοκρατία).

Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ηθικότητας μέσω γενικών αρχών ή κανόνων. Γι΄ αυτό, αναζητούν τα κριτήρια για την ηθική αποτίμηση των πράξεων στα εγγενή χαρακτηριστικά κάθε πράξης και στις συγκεκριμένες περιστάσεις που την προσδιορίζουν (δηλ. ad hoc αξιολόγηση των πράξεων).

ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ (Κανονολογικές Δεοντοκρατικές Θεωρίες).

i.Η θεωρία της Θείας Επιταγής.
Μοναδικό κριτήριο της ηθικότητας είναι η συμμόρφωση με οτιδήποτε επιτάσσει η βούληση του θεού (Θεολογικός Βολονταρισμός). Σωκράτης à Είναι όσιο επειδή αρέσει στους θεούς ή αρέσει στους θεούς επειδή είναι όσιο;
ii.Κανονολογική Δεοντοκρατική θεωρία του Kant.
Θεμελίωση της ηθικής στην ανθρώπινη ορθολογικότητα που έχει άμεση σχέση με τη δυνατότητα ελεύθερης συμπεριφοράς.

Ο Kant υιοθέτησε την Κατηγορική Προστακτική (γενικοί κατευθυντήριοι κανόνες με καθολική ισχύ, οι οποίοι προσδιορίζουν την ηθική συμπεριφορά). Η Κατηγορική Προστακτική προσδιορίζεται από τρεις κανόνες:

1. ΑΡΧΗ ΚΑΘΟΛΙΚΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ. Το δρών υποκείμενο, σκεπτόμενο ορθολογικά, θα πρέπει να θέλει το υποκειμενικό αξίωμα της θέλησής του να μετατραπεί σε αντικειμενικά ισχύοντα καθολικό νόμο.
Η υποκειμενική θέληση του ορθολογικού ανθρώπου ΔΕΝ μπορεί να οδηγεί σε αρνητικά επιγενόμενα και συνεπώς αν αυτή (η θέληση) γίνει καθολικός νόμος ΔΕΝ θα διακυβεύει τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Αυτή η αρχή της καθολικευσιμότητας, θυμίζει τον «χρυσό κανόνα» της Ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης: Κάνε στους άλλους αυτό που θέλεις να κάνουν και εκείνοι σε ΄σένα και μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν.

2. Χρησιμοποίησε τους άλλους ανθρώπους ως σκοπό των πράξεών σου και όχι μόνο ως μέσο (Απόλυτη και ισότιμη ηθική αξία όλων των ανθρώπων).

3. Να λειτουργείς ως να ήσουν νομοθετικό μέλος του κράτους των σκοπών.

Σχόλια:
Η προσπάθεια παραγωγής κανόνων ηθικής βασίζεται στη συνέπεια και την αμεροληψία η οποία εκπηγάζει από τη δέσμευση της καθολικής εφαρμογής.
Τέλεια (μορφοποιημένα) καθήκοντα, που με σαφήνεια περιγράφονται από τον Kant είναι:
(α). Τήρηση (μη αθέτηση) των υποσχέσεων.
(β). Αποφυγή αυτοκτονίας.
Ατελή (μη μορφοποιημένα) καθήκοντα: (α). Αλληλεγγύη (β). Παροχή Βοήθειας (γ). Καλλιέργεια ιδεών/ ικανοτήτων/ ταλέντων.
Η κατηγοριοποίηση των πράξεων σύμφωνα με το Καντιανό αξίωμα έχει ως εξής:
- Πράξεις επιτρεπόμενες (προαιρετικές)
- Πράξεις ηθικά εσφαλμένες (μη επιτρεπόμενες)
- Πράξεις επιβαλλόμενες (απαραίτητες)


ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

Η θεωρία του Φυσικού Δικαίου.
Ορίζει το ηθικό ως οτιδήποτε προάγει την πραγμάτωση των αξιών που αντιστοιχούν στις φυσικές τάσεις και διαθέσεις του ανθρώπου. Θεμελιώδεις αξίες θεωρούνται : Οι αξίες της ζωής, οι αξίες της αναπαραγωγής (διαιώνιση του είδους), οι ανθρώπινες αξίες της γνώσης και της κοινωνικότητας.
Η θεωρία του φυσικού δικαίου αποτελεί την κύρια συνιστώσα της ηθικής διδασκαλίας της καθολικής εκκλησίας.


ΩΦΕΛΙΜΟΚΡΑΤΙΑ (συνεπειοκρατική θεωρία).
Για την Ωφελιμοκρατία, κριτήριο ηθικότητας είναι το ποσό «ωφέλειας» που παράγεται από μια πράξη ή από την υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων καθοδήγησης των πράξεων. Ως ωφέλεια νοείται η πραγμάτωση του αγαθού για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.
Η αρχή της ωφέλειας των J. Bentham και J.S. Mill συνοψίζεται στο αίτημα: «μεγιστοποίηση της ευτυχίας για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων». " The greatest happiness of the greatest number".
O Bentham εισηγείται μια απλοϊκή ποσοτική ηδονοκρατική αντίληψη. Κριτήρια διάκρισης και ιεράρχησης των ηδονών είναι: η ένταση, η διάρκεια, η βεβαιότητα, η εγγύτητα, η γονιμότητα, η καθαρότητα και η έκταση (αριθμός ανθρώπων που μπορούν να τις απολαύσουν).
Ο Mill αντίθετα αναγνωρίζει τη σημασία ποιοτικών κριτηρίων και είναι διατεθειμένος να διακρίνει ανάμεσα σε «ανώτερες» και «κατώτερες» ηδονές.

Η ωφελιμοκρατία, όπως και η δεοντοκρατία διακρίνεται σε πραξιακή και κανονολογική.

1. Πραξιακή Ωφελιμοκρατία (ωφελιμοκρατία πράξεων).
Σύμφωνα με αυτή, κάθε πράξη πρέπει να εξετάζεται χωριστά. Χαρακτηρίζεται ως ηθικά ορθή εάν και μόνο εάν οδηγεί στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων.
2. Κανονολογική Ωφελιμοκρατία (ωφελιμοκρατία κανόνων).
Σύμφωνα με αυτή, μια συγκεκριμένη πράξη αξιολογείται με αναφορά στο αν ακολουθεί ένα ηθικά ορθό κανόνα. Ο κανόνας χαρακτηρίζεται ως ηθικά ορθός αν και μόνο αν γενική συμμόρφωση προς αυτών ή αποδοχή του, οδηγεί στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων.


ΗΘΙΚΟΣ ΕΓΩΙΣΜΟΣ.

Ο Ηθικός Εγωισμός χρησιμοποιεί ως κριτήριο ηθικότητας τη μεγιστοποίηση του αγαθού (=καλού), αποκλειστικά για το ίδιο το υποκείμενο των πράξεων,
αντίθετα, η Ωφελιμοκρατία χρησιμοποιεί ως κριτήριο ηθικότητας τη μεγιστοποίηση του αγαθού για το σύνολο της ανθρωπότητας.

Η θεωρία του Ηθικού Εγωισμού υποστηρίζει ότι ως ένα βαθμό υπάρχει η δυνατότητα συμφιλίωσης πολλών ατομικών επιδιώξεων, η συνισταμένη των οποίων τελικά να πραγματώνει και το συμφέρον του συνόλου.
Βέβαια, η δυνατότητα αυτή αμφισβητείται από πολλούς, λόγω της πραγματικότητας των διαπροσωπικών συγκρούσεων συμφερόντων.


ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΓΩΙΣΜΟΣ.

Οι άνθρωποι από την φύση τους είναι σταθερά και αποκλειστικά προσανατολισμένοι προς την ικανοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων. Ό,τι θεωρούμε αλτρουιστικές εκδηλώσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκαλυμμένες εγωιστικές ενέργειες που δεν έχουμε τη δυνατότητα ή το θάρρος και την ειλικρίνεια, να τις αναγνωρίσουμε ως τέτοιες.
Αντίθετα, εκπρόσωποι της «ανθρωπιστικής» ψυχολογίας, όπως ο Erich Fromm και ο Victor Frankle, τονίζουν τη δυνατότητα και τη σημασία αλτρουιστικού προσανατολισμού της συμπεριφοράς, ως παράγοντα ψυχικής υγείας.

Μεικτές ή σύνθετες θεωρίες.

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΚΡΑΤΙΑ: Ως κριτήριο ηθικότητας προτείνεται η δυνατότητα δικαιολόγησης μιας πράξης ή κρίσης ή των κανόνων με τους οποίους συμμορφώνεται αυτή (η πράξη ή κρίση) με αναφορά σε κάποια διαπροσωπική συμφωνία ορθολογικών όντων. à Κοινωνικό Ηθικό Συμβόλαιο.
Σύνθεση Θεωριών (Μεικτή Θεωρία… Σ. Βιρβιδάκης): Βασικές αρχές της θεωρία αυτής (συνιστώσες) θα πρέπει να είναι,
1. Η Αρχή της Αγαθοπραξίας.
i.Να μη βλάπτει.
ii.Να εμποδίζει το κακό.
iii.Να εξουδετερώνει το κακό.
iv.Να πράττει το αγαθό.

2. Η Αρχή της Δικαιοσύνης.
3. Η Αρχή της Ελευθερίας.


Σημειώσεις από το Εισαγωγικό Δοκίμιο του Φ. Παιονίδη στο βιβλίο ¨ΩΦΕΛΙΜΙΣΜΟΣ¨ του John Stuart Mill (1806-1873)

Ο Mill αξιολογεί τις πράξεις με κριτήριο τις συνέπειες που έχουν ως προς την προαγωγή της γενικής ευτυχίας (ηδονιστικά εννοούμενης).
«Οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να μεγιστοποιούν την ευτυχία (όχι του δρώντος αλλά εν γένει), και εσφαλμένες στο βαθμό που τείνουν να προκαλούν ότι αντίκειται σε αυτή. Ως ευτυχία εννοείται η ηδονή και η απουσία του πόνου, ενώ ως δυστυχία ο πόνος και η στέρηση της ηδονής» (σελ.45)

Ο Ωφελιμισμός αντλεί την ισχύ του από μια γενική θεωρία του βίου, σύμφωνα με την οποία τα μόνα επιθυμητά πράγματα για τους ανθρώπους είναι η προαγωγή της ηδονής και η αποτροπή του πόνου, καθώς και οτιδήποτε αποτελεί μέσω για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Διευκρινίζει (ο Mill) ότι οι άνθρωποι δεν επιθυμούν κάθε είδους ηδονή αλλά τις ποιοτικά ανώτερες ηδονές (όπως, πνευματική καλλιέργεια, μόρφωση, ευφυΐα, αλτρουιστική στάση).
Ωστόσο η πραγματικότητα δείχνει ότι πολλοί άνθρωποι περιορίζονται στις σωματικές ηδονές. Αυτό γίνεται γιατί, σύμφωνα με τον Mill, η απόλαυση και η καλλιέργεια των ανώτερων ηδονών συντελείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις…
… απαιτείται, λοιπόν, να προϋπάρχουν
α. εξωτερικά ερεθίσματα
β. κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες
γ. άφθονος χρόνος. (σελ. 46)

Σχετικά με τη διάκριση των ηδονών σε ανώτερες και κατώτερες λέει χαρακτηριστικά ότι είναι προτιμότερο να είσαι «ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι». Ο Mill έτσι διαφοροποιεί τη θέση του από τον δάσκαλό του Bentham, για τον οποίο μόνο τα μετρήσιμα εγγενή χαρακτηριστικά των ηδονικών αισθημάτων (ένταση, διάρκεια, καθαρότητα κ.ά.) διαθέτουν ηθικό βάρος.

Συνοπτικά αυτό που απασχολεί τον Mill είναι ένα πρότυπο ζωής που θα συνδυάζει την καλλιέργεια του εαυτού με την εκτέλεση των υποχρεώσεων προς τους άλλους.

Ο Ωφελιμισμός στοχεύει στην ταύτιση του ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, κάτι που για τον Mill μπορεί να επιτευχθεί στο απώτερο μέλλον μέσω νομοθετικών και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και μέσω της πίεσης που θα ασκεί η κοινή γνώμη. (σελ 48)

Βασική αρχή του Ωφελιμισμού είναι η προώθηση της γενικής ευτυχίας

Αυτοαναφορικές και ετροαναφορικές αριστείες που έχουν καίρια σημασία στη μιλλιανή τελειοκρατεία…

· Πρακτικές Αριστείες: αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμός, αυτοσυγκράτηση, ενεργητικότητα, αυτοδυναμία, ατομικότητα με την έννοια μια αυθεντικής και αυτόνομης πορείας στη ζωή και την τήρηση μιας κριτικής και αναστοχαστικής στάσης στα κελεύσματα του εθίμου και της αυθεντίας.
· Διανοητικές Αριστείες: Αναζήτηση της αλήθειας, ευφυΐα, αποφυγή της μισαλλοδοξίας και του δογματισμού, καλλιέργεια πνευματικών και επιστημονικών ενδιαφερόντων.
· Αισθητικές Αριστείες: Καλλιέργεια όλων των συναισθημάτων, των αισθήσεων και των λειτουργιών που εμπλέκονται στην αισθητική απόλαυση.
· Ετεροαναφορικές Αριστείες: Καλλιέργεια αλτρουισμού καθώς και όλων των διαθέσεων, των στάσεων και των αρετών που είναι σύμφωνες με την αρχή του ωφελιμισμού και οδηγούν στις δέουσες ενέργειες προς τους άλλους.

Το άτομο έχει ηθικές υποχρεώσεις έναντι των άλλων. Οι υποχρεώσεις αυτές συνάγονται από την αρχή της ωφέλειας, σύμφωνα με την οποία οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που τείνουν να προάγουν τη γενική ευτυχία, η οποία ταυτίζεται με την ηδονή και την απουσία πόνου. Βέβαια φροντίζει να διευκρινίσει ότι η θεωρία δεν επιβάλλει ούτε την αυτοθυσία ούτε το να ενεργεί κανείς πάντα έχοντας κατά νου την ευτυχία ολόκληρης της ανθρωπότητας. «…υπάρχει ένα επίπεδο αλτρουισμού στο οποίο απαιτείται να φτάσει ο καθένας και ένα επίπεδο που το υπερβαίνει, η επίτευξη του οποίου δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αξιέπαινη».

Για τον Mill η φροντίδα για τους άλλους δεν πρέπει να καταργεί τη φροντίδα για τον εαυτό και τις ευγενείς ατομικές επιδιώξεις, αφού η τελευταία εκτός από την εγγενή αξία που διαθέτει μπορεί να αποβαίνει και ενισχυτική της πρώτης. (ομοίως… Adam Smith…)

Η αριστεία της Ατομικότητας.
Το άτομο θα πρέπει να αποδεσμευτεί από κάθε χειραγωγική εξωτερική παρέμβαση προκειμένου να καλλιεργήσει ότι καλύτερο διαθέτει εκ φύσεως…
Η τυραννία του εθίμου και της κοινής γνώμης μόνο ανασταλτικά μπορούν να λειτουργήσουν αφού εκείνο που συνήθως επιτάσσουν είναι η πλήρης συμμόρφωση με τα κρατούντα πρότυπα βίου, είτε θρησκευτικά είναι είτε κοσμικά. «όσο πιο αναπτυγμένη είναι η ατομικότητά του (σεβόμενος πάντα τα όρια που θέτουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των άλλων) τόσο πιο πολύτιμο γίνεται το άτομο για τον εαυτό του και συνεπώς πιο πολύτιμο για τους άλλους». Έτσι λοιπόν οι άλλοι (περίγυρος) πρόκειται να ωφεληθούν από την πληρότητα του χαρακτήρα του, αλλά και τα στοιχεία νεωτερισμού και πρωτοτυπίας που καταθέτει. (σελ. 31-32).

Περί εκπαίδευσης… (σελ 26…)
Ο ορισμός που δίνει ο Mill για την εκπαίδευση: Αυτή, περικλείει οτιδήποτε κάνουμε για τον εαυτό μας και οτιδήποτε κάνουν οι άλλοι για εμάς, με τον συγκεκριμένο στόχο να μας φέρουν όσο πλησιέστερα γίνεται στη τελειότητα της φύσης μας.

Mill.. «αξίζει να τους εκπαιδεύσουμε (τους ανθρώπους) να αισθάνονται ως επιλήψιμα αλλά και υποτιμητικά όχι μόνο το σφάλμα και την πραγματική κακία αλλά και την απουσία ευγενών στόχων και επιδιώξεων»

Κατά τον Mill η εκπαίδευση υποδιαιρείται:
Ηθική: Παρέχεται από την οικογένεια και όταν έχει σωστή δομή, μπορεί να αποτελέσει σχολείο αρετής. Το σχολείο και το Πανεπιστήμιο μας πληροφορεί για τις διάφορες ηθικές αντιλήψεις και μας παρέχει τον κατάλληλο μεθοδολογικό εξοπλισμό προκειμένου να βρούμε μόνοι μας απαντήσεις στα ηθικά ερωτήματα.
Διανοητική: Η εκπαίδευση αυτή θα πρέπει να αποσκοπεί στην ετοιμασία ατόμων που θα αναζητούν μεθοδικά την αλήθεια. Ατόμων που δεν θα αρκούνται στη συσσώρευση πληροφοριών αλλά θα κινούνται και σε ένα ανώτερο επίπεδο αναστοχασμού των γνώσεων που αποκτούν.
Αισθητική: Η εκπαίδευση αυτή είναι υπάλληλη των δύο πρώτων. Είναι όμως απαραίτητη για την ¨ολοκλήρωση του ανθρώπου¨. Στόχος της είναι να καλλιεργήσει τα αισθήματα του ατόμου και διαμέσου της τέχνης και της ποίησης να τον καταστήσει ικανό να αναγνωρίζει και να απολαμβάνει το ωραίο. Η τελειότητα του έργου τέχνης δεν είναι αποκομμένη από τη ζωή μας, αλλά μας προκαλεί να υπερβαίνουμε διαρκώς τον εαυτό μας και ως προς τον χαρακτήρα και ως προς τα έργα μας (τη δράση μας).

Σχετικά με τη μορφή πολιτικής διακυβέρνησης:
Για τον Mill το πολίτευμα επηρεάζει τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Ένα δεσποτικό καθεστώς καθιστά τους ανθρώπους παθητικούς και ανενεργούς και τους στρέφει προς την ικανοποίηση μόνο των υλικών συμφερόντων τους.
Ακόμα και στη περίπτωση που ένας φωτισμένος δεσπότης επιχειρήσει να μορφώσει τους υπηκόους του, αυτή η προσπάθειά του δεν θα αποβλέπει σε τίποτα άλλο από το να τους καταστήσει υπάκουους και αδιάφορους ως προς την άσκηση και την ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους. (σελ.38)
Ιδανικό πολίτευμα-που συμβάλει στην ορθή διαμόρφωση του χαρακτήρα- είναι ένας συνδυασμός αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας. (σελ.38)
Η συμμετοχή στα κοινά είναι διττά επωφελείς:
Α. γιατί έχει ένα ρητά επιμορφωτικό χαρακτήρα
Β. γιατί βελτιώνει τις ηθικές δυνάμεις των συμμετεχόντων (σελ.39)

Σχετικά με τον στρατό:
Υποστηρίζει τη δημιουργία ενός εφεδρικού στρατού επικαλούμενος μεταξύ άλλων και το επιχείρημα ότι οι μόνιμοι στρατιώτες καθίστανται αργόσχολοι, καθώς πολύ σπάνια έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν τη στρατιωτική τέχνη. (σελ.37)

Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι προσιτή για τον κάθε άνθρωπό;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι αν δεν αντιλαμβανόμαστε την ευτυχία ως μια κατάσταση εκστατικής μακαριότητας που διαρκεί όσο και η ζωή μας, η ευτυχία είναι προσιτή σχεδόν για τον καθένα. Επισημαίνει ότι ο πλέον ασφαλής τρόπος να κατακτήσει κανείς την εφικτή για αυτόν ευτυχία είναι να μην την επιδιώκει συνειδητά. (σελ. 48)

Άλλες παρατηρήσεις της θεωρία του Mill…
- Εκείνο που η θεωρία ζητάει από τους δρώντες είναι να ενεργούν με πρόθεση να ωφελήσουν τον στενό κύκλο τους με τρόπο που δεν είναι επιβλαβής για το κοινωνικό σύνολο.
- Οι συνέπειες των πράξεων και όχι ο χαρακτήρας των δρώντων έχει σημασία. Ο χαρακτήρας των ανθρώπων κρίνεται από τις πράξεις τους. (σελ.48)
- Ο κανόνας που επιβάλει την αληθολογία δεν μπορεί να παρακάμπτεται για να αποκτηθεί κάποιο περιστασιακό ωφέλημα, γιατί διαφορετικά θα αναιρούνταν η αξιοπιστία των λόγων μας, που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ευτυχία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Σε αυτό τον κανόνα υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις (με κριτήριο πάντα τη γενική ωφέλεια) οι οποίες, ωστόσο, θα πρέπει να καθοριστούν εκ των προτέρων. (σελ. 49)
- Η αρετή ενώ αρχικά θεωρείτο μέσο για την επίτευξη της ευτυχίας και την αποφυγή του πόνου, σταδιακά λόγω της συνειρμικής σύνδεσης με το αντικείμενό της άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως ένα «αύταρκες αγαθό». Η διαδικασία αυτή ως είναι η ίδια που συνέβη και με άλλες ανθρώπινες επιθυμίες, όπως τη φιλαργυρία και τη φιλαρχία. Έτσι η αρετή μεταμορφώθηκε από μέσο σε στοιχείο της ευτυχίας. (σελ.53)

Για την ηθική φιλοσοφία εκείνο που είχε πρωτίστως σημασία ήταν οι υποχρεώσεις προς τους άλλους και ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους (-και όχι ένα πρότυπο αυτοπραγμάτωσης που θα όφειλε ο καθένας να ακολουθήσει, όπως κυρίως προτείνει η μιλιανή τελειοκρατία-).

Τελειοκρατία (Perfectionism)
Με τον όρο αυτό εννοούμε το σύνολο των ετερογενών ηθικών θεωριών και θεωρήσεων που έχουν κοινό σημείο τους την πρόταξη ενός προτύπου ατομικής τελείωσης.

Διακρίσεις, ανάλογα με:
1. το αν οι προβαλλόμενες αριστείες είναι επιτεύξιμες από τους λίγους ή τους πολλούς.
i. Αριστοκρατικά τελειοκρατικά πρότυπα
ii. Εξισωτικά τελειοκρατικά πρότυπα

2. τον βαθμό λεπτομέρειας και αυστηρότητας που τα διέπει
i. Περίκλειστα (πολύ κλειστά –αυστηρά- π.χ. μοναχός, Σαμουράι
ii. Ημίκλειστα (Αριστοτελική ηθικήà να τηρούνται κάποιες ηθικές και διανοητικές αρετές )
iii. Ανοικτά πρότυπα (δεν υπάρχει ένα κοινό για όλους πρότυπο).

1.i. Αριστοκρατικά πρότυπα
(α).Πλάτωνας (Πολιτεία) … οι πολλοί θα πρέπει να πειστούν για την ανωτερότητα των φυλάκων μέσω της διάδοσης του μύθου ότι οι θεοί, τους έχουν πλάσει από χρυσό και όχι από ευτελέστερα μέταλλα όπως τους υπολοίπους.
(β). Nietzcshe (1975, σ.318) … το πλήθος δεν είναι για τον ανώτερο άνθρωπο παρά «δηλητηριώδεις μύγες» από τις οποίες πρέπει να απαλλαγεί το ταχύτερο δυνατό. «Ανώτεροι άνθρωποι –λέει ο όχλος κλείνοντας το μάτι με σημασία- δεν υπάρχουν ανώτεροι άνθρωποι, είμαστε όλοι ίσοι, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, ενώπιον του θεού –είμαστε όλοι ίσοι!
»ενώπιον του θεού! Αλλά τώρα αυτός ο θεός έχει πεθάνει. Ενώπιον του όχλου δεν θέλουμε να είμαστε ίσοι. Ανώτεροι άνθρωποι εγκαταλείψτε την αγορά!»
1.ii. Εξισωτικά πρότυπα
Ο αγαθός βίος συνίσταται στην αναγνώριση της αξίας απλών καθημερινών πραγμάτων, προσιτών σχεδόν σε όλους, όπως: Η υγεία, οι φιλικές και ερωτικές σχέσεις, η πραγματοποίηση κάποιων εύλογων στόχων, οι ευχάριστες και ενδιαφέρουσες εμπειρίες και η στοιχειώδης κατανόηση του φυσικού και κοινωνικού μας περιβάλλοντος. Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί με την κατάλληλη άσκηση να κατακτήσουν τον αγαθό βίο.


15 Μαρ 2008

Πανεπ/κες Σημειώσεις Πολιτικής Οικονομίας

Τύποι Νομιμοποιημένης Εξουσίας

Παραδοσιακή Εξουσία
Νομική – Γραφειοκρατική – Ορθολογική Εξουσία
Χαρισματική

Οι τύποι αυτοί είναι ιδεατοί. Δεν βρίσκονται αυτούσιοι στην πράξη. Εμφανίζονται, στην πράξη μίξη αυτών.
νομιμοποιημένο = που έχει την γενική αποδοχή
νόμιμο = που είναι σύμφωνο με τον νόμο

1. ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Αρχή: Υποταγή του πλήθους σε ένα πρόσωπο λόγω παράδοσης (π.χ. Αρχηγός φυλής, Πατέρας στην οικογένεια, Παπάδες σε χωριά, Μαφιόζοι, Φεουδάρχες)

Η παραδοσιακή εξουσία εμφανίζεται συνήθως εκεί που ΔΕΝ είναι οικονομικά αναπτυγμένη η αγορά

Στην παραδοσιακού τύπου εξουσία ΔΕΝ υπάρχουν:
- αρμοδιότητες που υπόκεινται σε κάποιους κανόνες.
- Θεσμοθετημένα καθήκοντα
- Δεν υπάρχει ιεραρχία
- Δεν υπάρχει σύστημα προαγωγών που στηρίζεται σε ορθολογικές μεθόδους (κάποιο σύστημα αξιολόγησης)
- Δεν υπάρχει τεχνική κατάρτιση
- Δεν υπάρχει η έννοια του σταθερού μισθού. Ο ηγέτης ανταμείβει με δώρα.

Υποκατηγορίες του παραδοσιακού τύπο εξουσίας
Α. Γεροντοκρατία
Β. Πατριαρχία


2. ΝΟΜΙΚΗ – ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΗ – ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Παράδειγμα : το σύγχρονο κράτος, ο στρατός, Η δημόσια διοίκηση, Τριτοβάθμια ιδρύματα.

Χαρακτηριστικά:
- Ύπαρξη επίσημου οργανισμού ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή και αδιάκοπη λειτουργία
- Οργάνωση διοικητικού οργανισμού και καθορισμός δραστηριοτήτων κατά τομέα λειτουργίας.
- Υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των παραγόντων του οργανισμού
- Εξειδικευμένο προσωπικό
- Πλήρης διαχωρισμός του διοικητικού προσωπικού από το ιδιοκτησιακό καθεστώς.
- Αποκλείεται η μόνιμη κατάληψη θέσης
- Υπάρχει γραπτό δίκαιο
- Τακτική μισθοδοσία (σε χρήμα και όχι σε είδος)

3. ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Χάρισμα = εξαιρετικές ιδιότητες της ανθρώπινης προσωπικότητας που κάνουν τον φορέα τους να θεωρείται ότι κατέχει υπερφυσικές – ασυνήθιστες ικανότητες.
Η χαρισματικού τύπου εξουσία συνήθως εμφανίζεται σε στιγμές κρίσης. Παράδειγμα χαρισματικών ηγετών, Χριστός, Χίτλερ, Ανδρέας Παπανδρέου.

ΚΡΑΤΟΣ
Κύρια συστατικά Κράτους
- Έδαφος (σύνορα)
- Άνθρωποι
- Διοίκηση

Ορισμός: Αυτόνομος πολιτειακός οργανισμός, εντός ενός γεωγραφικά καθορισμένου χώρου, με ορισμένη κεντρική διοίκηση (εξουσία), ικανή να συλλέγει φόρους να στρατολογεί πολίτες και να επιβάλλει την εφαρμογή των νόμων.

Γένεση του Κράτους: Στις αγροτικές κοινωνίες εμφανίζεται αρχικά η αγορά (με την έννοια της εθελούσιας ανταλλαγής προϊόντων). Οι αγορές δημιουργούν ενώσεις και αυτές με τη σειρά τους κοινωνίες. Η άθροιση κοινωνιών οδηγούν στη γέννηση του κράτους.

Το κράτος προκύπτει είτε: - Με την εθελοντική ένωση πολλών κοινοτήτων ανθρώπων
είτε - Ως προϊόν έξωθεν καταναγκασμού για ένωση.

· Το κράτος ως προϊόν εθελοντικής ένωσης
Βασικοί πολιτικοί θεσμοί κατά την ίδρυση του κράτους
1. Νομοθετικό σώμα
2. Εκτελεστικό σώμα
3. Δικαστικό σώμα
4. Καταναγκαστικός μηχανισμός (τιμωρεί αυτούς που εκ-φεύγουν των νόμων)

· Το κράτος ως προϊόν καταναγκασμού
Βασικοί τύποι θεσμών κατά την ίδρυση του κράτους
1. Νομιμοποίηση (στέμμα)
2. Κατασταλτικός (θεσμοί που εφαρμόζουν τις αποφάσεις του ηγέτη)
3. Επίλυση διαφορών που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της εξουσίας
4. Προλαμβάνει και καταστέλλει αυτούς που επιβουλεύονται την εξουσία του

Σύμφωνα με τον Weber¨Τα σύγχρονα κράτη είναι προϊόν καταναγκασμού¨

ΚΥΡΙΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
Α. Φεουδαρχία (7ος – 15ος )
Β. Απόλυτη Μοναρχία (Απολυταρχία)
Γ. Συνταγματική Μοναρχία
Δ. Φιλελεύθερη Δημοκρατία

Α+ Β = Αγροτικά Οικονομικά Συστήματα
Γ + Δ = Καπιταλιστικά Οικονομικά Συστήματα.

Πριν το Φεουδαρχικό σύστημα, όλα τα συστήματα ήταν ΔΟΥΛΟΚΤΗΤΙΚΑ.

Η Φεουδαρχία είναι οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Ως οικονομικό σύστημα προηγείται του καπιταλιστικού συστήματος.

Α. ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ
Βασική Αρχή : Ελάχιστοι άνθρωποι ελέγχουν μεγάλες εκτάσεις γης. Η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι άκληροι (χωρίς δική τους γη).

Οι σχέσεις στη Φεουδαρχική πολιτειακή οργάνωση είναι
· Ιεραρχικές
· Προσωπικές
· Αμοιβαία δεσμευτικές

Η ιεραρχία στη Φεουδαρχία έχει ως εξής;
Θεός – Βασιλιάς – Ευγενής (Φεουδάρχες) – Δουλοπάροικοι

Οι υποτελείς (φεουδάρχες) αναλαμβάνουν την διοίκηση των Φέουδων με την υποχρέωση να συνδράμουν πολεμικά τον βασιλιά σε περίπτωση πολέμου. Στο Μεσαίωνα δεν υπάρχει η έννοια της ιδιοκτησίας.
Νομιμοφροσύνη – Υποταγή – Στρατιωτική βοήθεια. Αυτό έδιναν οι δουλοπάροικοι στους φεουδάρχες και αυτοί με την σειρά τους στο βασιλιά. (οι δουλοπάροικοι «πλήρωναν» στον φεουδάρχη «γεωπρόσοδο»)

Βασικό ζητούμενο της εποχής είναι η προστασία. Οι δουλοπάροικοι αφενός, αισθάνονται ασφάλεια με το καθεστώς της Φεουδαρχίας και αφετέρου δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, για τους λόγους αυτούς η Φεουδαρχία κράτησε τόσους αιώνες (7ος – 15ος )

Η Φεουδαρχία τελειώνει λόγω της ανάπτυξης των πόλεων. Οι πόλεις με τη σειρά τους γεννούν τις συντεχνίες.
ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ= κλειστά συστήματα ομοτέχνων (ιεραρχικές σχέσεις: masters – τεχνίτες – μαθητευόμενοι )

Β. ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ (16ος αιώνας)

Η αυτόνομη πόλη δημιουργεί:
- Την ανάγκη δημιουργίας μεγάλων στρατών
- Την ανάγκη ενιαίας διοίκησης

Κλασική περίπτωση απολυταρχίας αποτελεί η Γαλλία τον 16ο αιώνα

Γ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ (έτος ορόσημο 1789 Γαλλική επανάσταση)

Η άνοδος της αστικής τάξης επιφέρει την απαίτηση για σύνταγμα που να περιορίζει την εξουσία του μονάρχη. Ουσιαστικά μπαίνουν κανόνες στην διακυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνταγματικής μοναρχίας αποτελεί η Αγγλία του 18ου . Η Αγγλία άλλωστε ήταν και το πρώτο κράτος στο οποίο στοιχειοθετήθηκε η έννοια του συντάγματος. (Το 1215 μ.Χ. ένα πρωτόγονο συνταγματικό κείμενο η Magna carta οδηγεί στο κοινοβούλιο μεσαιωνικού τύπου που ελέγχει τον μονάρχη)

Δ. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (18ος – 19ος αιώνας)

Παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή.
- Κοινοβούλιο
- Ανεπτυγμένη κοινωνία
- Εκλογές

Αρχικά δικαίωμα ψήφου δεν είχαν όλοι. Είχαν μόνο οι άνδρες, με σημαντική περιουσία, που είχαν ηλικία 30 με 35 ετών και ήταν μορφωμένοι. Ο θεσμός της καθολικής ψηφοφορίας ξεκίνησε να υιοθετείται από τον 19ο αιώνα.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

1821 – 1843 : Απόλυτη μοναρχία (Όθωνας)
1843 – 1974 : Συνταγματική μοναρχία (ο Όθωνας έδωσε σύνταγμα το 1843)
1974 – σήμερα: Με το δημοψήφισμα του 1974 ψηφίστηκε η Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία

Στην Ελλάδα για πρώτη φορά ψήφισαν οι γυναίκες το 1952


ΚΟΙΝΩΝΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ

Η κοινωνία εμφανίζεται ως έννοια την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας (περίπου 18ος αιώνας).
Η κοινωνία «δημιουργείται» με την ανάπτυξη της αστικής τάξης. Η ανάπτυξή της οφείλεται:
1. Στην αποκρυστάλλωση των αιτημάτων προς την κρατική εξουσία. (απελευθέρωση και άνοιγμα των αγορών, μικρότερη φορολογία)
2. Εγκαθίδρυση δημόσιου χώρου.

Η κοινωνία προϋποθέτει ως προς το κράτος:
1. Θεσμική ανεξαρτησία από την κρατική εξουσία
2. Εσωτερική διαφοροποίηση των μελών της κοινωνίας.
Οι δύο αυτοί παράγοντες είναι γενεσιουργές αιτίες κοινωνικών συγκρούσεων.

Κοινωνικές τάξεις: Συλλογικές ομάδες που δεν ορίζονται με βάση το style ζωής αλλά με βάση την θέση των μελών τους στην παραγωγική διαδικασία.
Κεφαλαιοκράτες
Προλετάριοι : η πρώτη τάξη που αναπτύσσεται και έχει συνοχή (proles). Ο προλετάριος είναι προϊόν της Βιομηχανικής επανάστασης (περίπου το 1770)

Η ενότητα των κοινωνικών τάξεων οφείλεται στα κοινά συμφέροντα που υπάρχουν μεταξύ των μελών των τάξεων, αλλά και στον ανταγωνισμό μεταξύ των τάξεων.




ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ – ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Οι επαναστάσεις τροφοδοτούν διαιρετικές τομές και αυτές γεννούν τα πολιτικά κόμματα.
Επαναστάσεις: - Εθνικές επαναστάσεις (Γαλλική 1789, Ρωσική 1917…)
- Βιομηχανική επανάσταση

Οι εθνικές επαναστάσεις προκαλούν τις εξής διαιρετικές τομές:
Κράτος / Εκκλησία
Κέντρο / Περιφέρεια

Η βιομηχανική επανάσταση προκαλεί τις εξής διαιρετικές τομές:
Αγροτική γη / βιομηχανία (ύπαιθρος / πόλη)
Ιδιοκτήτης / εργάτης (κεφαλαιοκράτης / προλετάριος)

Τα πολιτικά κόμματα που συστήνονται λόγω των διαιρετικών τομών:
Αγροτικά κόμματα, Αστικά κόμματα, Σοσιαλδημοκρατικά, Θρησκευτικά κόμματα, Κοσμικά κόμματα, Εθνικά κόμματα, Αποσχιστικά κόμματα.

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Κόμμα αποτελεί οποιαδήποτε πολιτική ομάδα με ορισμένο σήμα που προσέρχεται σε εκλογές προτείνοντας τους δικούς της υποψηφίους για να αναλάβουν δημόσια αξιώματα.
Τα πολιτικά κόμματα:
· Εκφράζουν κοινωνικά αιτήματα
· Αντιπροσωπεύουν κοινωνικά συμφέροντα
· Μεταφέρουν μηνύματα – κοινωνικά αιτήματα στη κρατική εξουσία

Τα κόμματα αντανακλούν τις διαιρέσεις που υπάρχουν στην κοινωνία.

Στάδια ανάπτυξης των σύγχρονων κομμάτων (Ιδεατοί τύποι).

Α. Αστικά κόμματα (κόμματα στελεχών ή κόμματα Elite ή κόμματα προεστών)
Τα πρώτα κόμματα συμπίπτουν με την ανάπτυξη του φιλελεύθερου κράτους (τέλος 18ου – 19ος ).
Διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το έθνος και τους πολίτες του. Κυριαρχεί η έννοια του εθνικού συμφέροντος. Βέβαια η έννοια του εθνικού συμφέροντος ταυτίζεται με το συμφέρων της αστικής τάξης, μιας και τα πρώτα κόμματα προέρχονται από τους αστούς.
Κύρια χαρακτηριστικά :
1. Δεν έχουν οργάνωση.
2. Δεν έχουν ιδεολογία όπως τα κόμματα του 20ου αιώνα. Ο προσανατολισμός τους είναι εμπειρικός με γνώμονα το εθνικό συμφέρων. Κύριοι τομείς ενδιαφέροντος είναι οι διεθνείς σχέσεις και η παγκόσμια οικονομία, η τήρηση του νόμου και της τάξης στο εσωτερικό.
3. Έχουν δεσμούς πατρωνίας (πελατειακές σχέσεις).

Οι σχέσεις του κόμματος με την κοινωνία είναι φεουδαλικού τύπου:
- Ιεραρχικές (Κομματικός αρχηγός – Τοπικοί άρχοντες – Οικογένειες)
- Προσωπικές
- Αμοιβαία δεσμευτικές

Β. Μαζικά κόμματα (ή κόμματα των μαζών) τέλος 19ου αρχές 20ου αιώνα

Η καθολική επέκταση του δικαιώματος της ψήφου στους άρρενες πολίτες, η εκβιομηχάνιση, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος και η Ρωσική επανάσταση (1917) διευκόλυναν την ανάπτυξη των μαζικών κόμματων.

Διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και τα μέλη της (πχ τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης).
Καταργείται η έννοια του εθνικού συμφέροντος και αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων, μιας και αντιπροσωπεύουν συμφέροντα που εκ φύσεως είναι αντικρουόμενα για κάθε τάξη.
Κύρια χαρακτηριστικά :
1. Πολύ καλή εσωκομματική οργάνωση. Δημιουργούν μεγάλες και πειθαρχημένες οργανώσεις με έντονη κινητοποίηση των κομματικών μελών. Υπάρχει ιεραρχία κάθετα διατεταγμένη. (Σημαντικός ο ρόλος των μικρών και μεσαίων στελεχών)
2. Είναι ιδεολογικά κόμματα. «Ταξική» ιδεολογία ταγμένη στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων ορισμένης τάξης. Χαρακτηρίζεται από λεπτομερή θεωρητική κατάρτιση και υψηλή ιδεολογική φόρτιση. Έντονα τελεολογικός χαρακτήρας.

Γ. Πολυσυλλεκτικά κόμματα (’60 και κατόπιν)

Η ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων, η μείωση της «ταξικότητας» της ψήφου καθώς και η ανάπτυξη των Μ.Μ. Ενημέρωσης, η επέκταση του κράτους πρόνοιας και ο καταναλωτισμός διευκόλυναν την ανάπτυξή τους.

Διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των πολιτών. Η έννοια του «μέσου ψηφοφόρου». Θεωρούν ότι τα γενικά συμφέροντα ΔΕΝ είναι ταξικά προσδιορισμένα ούτε σταθερά και αμετάβλητα.
Κύρια χαρακτηριστικά :
1. Περιορισμένη και χαλαρή εσωτερική οργάνωση. Δίνουν μεγάλη βάση στην πολιτική διαφήμιση και στην προβολή τους από τα ΜΜΕ. Ο ρόλος των μικρο-μεσαίων στελεχών είναι περιορισμένος προς όφελος του κομματικού αρχηγού.
2. Η ιδεολογία αποκτά δευτερεύοντα ρόλο. Τα κομματικά προγράμματα έχουν έντονο εμπειρικό (πρακτικό) χαρακτήρα. Συχνά ο κομματικός αρχηγός εμφανίζεται να έχει μεγαλύτερη αξία από το πρόγραμμα.

Τα πολυσυλλεκτικά κόμματα απευθύνονται κυρίως στη μεσαία τάξη.


ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: Συστήματα αναφορών και αξιών τα οποία επικαλούνται οι πολιτικοί σχηματισμοί.

Κύριοι ιδεολογικοί τύποι:
- Φιλελεύθερη ιδεολογία
- Συντηρητικά κόμματα, Άκρα δεξιά
- Χριστιανοδημοκρατικά
- Σοσιαλιστικά κόμματα
- Κομουνιστικά
- «Χωρικά κόμματα» (τοπικά), οικολόγοι
ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Ορισμός:Σύστημα σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των κομμάτων.

«Το σύνολο των κομμάτων που βρίσκονται σε συνθήκες διαντίδρασης στα πλαίσια ενός δεδομένου πολιτικού συστήματος» (Monica και Jean Charlot)

Το κομματικό σύστημα προσδιορίζεται:
1. Αριθμός των κομμάτων
2. Κομματικό ανταγωνισμό (πολωμένος, μετριοπαθείς)

Κομματικά συστήματα
i. Μονοκομματικά
ii. Δικομματικά
iii. Πολυκομματικά

i. Μονοκομματικά συστήματα
α) Υπάρχει ένα και μοναδικό κόμμα στο κράτος (πχ. Σοβιετική Ένωση, Κίνα, Ναζί στη Γερμανία)
β) Υπάρχει ένα κύριο κόμμα που είναι στην εξουσία και υπάρχουν δύο ή τρία πολύ μικρά τα οποία δεν δημιουργούν αντιδράσεις – εντάσεις – προβλήματα στο κόμμα εξουσίας (ηγεμονικό κόμμα).
γ) Μονοκομματικό με κυρίαρχο κόμμα (δεσπόζον). Δεν έχουμε αλλαγή στο κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία για τουλάχιστον τέσσερις (4) συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. (πχ. Μεγάλη Βρετανία, οι Συντηρητικοί από το 1979 έως το 1992 όπου κέρδισαν σε τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις)
το (α) και το (β) το συναντάμε σε μη δημοκρατικά πολιτικά συστήματα.

ii. Δικομματισμός
Δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των κομμάτων που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, αλλά με το ότι δύο κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία χωρίς τη συμμετοχή ή τη συνδρομή τρίτων κομμάτων.

Παράδειγμα δικομματισμού, Αγγλία (συντηρητικοί, εργατικοί), Η.Π.Α. (δημοκρατικοί, ρεμπουπλικάνοι).

iii. Πολυκομματικά συστήματα.
α) Με περιορισμένη πόλωση (Κεντρομόλα πολυκομματικά συστήματα). Χαρακτηριστικό του συστήματος αυτού είναι η περιορισμένη ιδεολογική απόσταση μεταξύ των βασικών κομμάτων. Υπάρχει μικρός κομματικός ανταγωνισμός και κατά βάση λίγα κόμματα. Παράδειγμα αποτελεί η σύγχρονη Γερμανία (τρία – τέσσερα βασικά κόμματα: σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοδημοκράτες, φιλελεύθεροι, πράσινοι)
β) Με έντονη πόλωση. Χαρακτηριστικό του συστήματος αυτού είναι ο έντονος κομματικός ανταγωνισμός. Υπάρχει μεγάλος αριθμός κομμάτων που καλύπτουν όλο το ιδεολογικό φάσμα. Συνήθως υπάρχουν πάνω από πέντε (5) κόμματα και συμμετέχουν στις εκλογές και αντισυστημικά κόμματα.

Τα μικρά κόμματα είναι σημαντικά όταν πληρούν ένα εκ των δύο χαρακτηριστικών
1. Δυνατότητα κυβερνητικής συνεργασίας
2. Δυνατότητα εκφοβισμού

Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ποιοτικά και όχι ποσοτικά. Η συγκυρία των εκλογικών αποτελεσμάτων μπορεί να τα καθιστά απαραίτητα για τον σχηματισμό κυβέρνησης με κάποιο από τα κόμματα που δεν κέρδισε την απαιτούμενη πλειοψηφία.

Διαιρέσεις και Πολιτική
1. Ταξικές διαιρέσεις
2. Θρησκευτικές διαιρέσεις
3. Εθνικο-εδαφικές διαιρέσεις

Κοινωνικές Τάξεις και Πολιτική: Ο πολιτικός προσανατολισμός επηρεάζεται έντονα από τις κοινωνικο-οικονομικές μονάδες ένταξης.
Αναφορές:
Γαλλία (1981): το 65% των εργατών ψήφισε F. Mitterrand
το 35% των εργατών ψήφισε Giscard d’ Estaing
Γαλλία (1978): το 74% των αγροτών αυτό-τοποθετούνται ΔΕΞΙΑ
το 26% των αγροτών αυτό-τοποθετούνται ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Μ. Βρετανία: Από της αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1950 η ψήφος είχε έντονο ταξικό χαρακτήρα. Από το ’50 και έπειτα ο χαρακτήρας αυτός αποδυναμώθηκε.

Θρησκεία και Πολιτική: - σχέσεις εκκλησίας – κράτους
- σχέσεις εκκλησίας - κοινωνίας
- θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες

Χώρος και Πολιτική: Στην Ευρώπη το Κράτος-Έθνος συγκροτήθηκε με βάση συγχωνεύσεις κοινωνιών ετερογενών σε ότι αφορά στην εθνότητα, τη γλώσσα ή τη θρησκεία.
…τα κράτη που συντίθενται από πολλές εθνότητες διαλύονται εκ των ένδον…

Τα κόμματα των μειοψηφιών: Η οργάνωση των κομμάτων με αποκλειστικό στόχο τη διεκδίκηση της εθνικής αυτονομίας μπορεί δυνητικά να αποβεί καταστρεπτική για το κράτος (Ιρλανδικά αυτονομιστικά κινήματα στη Μ. Βρετανία)

Ομοσπονδιοποίηση των εθνικών κομμάτων: Το φιλελεύθερο κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι οργανωμένο ως ομοσπονδία τεσσάρων διακριτών και σχεδόν αυτόνομων κομμάτων που εκπροσωπούν τις τέσσερις εδαφικές ενότητες της χώρας, την Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκωτία, Β. Ιρλανδία.

3 Μαρ 2008

Cyprus Problem

Ιούνιος 2003
Το Κυπριακό παίγνιο.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), μετά από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη (Ελλάδα – Κυπριακή Δημοκρατία, Τουρκία – Ραούφ Ντενκτάς), κατέθεσε στις 11/11/2002, μέσω του γ.γ. του Οργανισμού (κ. Κόφι Αναν), σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού.
Ο Ο.Η.Ε. έθεσε ως κύριο όρο, την άπαξ αποδοχή ή απόρριψη (Take it or leave it)[1] του σχεδίου ως συμφωνία – πλαίσιο για τη συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης. Το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της διαδικασίας προέβλεπε :

i. Υπογραφή της συμφωνίας – πλαίσιο, έως τις 12/12/2002 (ημερομηνία διεξαγωγής της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., στη Κοπεγχάγη, με κύριο αντικείμενο την διεύρυνσή της και συνεπακόλουθα την “καθαρή” ή υπό όρους ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας).
ii. Διασαφήνιση των λεπτομερειών επίλυσης –με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο κοινοτήτων– έως τον Φεβρουάριο του 2003.
iii. Επικύρωση του σχεδίου με δημοψηφίσματα και στις δύο κοινότητες τον Μάρτιο του 2003.

Ανασκαλεύοντας την ουσία του διλήμματος, διαπιστώνουμε ότι η κρισιμότερη απόφαση που θα έπρεπε να πάρουν οι δύο κοινότητες, έως τις 12/12/2002, εστιάζει στην αποδοχή ή απόρριψη του σχεδίου ως βάση επίλυσης, χωρίς τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των προτάσεών του στα κρίσιμα ζητήματα, αλλά με δυνατότητα διευθέτησης θεμάτων δευτερευούσης σημασίας και πάντα στη βάση της συν-αποδοχής.

Δύο ημέρες μετά την κατάθεση του σχεδίου Ανάν, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση καθιστούν σαφή τη θέση τους και δηλώνουν την αποδοχή του, ως βάση διαπραγμάτευσης[2]. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση εκφράζει απερίφραστα την έντονη αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού και την επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων.

Εν αναμονή της δημοσιοποίησης της θέσης (στρατηγική που θα ακολουθούσε) της τουρκοκυπριακής πλευράς, ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο θα την επέλεγε, λαμβάνοντας ως δεδομένα :

Η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, μέσω μιας αντικειμενικά δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, κάτι που θεωρούν ότι διασφαλίζεται -εκ προοιμίου- από το κύρος του Ο.Η.Ε.
Η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά ΔΕΝ επιθυμούν την επίλυση του κυπριακού. (Ορθότερο θα ήταν να δεχτούμε ότι ο Ρ. Ντενκτάς και ο παρασκηνιακός του εντολέας –το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας- δεν επιθυμούν επίλυση, μιας και η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη πιθανών να διαφοροποιήσει την στάση της. Βέβαια το εν δυνάμει διαφοροποιημένο λαϊκό αίσθημα των τουρκοκυπρίων, ελάχιστα θα συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής απόφασης του ηγέτη ενός αυταρχικού καθεστώτος).
Η απόρριψη της όποιας πρότασης του Ο.Η.Ε., από την πλευρά των Τούρκων θα επιδιώξουν να γίνει με κομψό τρόπο ώστε να μην αποκαλυφθεί η αδιαλλαξία και η απροθυμία τους για την επίλυση του προβλήματος. Η συγκάλυψη της αδιαλλαξίας άλλωστε, συμβαδίζει με το επιμύθιο του σύγχρονου ευρωπαϊκού προφίλ που μεθοδικά υφαίνει η τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να επιτύχει την ένταξή της στην Ε.Ε.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κυρίαρχο κράτος και το ψευδοκράτος του Ντενκτάς συμπεριφέρεται ως τέτοιο και έτσι το δικαίωμα της διατήρησης του υφιστάμενου status quo είναι δεδομένο (δηλ. μπορούν να απορρίψουν το σχέδιο χωρίς άμεσα ορατές και προσδιορίσιμες κυρώσεις).

Αναλύοντας τα δεδομένα διαπιστώνουμε ότι ο επιδιωκόμενος στόχος της τουρκοκυπριακής πλευράς είναι ευκολότερα υλοποιήσιμος με μοναδικό, ίσως, επίπεδο δυσκολίας τη διακριτική συγκάλυψή του.
Αθήνα και Λευκωσία, αντίθετα, θα πρέπει να εξαντλήσουν κάθε αλτρουιστικής προέλευσης διπλωματικό μέσο, προκειμένου να εξασθενίσουν την τουρκοκυπριακή αδιαλλαξία και εμμονή στη διατήρηση του status quo. Γνωρίζοντας την δυσκολία επίτευξης του μείζονος στόχου, ως ελάσσων αλλά αρκούντως ελκυστικός, προβάλει αυτός της εξόφθαλμης ανάδειξης της τουρκοκυπριακής αδιαλλαξίας στον πλέον νομιμοποιημένο (με την έννοια της γενικής αποδοχής) διεθνή Οργανισμό.

Σύμφωνα με τα δεδομένα, οι απολαβές που προκύπτουν για κάθε πλευρά, σε σχέση με τη στρατηγική και τους επιδιωκόμενους στόχους, έχουν ως εξής:
-->Το παίγνιο κατατάσσεται στην κατηγορία των παιγνίων μηδενικού αθροίσματος (σταθερού αθροίσματος). Αυτό γίνεται κυρίως λόγο της αναχρονιστικής πολιτικής του Ρ. Ντενκτάς, ο οποίος αντιλαμβάνεται την πολιτική με όρους συγκρουσιακούς που συνηγορούν στο ασυμβίβαστο της αμοιβαίας ωφέλειας. Θέλει να κερδίσει μόνο, ό,τι μπορεί να χάσει η ελληνοκυπριακή πλευρά. Αδιαφορεί για το κέρδος που προκύπτει από πολιτικές προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν όφελος και στις δύο κοινότητες. Έτσι λοιπόν, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να σχεδιάσουν την στρατηγική τους δράση εντός του «γηπέδου» της πολιτικής ιδιοσυγκρασίας του Ρ. Ντενκτάς, παρά το ότι αντιλαμβάνονται την πολιτική με όρους συνεργασίας, σύνεσης, συναίνεσης και αμοιβαίας ωφέλειας (διαφορετικά θα έπαιζαν σε άλλο «γήπεδο»…).

Από τον πίνακα 1, διαπιστώνουμε ότι η κυρίαρχη στρατηγική για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι ο συμβιβασμός με το σχέδιο του Ο.Η.Ε. Η στρατηγική των ελληνοκυπρίων είναι εύκολα προβλέψιμη από τον Ρ. Ντενκτάς. Οι λόγοι όμως για τους οποίους έσπευσαν οι ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για την στρατηγική που θα ακολουθήσουν είναι:

1. Για να επισημοποιήσουν την ειλικρινή πρόθεσή τους για επίλυση του προβλήματος.
2. Για να εκφράσουν την εμπιστοσύνη τους στην ουδετερότητα και την αμερόληπτη πρόταση του ΟΗΕ.
3. Για να τονίσουν την διαφοροποιημένη στρατηγική (συμβιβασμός εναντίων αδιαλλαξίας) που - διαβλέπουν ότι - θα ακολουθήσει η άλλη πλευρά.
4. Για να αποτρέψουν τους Τούρκους από το να «ορθώσουν», αρχικά, συμβιβαστικό στρατηγικό προσανατολισμό -πράγμα που θα προβλημάτιζε την ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη– και που πιθανώς θα ωθούσε την πιεζόμενη από την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση, ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, να συρθούν στη στρατηγική του Μη Συμβιβασμού. Αυτό θα ήταν καταστρεπτικό για την ελληνοκυπριακή πλευρά και ιδανικό για τους Τούρκους. Στη περίπτωση που η ελληνοκυπριακή πλευρά υποσκέλιζε αυτή την παγίδα, τότε ο Ρ. Ντενκτάς θα διαφοροποιούσε την στρατηγική του, κάνοντας κατοπτρική χρήση των επιχειρημάτων, που θα χρησιμοποιούσε η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση, στη προσπάθειά τους να μεταστρέψουν τον ενδοκρατικό αντιπολιτευτικό λόγο. Έτσι τα επιχειρήματα της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης, που θα υπογράμμιζαν τα οφέλη για τα κράτη τους, θα γίνονταν αιτιάσεις από τους Τούρκους για την ανάσχεση της αρχικής τους στρατηγικής.

Η τουρκική ηγεσία με δεδομένη την αποδοχή του σχεδίου (ως βάση διαπραγμάτευσης) από τους ελληνοκύπριους αλλά και την απροθυμία της για επίλυση του κυπριακού, θα προσφύγει στην στρατηγική του ΜΗ Συμβιβασμού. (Ακολουθώντας τη στρατηγική των ελληνοκυπρίων -Συμβιβασμός- θα οδηγούσε την ισορροπία του παιγνίου στο απευκταίο για αυτήν -επίλυση-).

Η προσπάθεια της τουρκικής ηγεσίας να εκλεπτύνει την απροθυμία της, ώστε να μην είναι καταφανής, τορπιλίστηκε από μια σειρά γεγονότων. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν η αποστολή, από τον κ. Κόφι Ανάν, ενός αναθεωρημένου σχεδίου δύο ημέρες πριν τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης, με το οποίο ζητούσε άμεση απάντηση και παρουσία των ηγετών των δύο κοινοτήτων στη Σύνοδο. Ο Ντενκτάς αναγκάζεται να απαντήσει, τουλάχιστον άτυπα, απορρίπτοντας το αναθεωρημένο σχέδιο (10/12/2002) με την επισήμανση: «είναι το ίδιο με το παλιό» και επικαλούμενος λόγους υγείας εισάγεται σε νοσοκομείο της Άγκυρας. Οι κινήσεις του Ντενκτάς είναι φανερό ότι προσβλέπουν στο να μην είναι παρόν στην Σύνοδο Κορυφής στην Κοπεγχάγη και έτσι να απορρίψει (και τυπικά) το σχέδιο, αν όχι με εύσχημο τρόπο τουλάχιστον επικαλούμενος λόγους ανωτέρας βίας.

Η ισορροπία του πίνακα 1, (ο οποίος τελικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει μετατραπεί σε ένα Δέντρο αποφάσεων, μιας και το παίγνιο από ταυτόχρονων κινήσεων, η Ελληνοκυπριακή πλευρά[3] το μετέτρεψε σε διαδοχικών “παίζοντας” πρώτη και “ποντάροντας” στην τακτική first-mover advantage[4]) είναι στο κάτω αριστερό κουτάκι. Με την ισορροπία αυτή η ελληνοκυπριακή πλευρά επιτυγχάνει την δεύτερη καλύτερη, για αυτήν, εκδοχή ενώ η τουρκική την τρίτη καλύτερη.

Για την σύνθεση μιας σφαιρικότερης και περισσότερο ρεαλιστικής απεικόνισης του περιβάλλοντος της διπλωματικής αρένας, εντός τις οποίας εξελισσόταν το παίγνιο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μια κεφαλαιώδους σημασίας πολιτική επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης. Η Αθήνα την περίοδο εκείνη (πριν την Σύνοδο Κορυφής) κατάφερε να αποσπάσει την συναίνεση των εταίρων της στην Ε.Ε. αλλά και της Commission (του προέδρου Ρ. Πρόντι) για την αποσύνδεση του θέματος ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας με αυτό της επίλυσης του κυπριακού. Η αποσύνδεση, καταπόντισε την ακολουθούμενη εκβιαστική στρατηγική της Άγκυρας, η οποία διατυμπάνιζε ότι η στάση της στο Κυπριακό θα εξαρτηθεί άμεσα από την απόσπαση ή μη, ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η επιτυχία αυτή αποδέσμευσε πολλούς βαθμούς διπλωματικής ευελιξίας τόσο για την Αθήνα όσο και για την Λευκωσία.
Επιγενόμενο αυτών ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία, στη Κοπεγχάγη, να διασφαλίσει –κλειδώσει- την ένταξη της στην Ε.Ε., χωρίς όρους και προϋποθέσεις, παρά το ότι ο Ρ. Ντενκτάς απέρριψε το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν.

Β΄ αναθεωρημένο σχέδιο.

Αφού λοιπόν ο στόχος της επίλυσης δεν υλοποιήθηκε, ας δούμε πως χρησιμοποίησε αυτή την κατάσταση ισορροπίας, η ελληνοκυπριακή πλευρά στη συνέχεια :
Έχοντας αποδείξει εμπράκτως τη βούλησή της για συμβιβασμό, ασκεί πίεση στον Ο.Η.Ε. για να προχωρήσει σε κατάθεση, νέας, αναπροσαρμοσμένης πρότασης.

Στο σημείο αυτό η ελληνοκυπριακή πλευρά εμφανίζεται να επιδιώκει επίλυση ακόμα και με μεγάλο κόστος. Έτσι λοιπόν, από τη μία, το ‘σινιάλο’ της ελληνοκυπριακής πλευράς και από την άλλη η απαίτηση των Τούρκων για ευνοϊκότερη πρόταση, θα οδηγήσουν των Ο.Η.Ε. στην β΄ αναπροσαρμογή του αρχικού σχεδίου, με οριακά βελτιωμένη, υπέρ των Τούρκων πρόταση[5] με χρονικό ορίζοντα αποδοχής ή απόρριψης τις 10/3/2003 (Χάγη) .
Στην αναδυόμενη φάση (Χάγη) του σχεδίου και με δεδομένη τη δυνατότητα να ζητήσουν οριακές ρυθμίσεις μετά την αποδοχή της β΄ αναπροσαρμοσμένης πρότασης, ας δούμε το αξιακό σύστημα που θα προσδιορίσει τη στάση των δύο πλευρών (Πίνακας 2).
Στον Πίνακα 2 φαίνονται τα οφέλη των δύο πλευρών, σε σχέση με τις επιδιώξεις τους και τις επιδιώξεις του “αντιπάλου”, ανάλογα με τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν.

Διαπιστώνουμε ότι ο στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς (επίλυση του Κυπριακού) επιτυγχάνεται στα τέσσερα σκιασμένα τετράγωνα.
Η ιεράρχηση των ωφελειών που θα έχει, η ελληνοκυπριακή πλευρά, σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι:

1--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Ελληνοκυπρίων για οριακές βελτιώσεις.
2--> Αποδοχή της πρότασης του Ο.Η.Ε., ως έχει, και από τις δύο πλευρές.
3--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές με αίτημα για οριακές βελτιώσεις και για τις δύο πλευρές (π.χ. χρηματοδότηση από τον Ο.Η.Ε. για θέματα διευθετήσεων και απαλλοτριώσεων).
4--> Αποδοχή της πρότασης και από τις δύο πλευρές, με αίτημα των Τούρκων για οριακές βελτιώσεις.

Στην περίπτωση που ο μείζον στόχος της επίλυσης δεν επιτευχθεί, τα οφέλη ή οι ζημίες για την ελληνοκυπριακή πλευρά ταξινομούνται ως εξής:

5--> Αποκαλύπτεται εξόφθαλμα (στον Ο.Η.Ε.) η τουρκική αδιαλλαξία. Το βάρος της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων μεταφέρεται εξ’ ολοκλήρου στους Τούρκους.
6--> Έντονη οσμή τουρκικής αδιαλλαξίας, όμως μέρος της ευθύνης για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων βαραίνει και την ελληνοκυπριακή πλευρά εξ’ αιτίας της απαίτησης της για ευνοϊκότερες ρυθμίσεις.
7--> Αδιάλλακτη στάση και από τις δύο πλευρές. Η ελληνοκυπριακή πλευρά εκθέτει έμμεσα τον Ο.Η.Ε. για κακή αναθεωρημένη πρόταση.
8--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι ως διαλλακτικοί και πρόθυμοι για συμφωνία.
9--> Αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων, σαφής μομφή προς τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική - υπέρ των Τούρκων – πρόταση και ταυτόχρονα εμφανίζονται οι Τούρκοι να αποδέχονται την πρόταση του Ο.Η.Ε.

Αντίστοιχα για την τουρκική πλευρά, που ο στόχος της είναι η μη επίλυση του Κυπριακού, η ιεράρχηση των ωφελειών ή ζημιών έχει ως εξής:

1--> Πείθει (με τη στρατηγική της) ότι αποδέχεται το σχέδιο και ταυτόχρονα δεν επιλύεται το κυπριακό εξαιτίας της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν, εξ’ ολοκλήρου, Αθήνα και Λευκωσία.
2--> Πείθει ότι είχε πρόθεση να αποδεχτεί την πρόταση με κάποιες οριακές βελτιώσεις. Το κυπριακό δεν επιλύεται λόγω της ελληνοκυπριακής αδιαλλαξίας. Το βάρος του αποτελέσματος το φέρουν Αθήνα και Λευκωσία.
3--> Δεν επιλύεται το κυπριακό, αλλά αφήνει αιχμές προς τον Ο.Η.Ε. για κακή πρόταση. Μέρος της ευθύνης για τη μη επίλυση καρπώνεται και αυτή.
4--> Το κυπριακό δεν επιλύεται και ταυτόχρονα δικαιολογεί την αδιάλλακτη στάση της λόγω τον υπερβολικών απαιτήσεων Αθήνας και Λευκωσίας.
5--> Το κυπριακό δεν επιλύεται. Το κόστος όμως της μη επίλυσης είναι μεγάλο γιατί διαπιστώνεται η αδιαλλαξία τους και ταυτόχρονα μέμφονται τον Ο.Η.Ε. για μεροληπτική πρόταση υπέρ της Λευκωσίας.
6--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
7--> Επίλυση του κυπριακού με οριακά βελτιωμένη πρόταση και για τις δύο πλευρές. Ο στόχος της τουρκικής ηγεσίας δεν επιτεύχθηκε.
8--> Αποδοχή της πρότασης ως έχει, και επίλυση του κυπριακού.
9--> Αποδοχή της οριακά βελτιωμένης, υπέρ της Λευκωσίας, πρότασης και επίλυση του κυπριακού.

Με βάση τις απολαβές της κάθε πλευράς, διαπιστώνουμε (Πίνακας 2) ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει κυριαρχούμενη στρατηγική (την στρατηγική της ΑΔιαλλαξίας) την οποία και θα απορρίψει.
Ο Πίνακας 2, μετασχηματίζεται ως εξής:

Στον Πίνακα 3, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία έχει κυρίαρχη στρατηγική (την στρατηγική της ΑΔιαλλαξίας) την οποία και θα υιοθετήσει.

Έτσι η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να υιοθετήσει τη στρατηγική της ΑΠοδοχής που της αποφέρει καλύτερο αποτέλεσμα, ακόμα και σε σχέση με τη στρατηγική της Οριακά Ευνοϊκότερης Ρύθμισης (ΟΕΡ), με δεδομένη βέβαια την υιοθέτηση από τους Τούρκους της κυρίαρχης για αυτούς στρατηγικής (ΑΔ).

Η ισορροπία του παιγνίου είναι στο σημείο 5,5. Στο σημείο αυτό δεν επέρχεται επίλυση του κυπριακού προβλήματος και έτσι η τουρκική πλευρά πετυχαίνει τον στόχο της. Βέβαια η λύση του παιγνίου στο 5,5 είναι η καλύτερη που θα μπορούσε να επιτύχει η ελληνοκυπριακή διπλωματία, στην περίπτωση που δεν θα επιτύγχανε το μείζον στόχο της. Ο λόγος είναι ότι ο Ο.Η.Ε. θα διαπίστωνε, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αδιαλλαξία της τουρκικής διπλωματίας και την απροθυμία της στο να δοθεί λύση στο κυπριακό.

Εκτίμηση αποτελέσματος

Στο βαθμό που η ελληνοκυπριακή διπλωματία μπορούσε από την πρώτη φάση επίλυσης (σχέδιο Take it or Leave it) να διαβλέψει τόσο το αναδυόμενο παίγνιο (Χάγη 10/3/2003) όσο και την έκβασή του, τότε η επιλογή της Αθήνας να εκφράσει απερίφραστα την αισιοδοξία της για την επίλυση του κυπριακού, ήταν σύμφωνη με τον second best στόχο. Έτσι λοιπόν, η υπεραισιοδοξία για την έκβαση σε συνδυασμό με την πάγια στρατηγική αποδοχής των σχεδίων, μεγιστοποίησε τις προσδοκίες του Οργανισμού (ο οποίος και εντατικοποίησε τις προσπάθειες του διακυβεύοντας το κύρος του) και έτσι η αρνητική έκβαση, υπερτόνισε την αδιάλλακτη στάση των Τούρκων και απογοήτευσε τον Ο.Η.Ε. Η συνάρτηση οφέλους για τους Τούρκους, παρά την επίτευξη του στόχου τους, ελαχιστοποιήθηκε. Η έκθεση του κ. Κόφι Ανάν προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. επέρριπτε ευθύνες, αποκλειστικά και μόνο, στο Ντενκτάς και την αδιάλλακτη στάση του[6].
Το μέσο-μακροχρόνιο όφελος για την Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι, η με βεβαιότητα αναμενόμενη μελλοντική εξάντληση κάθε μηχανισμού πίεσης από τον Ο.Η.Ε. και την Ε.Ε. προς την Τουρκία, προκειμένου να διασφαλιστεί η λύση σε επερχόμενη πρόταση του Οργανισμού. Η πρόβλεψη αυτή αναδύεται από τις γενικές αρχές των διεθνών σχέσεων, όπως χαρακτηριστικά αναλύονται από τον Θ. Κουλουμπή, σύμφωνα με τις οποίες “…οι χώρες και οι κυβερνήσεις που τηρούν με συνέπεια μια εγωιστική και καιροσκοπική αντιμετώπιση των πραγμάτων έχουν την τάση να αποκτούν σταδιακά “κακή” φήμη, η οποία μπορεί, σε μετέπειτα καταστάσεις, να τις καταδιώξει…” [7]

Στρατηγικές παρατηρήσεις

Κατά γενική ομολογία το αναθεωρημένο σχέδιο Ανάν (Χάγη) είχε ευνοϊκές υπέρ της τουρκοκυπριακής πλευράς ρυθμίσεις, που σε περίπτωση που αυτό γινόταν αποδεκτό από το Ντενκτάς το αντικειμενικό όφελος μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα έκλινε προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Θεωρώ ότι το παίγνιο έτσι όπως αναπτύχθηκε από την ελληνοκυπριακή διπλωματία ωθούσε το Ντενκτάς στην “παγίδα” της αποδοχής και συνεπακόλουθα της επίλυσης του προβλήματος. Όμως η ετεροβαρής (υπέρ του ψευδοκράτους) επίλυση δεν παύει να είναι επίλυση. Έτσι η “παγίδα” της επίλυσης παρά τον δελεαστικό επιθετικό προσδιορισμό –ετεροβαρής- δε θα μπορούσε παρά να γίνει ορατή από τον Ντενκτάς, ο οποίος μόλις την ανακάλυπτε θα έσπευδε να την αποφύγει και έτσι, μοιραία, θα υπέκυπτε στην διάδοχη της πρώτης “παγίδας”, αυτή της απροκάλυπτης αδιαλλαξίας, όπως τελικά και έγινε.
Παρόλο που η αδιαλλαξία μπορεί, μερικές φορές, να εξουθενώσει τον αντίπαλο και να τον αναγκάσει να κάνει υποχωρήσεις (όπως έγινε στο αρχικό και στο α’ αναθεωρημένο σχέδιο), μπορεί εξίσου εύκολα να αφήσει κάποιες μικρές απώλειες να μεγαλώσουν και να οδηγήσουν σε μεγάλες καταστροφές.
Συμπερασματικά κρίνω ότι η ελληνοκυπριακή διπλωματία, ευφυέστατα οδήγησε το Ντενκτάς σε μια προδιαγεγραμμένη ήττα που εντός ορατού χρονικού ορίζοντα θα τον απομονώσει και θα τον εξοβελίσει από την ηγεσία του ψευδοκράτους.

Βέβαια για να απομακρυνθεί ο Ντενκτάς, θα πρέπει το παίγνιο να συνεχιστεί. Η ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να κεφαλαιοποιήσει τα οφέλη της κατάστασης ισορροπίας που προέκυψε από τη Χάγη. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ενταθεί η πίεση για την αποδοχή του σχεδίου τόσο από τον Ο.Η.Ε. όσο και από την ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση. Η ένταση των προσπαθειών θα κορυφωθεί όταν η πίεση από το εξωτερικό, συνεπικουρείται από ανάλογη (πίεση προς το Ντενκτάς) στο εσωτερικό, όταν δηλαδή τα αντιπολιτευτικά κόμματα του ψευδοκράτους, αποστασιοποιηθούν από την πολιτική του Ντενκτάς. Η επίσημη διαφοροποίησή τους, θα δράσει ως καταλύτης και θα νομιμοποίηση την καθαίρεση της υφιστάμενης τουρκοκυπριακής ηγεσίας, από τον φυσικό της εντολέα, την Άγκυρα.

Με γνώμονα την αύξηση του αριθμού και του διανυσματικού μέτρου των συνιστωσών δυνάμεων πίεσης και στόχο τη γιγάντωση της συνισταμένης (πίεση προς τον Ντενκτάς), λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης ως προεδρεύων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επισκέφτηκε τα κατεχόμενα και συνομίλησε με τους αρχηγούς των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, ανοίγοντας τον δρόμο της περιθωριοποίησης και της απομόνωσης του Ντενκτάς, δείχνοντας ταυτόχρονα στην κυβέρνηση της Άγκυρας το λιγότερο δύσβατο μονοπάτι που θα την οδηγήσει στη λεωφόρο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων προς τις Βρυξέλλες.
Ο χρονίζον πόθος των πολιτών της Κύπρου φαίνεται να ερωτοτροπεί με την εκπλήρωση. Μήπως όμως η ελληνική κυβέρνηση παραβίασε, εκ του ασφαλούς (ως Προεδρεύουσα της Ε.Ε), την αρχή του laissez faire και η επέμβαση στα εσωτερικά του ψευδοκράτους συγκαλύφθηκε και νομιμοποιήθηκε λόγω της άριστης αξιοποίησης της θεσμικής θέσης που κατείχε η χώρα μας εκείνο το εξάμηνο; Με άλλα λόγια μήπως η ελληνική κυβέρνηση θυσίασε τον πάγιο σεβασμό της στην αρχή της αυτοδιάθεσης των κρατών, προκειμένου να επιλύσει το κυπριακό και να συμψηφίσει έτσι την αδικία της εισβολή του 1974;
Πόσο ηθικά αποδεκτό είναι αυτό;
Η ρεαλιστική σχολή σκέψης θα συμφωνούσε με τη χρήση των μέσων (πολιτική ισχύς) για την επίτευξη του στόχου. Η ιδεαλιστική σχολή, πιθανών να μας κατηγορούσε για “ανήθικη” πολιτική συμπεριφορά. Ως Έλληνας, εθελοτυφλώντας των όποιων ιδεαλιστικών μου πεποιθήσεων, συντάσσομαι και επικροτώ τη χειραφέτηση των κομμάτων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, θεωρώντας τα. ως τις πολιτικές σφαγίτιδες φλέβες του Ρ. Ντενκτάς και το παράθυρο ευκαιρίας που απεγνωσμένα αναζητά η Άγκυρα, προκειμένου να κάνει μια νέα αρχή στην προσπάθειά της να θεσμοθετηθεί, έστω και ονομαστικά, ο εξευρωπαϊσμός της.

Ευστράτιος Χουρδάκης

[1]. Έτσι χαρακτήρισε το Σχέδιο Ανάν ο Γ. Αρσένης σε ομιλία του στη Βουλή 13/11/2002
[2]. εφημερίδα «Καθημερινή» 14/11/2002 και 23/11/2002
[3]. "Ο ικανός ξυλουργός ξέρει πώς να κάνει το δέντρο τραπέζι. Ο έξυπνος γνώστης της στρατηγικής, έχει την ικανότητα να μετατρέπει έναν Πίνακα σε Δέντρο" A.Dixit & B.Nalebuff, “Thinking Strategically” (1991),σελ. 130,
[4]. Τα πλεονεκτήματα αυτής της τακτικής αναφέρονται, ως λόγοι για τους οποίους έσπευσαν οι Ελληνοκύπριοι να δεσμευτούν για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν (σελ. 2-3 παρόντος)
[5]. εφημερίδα «Καθημερινή» 25/2/2003
[6]. εφημερίδα «Τα Νέα» 12/3/2003 και συνέντευξη του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Τάσσο Παπαδόπουλου, στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» 12 Απριλίου 2003 “…η θετική και εποικοδομητική στάση που τήρησε η ελληνοκυπριακή πλευρά στις συνομιλίες δε στάθηκαν ικανές να κάμψουν την αλαζονική και αδιάλλακτη πολιτική του Τουρκοκύπριου ηγέτη, και της τουρκικής πλευράς… Η όλη στάση του κ. Ντενκτάς, δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τα Ηνωμένα Έθνη ούτε από την διεθνή κοινότητα. Αντίθετα τόσο η έκθεση του γ.γ. του Ο.Η.Ε. προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, όσο και οι δημόσιες τοποθετήσεις των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. και όλων των εμπλεκομένων, στιγματίζουν την πολιτική του και του επιρρίπτουν σαφείς ευθύνες…”
[7]. Θ. Κουλουμπής, “Διεθνείς Σχέσεις, Εξουσία και Δικαιοσύνη”, Εκδόσεις Παπαζήση (1995) σελ. 137

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» ΤΟΥ ADAM SMITH

Περί Ηθικής Συμπεριφοράς.

Ο D. Hume (1711-1766) και ο Adam Smith (1723-1790) απορρίπτουν την υπόθεση του έμφυτου ηθικού αισθήματος και θέτουν ως αρχή της ηθικής συμπεριφοράς τη συμπάθεια και την επιδοκιμασία των άλλων. Ο άνθρωπος δεν προσανατολίζει την δράση του, επιδιώκοντας το γενικό καλό αλλά την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών (κάποιες από τις ανάγκες αυτές είναι η συμπάθεια και η επιδοκιμασία των συνανθρώπων του).
¨Η ηθική επιδοκιμασία της επιδίωξης του ίδιου συμφέροντος στο πλαίσιο θεσμών που διαμορφώνονται από τους μηχανισμούς της συμπάθειας και της επιδοκιμασίας των άλλων, προσφέρει την εναρμονισμένη προς την ανθρώπινη φύση οικονομική βάση της ελεύθερης κοινωνίας¨
Η έννοια της ηθικής συμπεριφοράς συμπυκνωμένη αποδίδεται ως προς το να ενεργεί κάποιος έτσι ώστε να κερδίζει τη συμπάθεια του απροκάλυπτου παρατηρητή.

Η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος κατά τον Smith χαρακτηρίζεται ως ορμέμφυτο. Προέρχεται από ένστικτο, είναι η φυσική τάση του ανθρώπου να βελτιώσει την κατάστασή του.

Περί εμπορικού ισοζυγίου.

William Petty (1623-1687)
Υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, κατέκρινε τη θεσμοποίηση των προστατευτικών δασμών. Όμως αποδεχόταν την περί εμπορικού ισοζυγίου διδασκαλία των εμποροκρατικών και δεν επέκρινε τις παρεμβάσεις στο εμπόριο.

Η άποψη του A. Smith στο θέμα περί ενεργητικού εμπορικού ισοζυγίου είναι ότι η εργασία που καταβάλλεται για τη διαρκή και ωφέλιμη παραγωγή είναι η πηγή κάθε ευημερίας. όχι το ενεργητικό εμπορικό ισοζύγιο ή το μεταλλικό απόθεμα.

Περί αμοιβής της εργασίας.

Κατά των Smith η αμοιβή επιμερίζεται σε ένα από τα κατωτέρω ή σε συνδυασμό ή ακόμα και στο σύνολο αυτών:
1. Εγγείος πρόσοδος (κυρίως αναφέρεται στο ενοίκιο της γης)
2. Μισθός εργασίας
3. Κέρδος κεφαλαίου

Οι εργαζόμενοι ζητούν θετική αναδιάρθρωση του μισθολογίου τους για λόγους:
- Πληθωρισμού [αμυντική πολιτική]
- Είτε, λόγω της αυξημένης τους παραγωγικότητας την οποία καρπώνεται αποκλειστικά ο εργοδότης τους (αυξημένα κέρδη) [επιθετική πολιτική].

Το ετήσιο εισόδημα είναι μεγάλο ή μικρό ανάλογα με την ποσότητα των καταναλωτικών αγαθών τα οποία μπορούμε να εξαγοράσουμε με αυτό το χρήμα.
¨το εισόδημα του ατόμου, στο οποίο αυτό καταβάλλεται, δεν συνίσταται τόσο κυρίως από χρυσά νομίσματα, αλλά σε ότι αυτός μπορεί να πάρει με αυτό ή με ότι αυτός μπορεί να ανταλλάξει αυτό¨

Την άνοδο των μισθών της εργασίας την συνεπιφέρει η συνεχής αύξηση του λαϊκού πλούτου και όχι το μέγεθός του κάθε φορά. Έτσι, ο εργατικός μισθός δεν είναι υψηλότερος στις χώρες που είναι πλουσιότερες, αλλά σε εκείνες που ακμάζουν περισσότερο ή πλουτίζουν ταχύτερα.
Περί καταμερισμού εργασίας.

Ο καταμερισμός της εργασίας είναι το σπουδαιότερο από τα αίτια της αποδοτικότητας της εργασίας. Ο καταμερισμός έχει ως επακόλουθο την ανταλλαγή των αγαθών στην αγορά.

Ο καταμερισμός της εργασίας, λοιπόν, επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα (μείωση του χρόνου παραγωγής, βελτίωση της ποιότητας κ.α.). Υπάρχουν επαγγέλματα, όπως π.χ. του γεωργού, όπου λόγω των περιοδικών εργασιών που συντελούνται κατά τη διάρκεια του έτους (σπορά, όργωμα, θέρισμα, ψεκασμός, κλάδεμα κ.α.) δεν είναι δυνατόν να καταμεριστούν οι εργασίες αυτές.

Ο αριθμός των επιμέρους εξειδικευμένων εργασιών στις οποίες θα κατανεμηθεί η παραγωγή ενός αγαθού (δηλαδή τα όρια του καταμερισμού της εργασίας) προσδιορίζονται:
1. από την φύση του επαγγέλματος (π.χ. γεωργία)
2. από το κεφάλαιο (π.χ. βιοτεχνία με καρφίτσες, μια καρφίτσα κατασκευάζεται με 18 επιμέρους εργασίες, έτσι μια μικρή βιοτεχνία που απασχολεί λιγότερους εργαζόμενους θα επιμερίσει τις εργασίες αυτές ανάλογα με τους απασχολούμενους, ομοίως κάποια άλλη που απασχολεί περισσότερους εργαζομένους θα επιμερίσει τις εργασίες σε περισσότερα μέρη).
3. από το μέγεθος της αγοράς (π.χ. ο αχθοφόρος θα έχει εργασία όλο τον χρόνο μόνο σε κάποια μεγάλη πόλη. Επίσης ο μαραγκός στο χωρίο ασχολείται με οποιαδήποτε εργασία που έχει να κάνει με την πρώτη ύλη (ξύλο) δηλαδή ως μαραγκός, επιπλοποιός, ξυλογλύπτης, κατασκευαστής τροχών αρότρων και αμαξών κ.α.). σελ.59

Ο καταμερισμός της εργασίας επιφέρει αλματώδη αύξηση των ποσοτήτων της εργασίας λόγω της:
i. Αυξημένης επιδεξιότητας του κάθε εργαζόμενου
ii. Εξοικονόμησης χρόνου, που χανόταν κατά την εναλλαγή της εργασίας
iii. Εφεύρεσης διαφόρων μηχανών.

Οι διαφορετικές ικανότητες (φυσικές ιδιότητες) του ανθρώπου, δεν είναι η αιτία όσο το αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας. Αιτία του καταμερισμού της εργασίας είναι η φυσική κλίση του ανθρώπου για ανταλλαγή. (σελ.56)
Η διαφοροποίηση στις ικανότητες, φαίνεται να μη προέρχονται τόσο από τη φύση του κάθε ανθρώπου, όσο από το πώς έχουν διαμορφωθεί από τον τρόπο της ζωής τους, από τις συνήθειες και την ανατροφή τους. (παράδειγμα εργασίας: σε πολύ μικρή ηλικία <6>

Σχηματικά: Κλίση προς ανταλλαγή --> Καταμερισμός εργασίας --> Ανάπτυξη ιδιαίτερων ικανοτήτων --> αποδοτικότερη εργασία --> βελτίωση της γενικής ευημερίας

Περί Αξίας Προϊόντων.

Όλα τα προϊόντα χαρακτηρίζονται από δύο ¨ειδών¨ αξίες:

-Αξία χρήσεως (τη χρησιμότητα που παρέχει το αντικείμενο)

- Αξία ανταλλαγής (δυνατότητα αγοράς με αυτό, άλλων προϊόντων) Τα ρούχα έχουν μεγάλη αξία χρήσεως αλλά μηδαμινή αξία ανταλλαγής αντίθετα το διαμάντι έχει λιγοστή αξία χρήσεως αλλά μεγάλη αξία ανταλλαγής.

Μέσα συναλλαγής:

- Αντιπραγματισμός (αντικείμενο για αντικείμενο)

- Εργασία για αντικείμενο

- Χρήμα για εργασία ή αντικείμενο. Η εργασία όπως και τα εμπορεύματα έχουν μια πραγματική και μια ονομαστική αξία.

Πραγματική Αξία: Η ποσότητα των μέσων διατροφής και ανέσεως, τα οποία προσφέρονται γι΄ αυτή.

Ονομαστική Αξία: Η ¨ποσότητα¨ χρήματος που κοστολογείται αυτή. Έτσι λοιπόν ο εργαζόμενος είναι πλούσιος ή φτωχός, αμείβεται καλώς ή κακώς, ανάλογα με την πραγματική και όχι την ονομαστική τιμή της εργασίας του. (πραγματικό εισόδημα - ονομαστικό εισόδημα).

Περί ανταγωνισμού.

Το συμφέρον όλων εκείνων που χρησιμοποιούν το έδαφος, την εργασία, τα κεφάλαια τους είναι η ποσότητα όλων των εισαγόμενων στην αγορά εμπορευμάτων να μην υπερβαίνει την πραγματική ζήτηση. Αντίστροφα, το συμφέρον όλων των άλλων ανθρώπων απαιτεί η ποσότητα αυτή να μην υπολείπεται ποτέ από αυτή τη ζήτηση. (σελ.91) [… η ανακάλυψη των πλούσιων μεταλλωρυχείων της Αμερικής κατά το 16ο αιώνα, υποβίβασε την αξία του χρυσού και του αργύρου στην Ευρώπη στο 1/3 του προηγούμενου ύψους της…] Η φυσική τιμή ή η τιμή σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού είναι η κατώτατη που κάθε φορά μπορεί να επιτευχθεί.

Τα επαγγελματικά μυστικά (τεχνογνωσία) μπορούν να κρατηθούν για περισσότερο καιρό από ότι τα μυστικά του εμπορίου. (σελ 95). Στοιχείο πάγιου κεφαλαίου, είναι οι αποκτημένες και χρήσιμες ικανότητες όλων των κατοίκων ή μελών της κοινωνίας. (σελ 131). «Ένας άνθρωπος γίνεται πλούσιος με την απασχόληση ενός πλήθους βιοτεχνών, γίνεται φτωχός με τη συντήρηση ενός πλήθους οικιακών υπηρετών». (σελ 149) Παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Όπου ο μισθός της εργασίας είναι υψηλός εκεί οι εργάτες είναι επιμελέστεροι, περισσότερο δραστήριοι και ταχύτεροι από εκεί όπου ο μισθός είναι χαμηλός. Περί αυξήσεως του πληθυσμού Ο Smith πίστευε ότι, όπως η πλούσια ανταμοιβή της εργασίας είναι αποτέλεσμα αυξανόμενου πλούτου, έτσι γίνεται αίτιο και της αυξήσεως του πληθυσμού. Περί Τραπεζικών Επιτοκίων. Το τραπεζικό επιτόκιο έχει σχέση με το ύψος του κέρδους του κεφαλαίου. Όταν τα κέρδη είναι μικρά εκεί συνήθως και το επιτόκιο είναι χαμηλότερο. Το χαμηλό επιτόκιο στην αγορά οδηγεί τους κεφαλαιούχους στην ανάληψη επιχειρηματικής δράσης (άνοιγμα επιχείρησης, συμμετοχή σε επιχειρήσεις – χρηματιστήριο-). …Απόφθεγμα… «Κανένα πάγιο κεφάλαιο δεν μπορεί να παραγάγει οποιαδήποτε πρόσοδο, παρά μόνο με τη βοήθεια ενός κεφαλαίου που κυκλοφορεί.» Περί Παραγωγικών και μη Εργασιών. Ο A. Smith ιεραρχεί την παραγωγικότητα ως εξής:

Πρωτογενής παραγωγή (γεωργία)

Δευτερογενής (μεταποίηση – βιομηχανία)

Τριτογενής [εμπόριο (χονδρικό – λιανικό)]

Θεωρεί πώς η γεωργία είναι περισσότερο ¨χρήσιμη¨ (αποδοτική) για την κοινωνία από ότι η βιομηχανία και αυτή με την σειρά της περισσότερο χρήσιμη από το εμπόριο. Βέβαια διαφωνεί με την επικρατούσα εκείνη την εποχή άποψη ότι η βιομηχανία ή το εμπόριο είναι μη παραγωγική εργασία. « Το ενοίκιο της γης και τα κέρδη του αποθέματος είναι παντού, οι κύριες πηγές απ΄ όπου τα μη παραγωγικά χέρια αντλούν την συντήρησή τους. …Τα έξοδα ενός μεγάλου λόρδου τρέφουν γενικά περισσότερο οκνηρούς παρά εργατικούς ανθρώπους. Ο πλούσιος έμπορος, αν και με το κεφάλαιό του συντηρεί εργατικούς ανθρώπους μόνο, ωστόσο με τα έξοδά του, δηλαδή με τη χρησιμοποίηση της προσόδου του, τρέφει συχνά το ίδιο ακριβώς είδος με τον μεγάλο λόρδο. (σελ. 154) Η αναλογία μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών χεριών είναι πολύ διαφορετική στις πλούσιες χώρες από τις φτωχές.»

Περί Καταναλωτικών Δανείων. Το κεφάλαιο, το οποίο δανείστηκε ο οφειλέτης, αν το χρησιμοποιήσει ως κεφάλαιο για την απασχόληση και συντήρηση παραγωγικών εργατών, αυτοί θα επαναπαράγουν την αξία με ένα κέρδος. Εάν το χρησιμοποιεί ως απόθεμα φυλασσόμενο για άμεση κατανάλωση, παίζει το ρόλο ενός ασώτου και σπαταλά για τη συντήρηση των οκνηρών ό,τι ήταν προορισμένο για την υποστήριξη των εργατικών. Με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί ούτε να αποκαταστήσει το κεφάλαιο ούτε να πληρώσει τον τόκο, χωρίς να απαλλοτριώσει ή να θίξει μια άλλη πηγή προσόδου, τέτοια όπως είναι η ιδιοκτησία ή το ενοίκιο της γης. (σελ. 155) …προς σχολιασμό (αναφορικά με τα καταναλωτικά δάνεια των τραπεζών) «Ο άνθρωπος που δανείζεται για να ξοδέψει, σύντομα θα καταστραφεί και αυτός που του δανείζει, συχνά θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να μετανοήσει για την ανοησία του.» Οι Διαθέσιμες Επιλογές για την τοποθέτηση των κεφαλαίων.

1. Τοποθέτηση στη Γη (γεωργία)

2. Τοποθέτηση στη βιοτεχνία – βιομηχανία

3. Τοποθέτηση στο χονδρικό εμπόριο 4. Τοποθέτηση στο λιανικό εμπόριο «…εκείνοι που τοποθετούν τα κεφάλαιά τους με τους παραπάνω τρόπους εργάζονται παραγωγικά». Η Φυσική πρόοδος του πλούτου. Το μεγάλο εμπόριο κάθε πολιτισμένης κοινωνίας είναι αυτό που διεξάγεται μεταξύ των κατοίκων της πόλεως και αυτών της υπαίθρου. Συνίσταται στην ανταλλαγή ακατέργαστου με βιοτεχνοποιημένο προϊόν. Καθώς η συντήρηση είναι από τη φύση των πραγμάτων προγενέστερη από τις ανέσεις και την πολυτέλεια, έτσι και η εργατικότητα που παράγει την πρώτη πρέπει κατ΄ ανάγκη να προηγείται εκείνης που χορηγεί τα τελευταία (σελ. 164). Έτσι λοιπόν, η καλλιέργεια και βελτίωση της υπαίθρου, πρέπει αναγκαστικά να προηγείται της αναπτύξεως της πόλεως, η οποία παρέχει μόνο τα μέσα ανέσεων και πολυτέλειας ! «Ο άνθρωπος που απασχολεί το κεφάλαιό του στη γη, το έχει περισσότερο υπό την επίβλεψη και τη διοίκηση του και η περιουσία του είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε ατυχήματα από εκείνη του εμπόρου, ο οποίος συχνά είναι αναγκασμένος να την εμπιστεύεται όχι μόνο στους ανέμους και τα κύματα αλλά και στα πιο αβέβαια στοιχεία της ανθρώπινης παραφροσύνης και αδικίας, με την απόδοση μεγάλων πιστώσεων σε μακρινές χώρες, σε ανθρώπους με τον χαρακτήρα και την κατάσταση των οποίων σπάνια βρίσκεται σε πλήρη γνωριμία.» (σελ. 165) «…σύμφωνα με τη φυσική πορεία των πραγμάτων, το μεγάλο τμήμα του κεφαλαίου κάθε αναπτυσσόμενης κοινωνίας κατευθύνεται πρώτα στη γεωργία, κατόπιν στις βιοτεχνίες και τέλος στο εξωτερικό εμπόριο…» Περί Ιδιοκτησίας. «Άνθρωπός που δεν μπορεί να αποκτήσει ιδιοκτησία, δεν μπορεί να έχει και κανένα ενδιαφέρων, άλλο από το να τρώει όσο μπορεί περισσότερο και να εργάζεται όσο μπορεί λιγότερο.» …η πείρα όλων των χωρών και εποχών διδάσκει ότι η εργασία που παρέχεται από ανελεύθερους ανθρώπους, στο τέλος καταλήγει να είναι η ακριβότερη από όλες. Ευμετάβλητο Εμπορικό Περιβάλλον. Διαπιστώνεται ότι στις εμπορικές χώρες, πλούσιες και ονομαστές οικογένειες εξαφανίζονται πολύ γρηγορότερα από όσο στις κατεξοχήν αγροτικές χώρες. Μεγάλες εμπορικές οικογένειες συχνά μετά από λίγες γενιές σβήνουν, ενώ οι ευγενείς αγροτικές γενιές διατηρούνται παρ΄ όλες τις μεταβολές των καιρών. (σελ.180) Η κατοχή κεφαλαίων είναι πολύ περισσότερο αβέβαιη και επισφαλής από την αγροτική κτήση. Μόνο όταν τα κεφάλαια τοποθετηθούν στο έδαφος εξασφαλίζονται πραγματικά. Γενική Αρχή… Ενώ παρατηρούμε τις ενέργειες ενός γεωργού κατά τον χρόνο της σποράς όταν αυτός πετά άριστο σπόρο σταριού στο έδαφος, θα τον θεωρήσουμε μάλλον παράφρονα παρά γεωργό. Αλλά όταν παρατηρούμε τον μόχθο του κατά τη συγκομιδή, η οποία είναι το τέλος των προσπαθειών του, θα βρούμε την αξία των ενεργειών του. [Mun σελ.188] «Ο τελικός σκοπός κάθε παραγωγής είναι η κάλυψη των αναγκών και θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον των παραγωγών τόσο, όσο απαιτεί το συμφέρον των καταναλωτών.» (σελ.212) …Δίκαιο και ορθό είναι όλα τα έξοδα του έθνους για το καλό του συνόλου να καλύπτονται από όλους και μάλιστα με τρόπο που όλοι να συνεισφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

Τα Έξοδα του Κράτους

1. Δαπάνες για την άμυνα της χώρας

2. Τα έξοδα της δικαιοσύνης

3. Έξοδα για άλλες δημόσιες ρυθμίσεις I. Έργα για τη διευκόλυνση του εμπορίου και της συγκοινωνίας II. Έξοδα για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της νεολαίας III. Δαπάνες σχολείων για όλες τις ηλικίες IV. Τα έξοδα για τη διατήρηση της αξιοπρέπειας του αρχηγού του κράτους.

Χουρδάκης Ευστράτιος

2 Μαρ 2008

The European Union: A Politically Incorrect View, Alberto Alesina & Roberto Perotti., NBER WORKING PAPER, 2004

Περίληψη

Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η άποψη των συγγραφέων (A. Alesina & R. Perotti) για την πρόσφατη εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

Αρχικά παρουσιάζονται τα θεσμικά χαρακτηριστικά και η διαδικασία λήψης των αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με ιδιαίτερη προσοχή στο διάλογο μεταξύ των Φεντεραλιστών και των Διακυβερνητιστών.

Κατόπιν η εργασία εστιάζει σε δύο βασικά θέματα της διαδικασίας ολοκλήρωσης, τα οποία εμφανίζονται ως τα κύρια προβλήματα της διαδικασίας αυτής:

1. Η έμφαση στη «Θεσμική Εξισορρόπηση», η οποία βασίζεται σε ένα πολύπλοκο θεσμικό δίκτυο υπέρθετης δικαιοδοσίας.

2. Η διαμάχη μεταξύ μιας καθοδηγητικής και μιας Μη παρεμβατικής διακυβερνητικής προσέγγισης.

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι,

1. Το πρώτο πρόβλημα οδηγεί:

α) Σε μια ασαφή κατανομή ισχύος μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών,

β) Σε σύγχυση σχετικά με τον επιμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμών της ΕΕ και των κρατών μελών,

γ) Σε έλλειψη διαφάνειας και υπευθυνότητας (λογοδοσίας)

2. Το δεύτερο πρόβλημα -η καθοδηγητική κουλτούρα- παράγει μια φλύαρη ρητορική, η οποία οδηγεί το διάλογο για την Ευρωπαϊκή πολιτική σε λανθασμένη κατεύθυνση.

Έπειτα εξετάζεται, πως αυτά τα δύο προβλήματα επηρεάζουν:

- Την πολιτική για την εργασία

- Την πολιτική για το πολιτισμό και την επιστημονική έρευνα

- Την εξωτερική και αμυντική πολιτική

- Τη δημοσιονομική πολιτική.

Τέλος, εξετάζεται το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ως δυνητικό μέσο επίλυσης αυτών των δύο προβλημάτων.


1. Εισαγωγή

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν θεσπιστεί (σχηματοποιηθεί) προσπαθώντας να συγκεράσουν δύο αντικρουόμενες τάσεις (προοπτικές):

- Εκείνων που επιθυμούν την ΕΕ ως μια υπερεθνική οντότητα (Φεντεραλιστές – Υπερ-εθνικιστές) και

- Εκείνων που προτιμούν να παραμείνει μια ένωση ανεξάρτητων κρατών (Διακυβερνητιστές).

Η αφετηρία για τη μελέτη της διαδικασίας ολοκλήρωσης είναι η «κατανομή ισχύος» (δηλ. Ποιοι έχουν Πόση δύναμη και σε Ποια πεδία μπορούν να δράσουν). Αυτό το δυσεπίλυτο πρόβλημα της κατανομής ισχύος, η ΕΕ προσπάθησε να το παρακάμψει μέσω ενός συστήματος «θεσμικής εξισορρόπησης», βασισμένο στην αρχή της υπέρθετης δικαιοδοσίας. Με βάση την αρχή αυτή, η νομοθετική, εκτελεστική και ρυθμιστική ισχύ επιμερίζεται σε διάφορους θεσμούς, με τέτοιο τρόπο ώστε ακόμα και η διάκριση μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής δράσης να είναι ασαφής (σκοτεινή).

Οι ιδρυτικές χώρες έχοντας διαφορετικές ιστορικές αναφορές, με αλληλοεξοντωτικούς πολέμους και διαφορετικούς θεσμούς, φοβόντουσαν ότι ένας απλός (μη σύνθετος) ευρωπαϊκός θεσμός θα απορροφούσε πολύ από την εθνική τους κυριαρχία και για το λόγο αυτό έδωσαν έμφαση στην εξισορρόπηση.

Όμως η θεσμική εξισορρόπηση και η υπέρθετη δικαιοδοσία οδηγούν σε διαμάχες:

- μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών,

- μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και των κρατών μελών

και τελικά σε έλλειψη διαφάνειας. Έτσι λοιπόν η εξισορρόπηση μέσω της υπέρθετης δικαιοδοσίας εμφανίζεται ως το πρώτο από τα προβλήματα που θα εξεταστούν εδώ.

Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προσκρούει και σ΄ ένα δεύτερο σημαντικό παράγοντα που έχει να κάνει με τις διαφορετικές απόψεις (νοοτροπίες – αντιλήψεις) περί της διακυβέρνησης:

- Την καθοδηγητική νοοτροπία (εμφανίζεται συχνότερα στη Νότια και στην Ηπειρωτική Ευρώπη).

- Τη Μη παρεμβατική διακυβερνητική νοοτροπία (Αγγλοσαξονική)

Όταν η καθοδηγητική νοοτροπία κρατιέται υπό έλεγχο (είναι περιορισμένη), το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η πολιτική απραξία αλλά επίσης και η παραγωγή μιας φλύαρης ρητορικής.

Η Συντακτική Συνέλευση, μέσω της διαδικασίας «θεσμικής διασαφήνισης», προσπαθεί να επιλύσει το πρώτο πρόβλημα. Βέβαια, για την επίλυση δεν πρέπει να εναποθέσουμε όλες μας τις ελπίδες –αποκλειστικά- στον θεσμικό σχεδιασμό. Το κλειδί για την επίλυση βρίσκεται στο εάν η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση θα στηριχθεί στην καθοδηγητική προσέγγιση ή στο αγγλοσαξονικό -Μη παρεμβατικό- μοντέλο, πιθανόν με την προσθήκη της Γερμανικής ευαισθησίας περί του ομοσπονδιακού συστήματος.

2. Υπάρχουσα Θεσμική Μορφή και Διαδικασία Λήψης Αποφάσεων στην ΕΕ.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Λάακεν, το Δεκέμβριο του 2001, δημιούργησε τη Συντακτική Συνέλευση, αντικείμενο της οποίας ήταν η ενοποίηση των Συνθηκών και η ρύθμιση της λειτουργίας της ΕΕ. Η εντολή αυτή, εξελίχθηκε σε προετοιμασία για τη δημιουργία του περιγράμματος του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Η Συντακτική Συνέλευση ξεκίνησε την εργασία της το Φεβρουάριο του 2002 και παρέδωσε το σχέδιο του Συντάγματος τον Ιούνιο του 2003. Το σχέδιο εξετάστηκε και μετά από βελτιώσεις εγκρίθηκε σε διακυβερνητική διάσκεψη τον Οκτώβριο του 2003. Κατόπιν, θα έπρεπε να επικυρωθεί και από τα 25 μέλη της ΕΕ. Όμως τον Δεκέμβριο του 2003 δημιουργήθηκε θέμα σχετικά με το σύστημα καταμερισμού των ψήφων στο Συμβούλιο …

à την περίοδο που γράφτηκε η παρούσα εργασία (Ιανουάριος 2004), τα κράτη μέλη δεν είχαν έρθει σε συμφωνία σχετικά με την κατανομή των ψήφων. Συνεχίζουν την μελέτη τους αναφερόμενοι στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών θεσμών, προκειμένου να γίνει κατανοητή η κυρίαρχη άποψή τους για την Πολιτικά Ανορθολογική Όψη της ΕΕ:

Η ΕΕ είναι ένας οργανισμός-ομπρέλα, ο οποίος περιλαμβάνει τρία μέρη ή «τρεις πυλώνες». Ο πρώτος πυλώνας είναι οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΚ), αποτελούμενες από τις τρεις κοινότητες που ιδρύθηκαν τη δεκαετία του ’50 και του ’60[1]. Στην καρδία του πυλώνα αυτού εμφωλεύουν οι «τέσσερις ελευθερίες διακίνησης»: των προσώπων, των αγαθών, του κεφαλαίου και των υπηρεσιών, επιπρόσθετα περιλαμβάνονται η ενιαία αγορά και θέματα ανταγωνισμού. Ο πυλώνας αυτός καλύπτει επίσης έναν αριθμό άλλων θεμάτων όπως αγροτικής, εμπορικής πολιτικής, πολιτικής ανταγωνισμού και κάποια προσφάτως ενταγμένα θέματα πολιτικής για τη visa και το άσυλο.

Οι άλλοι δύο πυλώνες είναι μέρος της ΕΕ αλλά δεν ανήκουν στις ΕΚ. Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Ο τρίτος πυλώνας είναι οι Δικαστικές και Εσωτερικές Υποθέσεις (ΔΕΥ), που περιλαμβάνει κυρίως την αστυνομική και δικαστική συνεργασία των κρατών μελών.

Υπάρχει μια θεμελιώδεις διαφορά μεταξύ του πρώτου και των άλλων δύο πυλώνων: Για τα θέματα του πρώτου πυλώνα, οι θεσμοί της ΕΕ μπορούν να φτιάξουν νόμους, οι οποίοι είναι άμεσα εφαρμοστέοι και έχουν υπέρτερη ισχύ των νόμων των ανεξάρτητων κρατών μελών. Σε αντίθεση με αυτό, η όποια απόφαση αφορά τους δύο άλλους πυλώνες απαιτεί ομοφωνία και πρέπει να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια προκειμένου να ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη.

Οι κύριες αρμοδιότητες και ο ρόλος του κάθε ευρωπαϊκού θεσμού:

2.1. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ΕΣ)

Συμμετέχουν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ καθώς και ο πρόεδρος της Commission. Το ΕΣ δεν έχει τυπική ισχύ λήψης αποφάσεων, όμως είναι το σημαντικότερο όργανο της ΕΕ.

Το ΕΣ θέτει τις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις και λαμβάνει τις αποφάσεις για όλα τα κρίσιμα και μεγάλα θέματα. Συναντιέται τουλάχιστον κάθε έξι (6) μήνες και όλες τις αποφάσεις τις λαμβάνει με ομοφωνία. Η προεδρία ασκείται κυκλικά και για έξι (6) μήνες από όλα τα κράτη μέλη.

2.2. Συμβούλιο της ΕΕ.

Το όργανο αυτό έχει τόσο εκτελεστικές όσο και νομοθετικές αρμοδιότητες (μεγάλο μέρος των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων το έχει μεταβιβάσει στην Commission). Όλοι οι κανονισμοί και οι οδηγίες (είναι οι σημαντικότερες νομοθετικές δράσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) πρέπει να εγκριθούν από το Συμβούλιο, είτε από κοινού με το Κοινοβούλιο είτε μετά από διαβούλεψη με αυτό.

Το Συμβούλιο συγκροτείται από έναν αντιπρόσωπο για κάθε χώρα, συνήθως τους υπουργούς οι οποίοι έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους το υπό συζήτηση θέμα. Παρότι λοιπόν είναι (ένα όργανο) ένας θεσμός, το Συμβούλιο έχει διάφορες συνθέσεις.

Από τα πιο γνωστά είναι το ECOFIN, όπου συναντιούνται οι υπουργοί οικονομικών και συζητούν, παρακολουθούν και συντονίζουν θέματα του προϋπολογισμού. Το Συμβούλιο συναντιέται κατά μέσο όρο 80 με 90 φορές τον χρόνο. Αποφασίζει τα πιο ευαίσθητα θέματα (περιλαμβανομένων και κάποιων του πρώτου πυλώνα) με ομοφωνία, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων αποφασίζει με ενισχυμένη πλειοψηφία (QMV). Το υπάρχον σύστημα ενισχυμένης πλειοψηφίας, αφορά ένα συγκεκριμένο αριθμό ψήφων που έχει κάθε κράτος μέλος. Αυτός ο αριθμός είναι συνάρτηση του πληθυσμού του κράτους και μιας στάθμισης που γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοούνται οι μικρές χώρες (δεν είναι δηλαδή ένα σύστημα αυστηρής –σε σχέση με τον πληθυσμό- αναλογικότητας).

2.3. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission).

Η Commission έχει διάφορες αρμοδιότητες (ρόλους), εκ των οποίων οι σημαντικότερες είναι:

(1) Τo δικαίωμα εισήγησης νομοθεσίας. Το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο δεν μπορούν να εγκρίνουν καμία νομική δράση, αν αυτή δεν έχει προταθεί από την Commission.

(2) Διοικητική (εκτελεστική) ισχύ. Παρακολουθεί την εφαρμογή της (κύριας) νομοθεσίας, που έχει υιοθετηθεί από την ΕΕ.

(3) Ρυθμιστική ισχύ.

(4) Επιβλέπει την τήρηση της Κοινοτικής νομοθεσίας. Είναι ο «θεματοφύλακας των Συνθηκών». Σε περίπτωση που διαπιστώσει παραβίαση των Συνθηκών, μετά από προσπάθεια συμμόρφωσης των παρεκκλινόντων, καταφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

(5) Είναι αρμόδια για την εκτέλεση του προϋπολογισμού (της ΕΕ). Παρακολουθεί την συμμόρφωση με την οικονομική πολιτική που συμφωνήθηκε στην αρχή του έτους και σε περίπτωση παρέκκλισης εισηγείται στο Συμβούλιο τρόπους δράσης.

Η Commission και ο πρόεδρός της, πρώτα προτείνονται και κατόπιν διορίζονται από τα κράτη μέλη, μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με τα ισχύοντα, κάθε κράτος μέλος έχει έναν επίτροπο, εκτός των 5 μεγαλύτερων που έχουν από δύο. Στο σύνολό τους υπάρχουν είκοσι (20) επίτροποι.

Μια κοινή διαπίστωση είναι ότι η Commission είναι ένα μη εκλεγμένο Όργανο (Σώμα) το οποίο δεν λογοδοτεί, με άλλα λόγια είναι η πεπτουσία του τεχνοκρατικού θεσμού. Βέβαια η εικόνα αυτή είναι μόνο κατά ένα μέρος σωστή. Η Commission είναι συλλογικά υπεύθυνη προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Αν το Κοινοβούλιο εκφράσει τη δυσπιστία του προς αυτή, τότε η Commission θα πρέπει να παραιτηθεί ως σύνολο. Οι Επίτροποι δεν είναι ατομικά -πολιτικά- υπεύθυνοι, όμως ο πρόεδρός της μπορεί να απολύσει έναν επίτροπο όταν η πλειοψηφία (του Σώματος) συμφωνεί.

Η Commission αρχικά σχεδιάστηκε για να λειτουργεί ως η ευρωπαϊκή “Think-Tank” και ο ρόλος της θα ήταν να προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις σε ένα (άλλο) Σώμα με πραγματική νομοθετική ισχύ. Ως Think-Tank” η ανεξαρτησία της θα έπρεπε να είναι εκ των ον ουκ άνευ και η έλλειψη λογοδοσία θα ήταν ένα επιπρόσθετο θετικό μέτρο. Όμως στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Commission μεταλλάχθηκε και επιφορτίστηκε με όλο και περισσότερες αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων και εκτελεστικών (αρμοδιοτήτων). Αυτό περιέπλεξε την κατάσταση: Η ανεξαρτησία και η έλλειψη λογοδοσίας είναι απαραίτητα για μια Think-Tank, αλλά όχι για ένα εκτελεστικό όργανο. Για το λόγο αυτό, ο πολυδιάστατος ρόλος της Commission βρίσκεται στο επίκεντρο του διαλόγου της θεσμικής αναμόρφωσης της ΕΕ.

2.4. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες των κρατών μελών για πέντε (5) έτη και μοιράζεται τις νομοθετικές αρμοδιότητες καθώς και αυτές του προϋπολογισμού, με το Συμβούλιο. Η άποψη του Συμβουλίου είναι επικρατέστερη σε θέματα «επιτακτικών (αναγκαστικών) δαπανών» - κυρίως θέματα ΚΑΠ- ενώ η άποψη του Κοινοβουλίου είναι επικρατέστερη στα άλλα θέματα. Αυτή η διαφοροποίηση είναι ένα ακόμα παράδειγμα του συστήματος θεσμικής εξισορρόπησης της ΕΕ. Μέχρι σήμερα το Κοινοβούλιο ΔΕΝ θεωρείται ως ένα από τα ιδιαιτέρως σημαντικά όργανα της ΕΕ.

2.5. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΕΔ).

Το ΕΔ ερμηνεύει τους νόμους της ΕΕ και ερευνά τον τρόπο εφαρμογής των. Στο ΕΔ μπορούν να προσφύγουν είτε κυβερνήσεις είτε ιδιώτες. Αντίθετα με την αμερικανική πρακτική, στην ΕΕ η όποια δικαστική απόφαση δεν έχει την ισχύ νόμου (την ιδιότητα του νόμου). Το ΕΔ έχει αποκτήσει ένα αξιοσημείωτο κύρος, μεταξύ των οργάνων της ΕΕ, για παράδειγμα η εμπλοκή του σε θέματα ανταγωνισμού τυγχάνει εκτενούς δημοσιότητας.

2.6. Λήψη Αποφάσεων στην ΕΕ.

Η έννομη τάξη της ΕΕ έχει δύο (2) πηγές. Οι Συνθήκες είναι το «πρωτογενές» δίκαιο και απαιτείται η επικύρωσή τους από όλες τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Το «δευτερογενές» ή «παράγωγο» δίκαιο της ΕΕ έχει τρεις κύριους δεσμευτικούς τύπους: τους Κανονισμούς, τις Οδηγίες και τις Αποφάσεις.

Αναφορικά με τον πρώτο πυλώνα (Ευρωπαϊκές Κοινότητες), υπάρχουν δύο βασικές διαδικασίες για να νομοθετηθούν οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες: η «διαβούλεψη» και η «συν-απόφαση». Μια τρίτη διαδικασία, η «συνεργασία», είναι κάτι ενδιάμεσο και βαίνει προς κατάργηση από την Συνέλευση. Σε όλες τις περιπτώσεις η Commission είναι αυτή που έχει το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας.

Η «διαβούλευση» εφαρμόζεται στα πλέον ευαίσθητα θέματα του πρώτου πυλώνα: ΚΑΠ, πολιτική ανταγωνισμού, φορολογική πολιτική, βιομηχανική πολιτική, πολιτική για την απασχόληση. Το κοινοβούλιο περιορίζεται σε έναν συμβουλευτικό ρόλο. Η ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου απαιτείται σε όλα τα θέματα, εκτός από την ΚΑΠ και την πολιτική ανταγωνισμού.

Η διαδικασία της «συν-απόφασης» εισήχθη το 1993 -με την Συνθήκη του Μάαστριχτ- με σκοπό την αναβάθμιση του ρόλου του Κοινοβουλίου. Η πρόταση της Commission πρέπει να εγκριθεί τόσο από το Κοινοβούλιο (με απλή πλειοψηφία) όσο και από το Συμβούλιο (με ενισχυμένη πλειοψηφία, ενώ για θέματα πολιτισμού, κοινωνικής ασφάλισης και ελευθερίας διακίνησης απαιτείται ομοφωνία). Στην περίπτωση που η πρόταση της Commission τροποποιηθεί τότε ακολουθεί μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Κάποιοι θεωρητικοί που εξέτασαν επισταμένως τη διαδικασία, κατέληξαν στο ότι είναι αδύνατο να καθοριστεί ακόμα και το ποίος έχει την agenda setting power.

2.7. Συγκεντρωτικές παρατηρήσεις.

Η κατασκευή της ΕΕ είναι το αποτέλεσμα μιας λεπτής εξισορρόπησης μεταξύ δύο διαφορετικών θεσμικών τύπων και μεθόδων λήψης αποφάσεων.

(1) Οι Διακυβερνητικοί θεσμοί, όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, που είναι forums στα οποία προβάλλονται οι απαιτήσεις της κάθε χώρας.

(2) Οι Υπερ-εθνικοί θεσμοί, όπως η Commission, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, των οποίων οι αρμοδιότητες (εντολές και εξουσίες) υπερβαίνουν αυτές των ανεξάρτητων κρατών.

Τα δίπολα που αναπτύσσονται είναι δύο: Μεταξύ των Κοινοτικών και των Διακυβερνητικών μεθόδων και μεταξύ των μικρών και των μεγάλων κρατών. Συνήθως οι μικρές χώρες βλέπουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ ως θεσμούς κυριαρχούμενους από τα μεγάλα κράτη μέλη. Για το λόγο αυτό οι μικρές χώρες τείνουν να είναι πιστές (αφοσιωμένες) στην υποστήριξη της Commission (γενικότερα στους υπερεθνικούς θεσμούς).

Παράλληλα, αναπτύσσονται και περιορισμοί μεταξύ του πρώτου πυλώνα από τη μια πλευρά και του δεύτερου και τρίτου πυλώνα από την άλλη, αλλά και ανάμεσα στην ομοφωνία και την ενισχυμένη πλειοψηφία: Εκείνοι που τάσσονται υπέρ των Υπερ-εθνικών θεσμών, επιθυμούν να επικρατήσουν οι κοινοτικοί θεσμοί και η ενισχυμένη πλειοψηφία εις βάρος της ομοφωνίας.

Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι έχει υπερεκτιμηθεί η διάκριση μεταξύ ομοφωνίας και ενισχυμένης πλειοψηφίας. Στην πραγματικότητα οι μεγάλες χώρες μπορούν πάντα να εκφράζουν τη δύναμη της αρνησικυρίας τους, σε θέματα που τους ενδιαφέρουν, εν αντιθέσει με τις μικρές χώρες οι οποίες δεν έχουν ουσιαστικά αυτή τη δύναμη ούτε και κάτω από την απαίτηση της ομοφωνίας. Βέβαια, μπορούν να εκβιάσουν κάποια ανταλλάγματα με το να κωλυσιεργούν την ψηφοφορία. Στις παρατηρήσεις αυτές θα πρέπει να σημειώσουμε και τον Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου. Αυτός είναι μια άτυπη συμφωνία, η οποία εφαρμόζεται στο Συμβούλιο κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σύμφωνα με αυτόν, αν κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας της ενισχυμένης πλειοψηφίας μια χώρα επικαλεστεί λόγους ζωτικής σημασίας, τότε το Συμβούλιο θα προσπαθήσει «εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να επιλύσει το θέμα με τέτοιο τρόπο ώστε η λύση να είναι αποδεκτή από όλα τα μέλη του Συμβουλίου, και να σέβεται αμοιβαία, τα συμφέροντα τόσο της Κοινότητας όσο και των Κρατών μελών». Εκ των πραγμάτων λοιπόν η ενισχυμένη πλειοψηφία εξασθενεί την ισχύ της αρνησικυρίας των μικρών κρατών, τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν επιθυμούν να την εκφράσουν. Όμως, η εξασθένηση του veto δε μεταβάλει τη διάδραση μεταξύ των μεγάλων κρατών: π.χ. η ΚΑΠ, η οποία κανονικά δεν αποτελεί θέμα προς ομοφωνία, όμως παρόλα αυτά καμία ουσιαστική απόφαση δεν παίρνεται χωρίς την συναίνεση της Γαλλίας και της Γερμανίας.

3. Προβλήματα.

Εντοπίζονται δύο κύρια προβλήματα στην πολιτική λειτουργία της ΕΕ:

1ο πρόβλημα: Θεσμική εξισορρόπηση βασισμένη σε ένα πολύπλοκο σύστημα θεσμών υπέρθετης δικαιοδοσίας.

2ο πρόβλημα: Διαμάχη (σύγκρουση) μεταξύ μιας καθοδηγητικής και μια Μη παρεμβατικής κυβερνητικής προσέγγισης.

3.1. 1ο πρόβλημα: Υπέρθετη δικαιοδοσία.

α) Έλλειψη ενός σαφούς μοντέλου κατανομής ισχύος (μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών).

Το μοντέλο λήψης των αποφάσεων στην ΕΕ οδηγεί σε σύγχυση σχετικά με την κατανομή ισχύος μεταξύ της Commission (υπερεθνικό όργανο) και του Συμβουλίου της ΕΕ (διακυβερνητικό όργανο) καθώς και για το ρόλο και την θεσμική υπόσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Ένα σύστημα υπέρθετης δικαιοδοσίας, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι, μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά στο βαθμό που θα συνοδεύονταν από ένα ομαλό (στρωτό -λείο - εύληπτο) σύστημα ελέγχου και εξισορρόπησης (checks and balances), όπως π.χ. στις ΗΠΑ. Αντίθετα όμως, στην ΕΕ η σύγχυση στην κατανομή των αρμοδιοτήτων δεν έχει αντιμετωπιστεί με επιτυχία.

β) Κατανομή των προνομίων (υπεροχή) μεταξύ των κυβερνήσεων (των κρατών μελών) και των ευρωπαϊκών θεσμών.

Μια συνέπεια του ασαφούς πλαισίου των θεσμικών προνομίων (δικαιωμάτων) είναι ότι η ΕΕ σφετερίζεται κάποιες εθνικές αρμοδιότητες. Για το λόγο αυτό, η όποια εν δυνάμει αύξηση της ισχύος των ευρωπαϊκών θεσμών θα πρέπει να σχεδιαστεί και να εγκριθεί από όλα τα κράτη μέλη. Όμως υπάρχει και κάτι παραπάνω. Στη βιβλιογραφία, η ομοσπονδιακή διακυβέρνηση υιοθετεί μια ξεκάθαρη αρχή κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ: Η ΕΕ θα πρέπει να εμπλέκεται σε εκείνα τα πεδία πολιτικής όπου οι οικονομίες κλίμακας και οι εξωτερικότητες είναι μεγάλες, ενώ η ετερογένεια των προτιμήσεων -μεταξύ των κρατών μελών- είναι μικρή.

Η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται με εύληπτο και κατανοητό τρόπο. Τα όργανα της ΕΕ, όλο και περισσότερο εμπλέκονται σε μια ποικιλία θεμάτων στα οποία ουσιαστικά ούτε οι οικονομίες κλίμακας ούτε οι εξωτερικότητες εμφανίζονται, ενώ η διαφοροποίηση των προτιμήσεων (των κρατών) είναι έντονη. Τέτοια πολιτικά πεδία είναι το επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας (ευημερίας) και η προστασία των πολιτών, τα οποία απέχουν παρασάγγας από τις αρχικές επιδιώξεις των ευρωπαϊκών θεσμών.

γ) Έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας.

Η αρχή της θεσμικής εξισορρόπησης -που εφαρμόζεται στην ΕΕ- και η παρεπόμενη μπερδεμένη φύση των ευρωπαϊκών θεσμών, δημιουργεί ένα κατηγορητήριο για:

- έλλειψη νομοθεσίας,

- δημοκρατικό έλλειμμα και

- έλλειψη λογοδοσίας. (είναι χαρακτηριστικό ότι το 74% των ευρωπαίων πολιτών θέτουν ως προτεραιότητα της ΕΕ, το να έρθει πλησιέστερα στον πολίτη με το να τον ενημερώνει για τις λειτουργίες της).

Άποψη των συγγραφέων είναι ότι με την υφιστάμενη προσέγγιση θεσμικής εξισορρόπησης δεν υπάρχει λύση στα προβλήματα της νομοθεσίας και της λογοδοσίας. Αναμφίβολα, η νομοθετική εξουσία της ΕΕ θα πρέπει να ασκείται από το Κοινοβούλιο στο βαθμό που αυτό αντιπροσωπεύει άμεσα τα «θέλω» των ευρωπαίων πολιτών. Όμως κρίνεται απίθανο, στην βραχυμεσοχρόνια περίοδο, οι ευρωπαίοι πολίτες να δουν το Κοινοβούλιο ως πραγματικό αντιπρόσωπό τους.

Επιπροσθέτως, δεν είναι ξεκάθαρο –ούτε καν στη θεωρία- πόσα και ποια θεσμικά όργανα θα πρέπει να είναι υπόλογα (να λογοδοτούν). Αυτή η σύγχυση προέρχεται από τους πολλαπλούς ρόλους που ενσαρκώνει το κάθε Σώμα. Για παράδειγμα η Commission: εστιάζοντας κάποιος στο ρόλο της ως Think-Tank, θα ήθελε να είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητη από το Κοινοβούλιο (άλλωστε, η ανεξαρτησία μιας γραφειοκρατικής Think-Tank είναι μέρος του ορισμού της). Όμως, εστιάζοντας κάποιος στο διοικητικό της ρόλο (εκτελεστική εξουσία), είναι ξεκάθαρο ότι θα πρέπει να είναι υπόλογη και να λογοδοτεί για τις πράξεις και παραλήψεις της. Εξαρτάται λοιπόν το ποια πλευρά της Commission θεωρεί κάποιος ως πιο σημαντική –την εκτελεστική, τη νομοθετική ή τη ρυθμιστική- ώστε η περισσότερη υπευθυνότητα, πολιτικοποίηση και νομιμοποίησή της να μπορούν να χαρακτηριστούν ως καλές ή κακές.

3.2. 2ο πρόβλημα: Καθοδήγηση και Ρητορική.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι η σύγκρουση μεταξύ μιας καθοδηγητικής και μιας Μη παρεμβατικής διακυβερνητικής κουλτούρας, καθώς και -το παραγόμενο αυτής της σύγκρουσης αποτέλεσμα που είναι- η εκτεταμένη ρητορική.

Παρά το ότι η έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη διαμάχη μεταξύ των Φεντεραλιστών και των Διακυβερνητιστών, οι συγγραφείς πιστεύουν ότι μια δεύτερη κρίσιμη διαιρετική τομή είναι αυτή μεταξύ των δύο πολύ διαφορετικών αντιλήψεων άσκησης πολιτικής (καθοδηγητική – μη παρεμβατική). Οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις θα αντιμάχονται η μια την άλλη, ανεξάρτητα από το όποιο θεσμικό υπόβαθρο (την όποια θεσμική μορφή).

Μια καθοδηγητική και ρυθμιστική προσέγγιση στην οικονομία, με έμφαση στη συνεργασία, στη διαμεσολάβηση και στους μετρήσιμους στόχους, είναι ακόμα κυρίαρχη στην πολιτική λειτουργία της ΕΕ.

Αυτή η έμφαση στη «συνεργασία» και στον «προγραμματισμό» είχε έως σήμερα περιορισμένη επίδραση, επειδή η πολιτική ισχύς των ευρωπαϊκών θεσμών –σε πολλά πολιτικά πεδία- είναι ακόμα περιορισμένη. Αλλά ακριβώς επειδή η έκταση της πραγματικής διαμεσολάβησης είναι περιορισμένη, το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των διαφορετικών διακυβερνητικών αντιλήψεων είναι συχνά η αδράνεια (μη δράση) και μια πομπώδη ρητορική.

Δύο ερωτήσεις έρχονται στο μυαλό: Γιατί η ρητορική είναι καθοδηγητική και όχι μη παρεμβατική; Και γιατί θα πρέπει να ανησυχούμε γι΄ αυτό;

Στην πρώτη ερώτηση η απάντηση έχει δύο πτυχές. Από τη μία υπάρχουν βαθιές πολιτιστικές ρίζες: ο πραγματισμός της αγγλοσαξονικής κουλτούρας ενάντια στη ροπή προς τη διεξοδικότητα και τη φλυαρία της λατινικής κουλτούρας. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι είναι φυσικό να έχει να πει πολλά κάποιος που πιστεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό, στη συνεργασία, στους δημόσιους σκοπούς (στόχους) και στη ρύθμιση της αγοράς παρά κάποιος που απλά πιστεύει ότι πρέπει η αγορά να αφεθεί να λειτουργήσει αδιατάραχτη. Η μη δράση, λοιπόν, λόγω της καθοδηγητικής αποθάρρυνσης είναι πιθανότερο να παράξει ένα μεγάλο αριθμό από Λευκές Βίβλους οι οποίες περιγράφουν προγράμματα ενός ονειρεμένου κόσμου.

Η δεύτερη ερώτηση είναι σημαντικότερη. Από μια άποψη αυτή η ρητορική είναι ακατάλληλη ή ακόμα και πολύ χρήσιμη, επειδή επιτρέπει σε αποφασισμένους πολιτικούς διαμορφωτές (policymakers) να «εργαστούν» (δηλ. να παράξουν ουσιαστική πολιτική) μιας και οι γραφειοκράτες είναι απασχολημένοι γράφοντας άσχετες Λευκές Βίβλους. Αυτή την άποψη την βλέπουμε ως απλοϊκή. Όμως, μια κενού περιεχομένου ρητορική μπορεί να γίνει μια καλή δικαιολογία για βαθιές και λανθασμένες παρεμβατικές (κυβερνητικές) πολιτικές και μπορούν να παρασύρουν το δημόσιο διάλογο, δημιουργώντας ανορθολογικές απαιτήσεις, οι οποίες υψώνουν εμπόδια στους αποφασισμένους policymakers στο να κάνουν επίπονες (αλλά επωφελείς) επιλογές.

4. Το έργο των θεσμών της ΕΕ.

Στο κεφάλαιο αυτό δίνονται παραδείγματα από τέσσερα πολιτικά πεδία, στα οποία απεικονίζονται τα προβλήματα που περιγράψαμε παραπάνω.

4.1. Πολιτικές για την Εργασία.

Το Δεκέμβριο του 1991 όλα τα κράτη μέλη, εκτός της Βρετανίας, συμφώνησαν σε ένα «Χάρτη Θεμελιακών Κοινωνικών δικαιωμάτων» -τον οποίο κατόπιν επικύρωσε η κυβέρνηση των Εργατικών και στη Βρετανία-. Ο Χάρτης έγινε ένα νέο κεφάλαιο της Συνθήκης του Άμστερνταμ το 1997, μετατρέποντας την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων αυτών σε προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής της Ένωσης. Εδραζώμενη σε αυτό το υπόβαθρο, η συνάντηση εργασίας στο Λουξεμβούργο το 1997 σχεδίασε την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Εργασία, με μια σειρά αναφορών για ένα σημαντικό εύρος θεμάτων –από την εργασιακή εκπαίδευση έως τη βελτίωση του κοινωνικού διαλόγου-.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο -του Μαρτίου του 2000- στη Λισσαβόνα (ένα meeting που έχει πάρει μυθικές διαστάσεις στους κόλπους της ΕΕ) έθεσε μια σειρά από κριτήρια και πολιτικές προτάσεις για την επίτευξη των νέων στρατηγικών στόχων της επόμενης δεκαετίας: «να γίνει η ΕΕ η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή».

Η στρατηγική της Λισσαβόνας και οι στόχοι για το 2010:

Η Ιδανική, βασισμένη στη γνώση, Κοινωνία

- Ποσοστό εργαζομένων: Συνολικά 67% (2005) 70%, Γυναίκες 57% (2005) 60%, γηραιότεροι εργαζόμενοι 50%

- Παρεμπόδιση της μακροχρόνιας ανεργίας: σε κάθε νέο και ενήλικο άνεργο θα πρέπει να προσφέρεται η ευκαιρία για μια νέα αρχή εντός 6 και 12 μηνών αντίστοιχα.

- Συμμετοχή των ανέργων σε μέτρα ένταξης :20%

- Αύξηση της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 5 έτη.

- Μείωση του ποσοστού εγκατάλειψης της βασικής εκπαίδευσης κατά 10% στην ΕΕ και μείωση στο μισό του ποσοστού του 2000 για κάθε κράτος μέλος.

- Αύξηση της εκπαίδευσης στις ηλικίες από 25 έως 64 κατά 80%

- Συμμετοχή των ενηλίκων στην εκπαίδευση και στην επαγγελματική κατάρτιση: 15% σε ευρωπαϊκό επίπεδο και κανένα κράτος μέλος κάτω από 10%.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε τη μέθοδο της «Ανοιχτής Συνεργασίας», η οποία αρχικά σχεδιάστηκε για να επιτρέψει κάποιας μορφής συντονισμού, στη βάση της άσκησης ισότιμης πίεσης -στην περίπτωση απουσίας νομοθετικών εργαλείων- σε όλα τα πεδία της πολιτικής ατζέντας της ΕΕ.

Αποτελείται από ένα πολύπλοκο σύστημα συντονισμού και παρακολούθησης των πολιτικών για την εργασία: Κάθε χρόνο το Συμβούλιο εκδίδει τον «Οδηγό Εργασίας» και τις «Συστάσεις του Συμβουλίου προς τα κράτη μέλη για την πολιτική της εργασίας», βασιζόμενο διαδοχικά στις συστάσεις της Commission. Τα κράτη μέλη κατόπιν συντάσσουν το «Πρόγραμμα Εθνικής Δράσης» για την πολιτική της εργασίας, στο οποίο αναφέρονται τα προσήκοντα μέτρα για την εφαρμογή του «Οδηγού Εργασίας». Το Συμβούλιο, κατόπιν εκδίδει την «Κοινή Αναφορά Εργασίας» με λεπτομερή αποτίμηση του τρόπου ανταπόκρισης των κρατών μελών στις συστάσεις του «Οδηγού Εργασίας».

Κάποιος μπορεί να διαφωνεί σχετικά με το κατάλληλο επίπεδο συντονισμού των πολιτικών για την εργασία, όμως έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε τρία χαρακτηριστικά αυτής της στρατηγικής.

à Χαρακτηριστικά της στρατηγικής της «ανοιχτής συνεργασίας»:

(1) Καθορισμός (αριθμητικών) μετρήσιμων στόχων, οι οποίοι είναι αδιαφοροποίητοι μεταξύ των κρατών μελών.

(2) Εμμονή στις αντιφατικές πολιτικές (ως αυταπόδεικτα «καλές»)

(3) Ρητορική, που περιλαμβάνει από τις βαρύγδουπες διακηρύξεις («κοινωνία βασισμένη στη γνώση») έως μια μυριάδα από ασήμαντες αλλά πομπώδεις ανακοινώσεις[2].

Η πλειάδα των δραστηριοτήτων τις οποίες αναλαμβάνει η ΕΕ, για την οικοδόμηση της «κοινωνίας της γνώσης», θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι είναι μια αβλαβής (χωρίς συνέπειες) άσκηση ευρω-φλυαρίας. Όμως αυτή η άσκηση δεν είναι μόνο μια αμφισβητήσιμη ως προς την αποτελεσματικότητά της χρήση του χρόνου και των πόρων. Συμβάλει επίσης στην οπισθοδρόμηση τόσο του δημοσίου διαλόγου όσο και του επιπέδου αντίληψης (κατανόησης) των πολιτών, γιατί δίνει την εντύπωση ότι μερικοί θεσμοί της ΕΕ στην πραγματικότητα γνωρίζουν πώς να επιλύσουν το πρόβλημα της ευρωπαϊκής ανεργίας, και το μόνο που πρέπει να κάνουν τα κράτη μέλη είναι να συνεργαστούν.

à Αμφισβητήσιμη:

(1) Καμία κυβέρνηση κράτους μέλους δε θεωρεί τις κατευθύνσεις της πολιτικής για την εργασία που εκπορεύονται από την ΕΕ –«Οδηγός Εργασίας»- ως έναν εξ΄ αποστάσεως δεσμευτικό περιορισμό.

(2) Καμιάς χώρας το «Πρόγραμμα Εθνικής Δράσης» δεν έχει επηρεάσει την καθοδηγητική πολιτική της ΕΕ για την εργασία.

à Γιατί οι κυβερνήσεις συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία;

Οι κυβερνήσεις μοιάζουν να συμμετέχουν λόγω του γενικότερου ενθουσιασμού και της προσοχής των Media στους στόχους της Λισσαβόνας. Είναι με άλλα λόγια εγκλωβισμένες σε μια κακή κατά Nash ισορροπία, όπου η όποια αποχώρηση θα τις στιγματίσει ως… ευρω-μπαγάσα (ευρω-κατεργάρη).

Το δεύτερο πρόβλημα (καθοδηγητική ρητορική) είναι εμφανέστατο –σε αυτό το πεδίο πολιτικής-: Η ανικανότητα για δράση υποκαθίσταται από πομπώδη φλυαρία.


4.2. Πολιτιστική Πολιτική

Οι πόροι της ΕΕ για την έρευνα διαχέονται μέσω των Framework Programmes (F.P). Το πιο πρόσφατο -6ο- ξεκίνησε το 2003 και είχε προϋπολογισμό 17,5 δισεκ. € (ή 4% του Π/Υ της ΕΕ) για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών.

Το 6ο F.P. υιοθετήθηκε με τη διαδικασία της συν-απόφασης από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο στη βάση των συστάσεων της Commission. Περιλαμβάνει επτά (7) θεματικές προτεραιότητες και για κάθε μια από αυτές, το Συμβούλιο, παρέχει μια λίστα με λεπτομέρειες για το που θα πρέπει να εστιάσει η έρευνα της θεματικής.

Οι συγγραφείς (του άρθρου) αναφέρονται στην θεματική: «Πολίτες και διακυβέρνηση στην κοινωνία της γνώσης», η οποία καλύπτει τις κοινωνικές επιστήμες. Κατόπιν περιγράφουν τις κατευθύνσεις που δίνει η ΕΕ προς τους ερευνητές της θεματικής και καταλήγουν στις εξής διαπιστώσεις:

(1) Οι οδηγίες, προς τους ερευνητές, είναι αρκετά ανακριβείς και χρησιμοποιούνται αμφίσημοι (διφορούμενοι) χωρίς ουσία όροι.

(2) Οι συντάκτες των κατευθύνσεων αντιλαμβάνονται την έρευνα ως μια εκπορευόμενη από κάποιες κατευθύνσεις διαδικασία, η οποία θα οδηγήσει σε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα. Αυτό όμως έρχεται σε ασυμφωνία με την επικρατέστερη (αγγλοσαξονική) αντίληψη περί της επιστημονικής έρευνας η οποία είναι απρόβλεπτη (τόσο ως προς τη μεθοδολογία όσο και ως προς τα συμπεράσματα).

Το δεύτερο πρόβλημα (της καθοδηγητικής ρητορικής) απεικονίζεται και σε αυτό το πεδίο πολιτικής.

4.3. Εξωτερική και Αμυντική Πολιτική

α. Σύντομο ιστορικό της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής

Η εξωτερική και η αμυντική πολιτική είναι πεδία με προφανείς οικονομίες κλίμακας. Έτσι το 1969 –μετά από μια περίοδο αποτυχημένων προσπαθειών- στη Σύνοδο Κορυφής στη Χάγη δημιουργήθηκε η «Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία», με την οποία καθορίστηκαν κάποιες συναντήσεις των υπουργών εξωτερικών και των διπλωματών, με αντικείμενο τη συζήτηση και την ανταλλαγή απόψεων για θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Το αποτέλεσμα δεν ήταν εντυπωσιακό: η συζήτηση διεξαγόταν για περιφερειακά θέματα και για θέματα όπου δεν υπήρχαν διαφορετικές αντιλήψεις.

Το επόμενο μεγάλο βήμα ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχ (1991-92) όπου δημιουργήθηκε –ο δεύτερος πυλώνας- η «Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας» [ΚΕΠΠΑ]. Με εξαίρεση λοιπόν κάποιες δηλώσεις -οι οποίες έμειναν μόνο στα λόγια- για την εμπλοκή της Commission στα θέματα ΚΕΠΠΑ, ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι αυτά τα πεδία πολιτικής βρίσκονταν αποκλειστικά και μόνο στα `χέρια` των κυβερνήσεων των κρατών μελών. Υιοθετήθηκαν μια σειρά από κοινές θέσεις, οι οποίες όμως «έρχονταν συνήθως μια ή δύο βδομάδες μετά την επίδραση των γεγονότων»[3].

Η εξωτερική πολιτική της ΕΕ απέτυχε παταγωδώς στην πρώτη πραγματική δοκιμασία: Στη Γιουγκοσλαβία. Η αποτυχία αποκαλύπτεται από το γεγονός και μόνο ότι διαπραγματευτής για το θέμα, ήταν απεσταλμένος της κυβέρνησης Clinton, καταδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την αδυναμία της ευρωπαϊκής διπλωματίας να επιλύσει ένα γειτονικό της πρόβλημα.

Η αιτία της αποτυχίας είχε δύο πτυχές:

(1) Έλλειψη κοινών επιδιώξεων στην ευρωπαϊκή πολιτική (Η Γερμανία -κατά παράδοση- υποστήριζε τους Κροάτες, ενώ η Γαλλία και η Βρετανία τους Σέρβους).

(2) Την απροθυμία των ευρωπαίων να χρησιμοποιήσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις.

Ως αντίδραση, λοιπόν, στην αποτυχία αυτή δημιουργήθηκε (με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ) «Ο Υψηλός Αντιπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ» με σκοπό τη δημιουργία και την επίτευξη κοινών θέσεων για τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Η θέση του Υψηλού Αντιπροσώπου για θέματα ΚΕΠΠΑ καλύπτεται από τότε από τον υπουργό εξωτερικών της Ισπανίας Χαβιέ Σολάνα.

Οι ευρωπαίοι χαρακτήριζαν την θέσπιση της θέσεως αυτής ως μια σημαντική επιτυχία. Όμως, μετά τη βαλκανική κρίση, το επόμενο σοβαρό test έδειξε ότι ο Σολάνα είχε πρόβλημα ακόμα και να συναντηθεί με τον ομόλογό του, των ΗΠΑ, Colin Powell. Προφανώς γιατί δεν υπήρχε μια κοινή εξωτερική πολιτική στην ΕΕ και άρα δεν υπήρχαν πολλά σημεία τα οποία θα μπορούσε -ο Σολάνα- να υποστηρίξει.

Η θέση του Υψηλού Αντιπροσώπου για θέματα ΚΕΠΠΑ συνυπάρχει με αυτή του Επιτρόπου για τις Εξωτερικές Σχέσεις, υπό μια αόριστη κατανομή, των μεταξύ τους, αρμοδιοτήτων. Αυτή η σύγχυση αρμοδιοτήτων ήρθε στην επιφάνεια και κατά την σύγκρουση στο Ιράκ.

β. Ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική.

Μια ισχυρή και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική χρειάζεται έναν ισχυρό στρατό, και οι ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ μικρές για να επιτύχουν από μόνες τους μια αξιόπιστη στρατιωτική ισχύ. Όμως, η διαδικασία προς μια στενότερη στρατιωτική συνεργασία και ολοκλήρωση πάντοτε παρακωλύονταν από το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν αυτή τη διαδικασία, σε σχέση με το ΝΑΤΟ, από δύο αμοιβαία αποκλειόμενες οπτικές:

- Διαδικασία συμπληρωματική του ΝΑΤΟ (Βρετανία)

- Διαδικασία υποκατάστασης ή ακόμα και ανταγωνιστική ως προς το ΝΑΤΟ (Γαλλία, και πιθανόν και Γερμανία).

Με την πτώση του τοίχους του Βερολίνου και την αναβίωση της άποψης της ισχυρής Ευρώπης, αναδύθηκε το θέμα της σχέσης της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής με το ΝΑΤΟ.

Το 1991 στο Μάαστριχ, οι δύο αμοιβαία αποκλειόμενες οπτικές δε μπόρεσαν να εναρμονιστούν και τελικά ο συμβιβασμός ήταν η συμφωνία ότι η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (WEU) θα ήταν «ο ευρωπαϊκός πυλώνας του Ατλαντικού Συμφώνου» και «ο αμυντικός βραχίονας της ΕΕ», παρόλα αυτά η πρακτική επίπτωση αυτής της συμφωνίας δεν ήταν ξεκάθαρη. Τον ίδιο χρόνο οι ευρωπαίοι δημιούργησαν την «Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας» [ESDP] μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ.

Οι ευρωπαίοι διαπίστωσαν επίσης ότι το πρώτο που θα έπρεπε να φτιάξουν ήταν μια στρατιωτική δύναμη ταχείας αποκρίσεως [Fast Response Force, FRF], η οποία θα είχε τη δυνατότητα αναπτύξεως σε σύντομο χρονικό διάστημα σε περίπτωση κάποιας κρίσης. Στους στόχους που τέθηκαν στο Ελσίνκι, ήταν η δημιουργία μιας δύναμης 60.000 στρατιωτών, η οποία θα είχε την δυνατότητα να βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη εντός 60 ημερών και να μπορεί να συντηρηθεί για τουλάχιστον ένα χρόνο.

Η στάση που τήρησε η κυβέρνηση Clinton για την FRF και την ESDP ήταν τα γνωστά «3Ds»: Η όποια κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική δεν θα πρέπει να στηρίζεται στο έμψυχο και άψυχο δυναμικό του NATO, δεν θα πρέπει να κάνει διακρίσεις κατά των μελών του NATO τα οποία δεν είναι μέλη της ΕΕ και δεν θα πρέπει να προβαίνει σε ενέργειες που θα οδηγήσουν στην αποσύνδεση της ΕΕ από τις ΗΠΑ.

Η κρίση στη Βοσνία έκανε τους ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς την υποστήριξη του NATO δεν θα ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν μια σημαντική στρατιωτική επιχείρηση και έτσι το πρόβλημα του `πώς θα απεμπλακούμε από το ΝΑΤΟ` έγινε `πώς θα ολοκληρωθούμε μέσα στο ΝΑΤΟ`. Για το λόγο αυτό, μεταξύ του 1994 και του 1996 οι χώρες του ΝΑΤΟ συμφώνησαν στην ανάπτυξη κοινών στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ του ΝΑΤΟ και της WEU, ενώ με τη συμφωνία του Βερολίνου το 1996 η WEU θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το έμψυχο και άψυχο δυναμικό του ΝΑΤΟ για στρατιωτικές αποστολές των κοινών δυνάμεων.

Παρόλα αυτά η συμφωνία του Βερολίνου αποδείχτηκε ότι δεν ήταν και τόσο χρήσιμη. Οι ευρωπαίοι διαπίστωσαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν η πρόσβαση στο ενεργητικό του ΝΑΤΟ αλλά η πρόσβαση στο ενεργητικό των ΗΠΑ: Στο βαθμό που οι ΗΠΑ δε συμφωνούσαν σε κάποια στρατιωτική επιχείρηση, έχοντας πρόσβαση στο ενεργητικό του ΝΑΤΟ -χωρίς τη συνδρομή των ΗΠΑ- η κοινή ανάπτυξη δυνάμεων (ΝΑΤΟ – WEU) δε θα είχε μεγάλη σημασία.

Τελικά το Νοέμβριο του 2003 η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία φάνηκε ότι ήρθαν σε συμφωνία για μια κοινή αμυντική πολιτική: Η βασική επιδίωξη (πρόνοια) ήταν η δυνατότητα ανάπτυξης στρατιωτικών επιχειρήσεων κάτω από την ταμπέλα της ΕΕ, μια κίνηση η οποία για καιρό συναντούσε την αντίσταση της Βρετανίας.

Πριν καλά-καλά αναγγελθεί η συμφωνία, η γνωστή ποικιλία αντικρουόμενων ερμηνειών έλαβε χώρα: Η Βρετανία υποστήριζε ότι αυτή η λειτουργία της ΕΕ δε θα εξασθενούσε το ρόλο του ΝΑΤΟ ως τον κυριότερο στρατιωτικό οργανισμό στην Ευρώπη, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία ερμήνευαν τη συμφωνία ως το πρώτο βήμα για την ανεξαρτητοποίηση της ΕΕ από το ΝΑΤΟ.

γ. Είναι εφικτή μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική;

Κατά την άποψη των συγγραφέων είναι απίθανο να αναπτυχθεί στη ΕΕ μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας στο ορατό μέλλον, για τέσσερις κυρίως λόγους:

(1) Γιατί υπάρχει απόκλιση στις προτιμήσεις και στους στόχους της εξωτερικής πολιτικής μεταξύ των κρατών μελών: Οι ευρωπαίοι πολίτες επιθυμούν μια κοινή εξωτερική πολιτική. Αυτή η επιθυμία εκπορεύεται από μια αντιαμερικανική κουλτούρα η οποία είναι κυρίαρχη στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αντίθετα, ο αντιαμερικανισμός είναι μια μειονοτική στάση στις αγγλοσαξονικές χώρες και στις πρώην κομουνιστικές, που έγιναν πρόσφατα μέλη της ΕΕ.

Είναι δύσκολο να σκεφτούμε το πώς αυτές οι δύο αντίθετες οπτικές της εξωτερικής πολιτικής μπορούν να συμβιβαστούν σε μια κοινή εξωτερική πολιτική.

(2) Εξαιτίας της (πανταχού παρούσας) αρχής της θεσμικής εξισορρόπησης: Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής στις ΗΠΑ, είναι ξεκάθαρο ότι είναι κυρίαρχη η εκτελεστική εξουσία, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια κρίσεων. Αντίθετα στην ΕΕ, ακόμα και αν αποφασίσουν τα κράτη μέλη να παραχωρήσουν την εθνική τους κυριαρχία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής –κάτι το οποίο είναι απίθανο- οι διάφοροι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα έχουν πάντα κάτι να πουν ή να κάνουν, απεμπολώντας με τον τρόπο αυτό την δυνατότητα ανάπτυξης μιας κοινής γραμμής.

(3) Εξαιτίας της απροθυμίας τους για αμυντικές δαπάνες: Η Ευρώπη δαπανά περίπου το 2% του ΑΕΠ της, για την άμυνα, ενώ οι ΗΠΑ 3,5% -με ανοδική τάση-. Σε αυτό θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε και τις τεράστιες επενδύσεις που έκανε η Αμερική σε αυτόν τον τομέα μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι οι ΗΠΑ δαπανούν περίπου 26.800$ για κάθε στρατιώτη για (αμυντικά) προγράμματα Έρευνας και Ανάπτυξης, όταν το αντίστοιχο ποσό για την ΕΕ είναι περίπου 4.000$.

(4) Εξαιτίας της αποστροφής, των μεγάλων κρατών μελών της ΕΕ, για εμπλοκή σε στρατιωτικές δράσεις (και στο να χαθούν ζωές από μια τέτοια εμπλοκή).

Εν κατακλείδι, η ιστορία και ο πρόσφατος σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αντανακλά τα δύο βασικά προβλήματα που εξετάζονται σε αυτή την εργασία: (1ο πρόβλημα) η διαμάχη μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, η ασαφής κατανομή ισχύος μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων και των ευρωπαϊκών θεσμών. Το δεύτερο πρόβλημα δεν εμφανίζεται τόσο στην κατεύθυνση της καθοδήγησης όσο στη φλύαρη ρητορική που χαρακτηρίζει το διάλογο για την εξωτερική πολιτική.

4.4. Η Συνθήκη του Μάαστριχ και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

à Τι είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας;

Με τη Συνθήκη του Μάαστριχ (εν ενεργεία από το 1993) καθορίστηκε ότι τα μέλη της ΕΕ που επιθυμούσαν να ενταχθούν στην ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) έπρεπε να επιδείξουν σημαντική δημοσιονομική πειθαρχία έως το 1998. Ειδικότερα, από το 1993 και έπειτα το έλλειμμα στο προϋπολογισμό και το εθνικό χρέος έπρεπε να είναι μικρότερα από 3% και 60% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Τα ίδια όρια θα ίσχυαν για τα μέλη της ΟΝΕ και μετά το 1998, αλλά θα επιτρεπόταν η απόκλιση του ελλείμματος από το όριο (3%) μόνο «κατ΄ εξαίρεση και προσωρινά». Εκ των πραγμάτων, η απαίτηση για το χρέος δεν έγινε προσπάθεια να επιβληθεί και για το λόγο αυτό θα επικεντρωθούμε στο κριτήριο του ελλείμματος.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (1997, τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1999) σχεδιάστηκε για να δώσει συμπαγές περιεχόμενο στη Συνθήκη του Μάαστριχ στα θέματα που αφορούσαν την οικονομική πολιτική στην ΟΝΕ. Μια πρόσφατη ψήφος του Συμβουλίου το Νοέμβριο του 2003 ανέστειλε την εφαρμογή (των κυρώσεων) του Συμφώνου για τη Γαλλία και τη Γερμανία παρά την ανοιχτή παραβίασή του.

Ας δούμε τι είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας: Αρχικά παρουσιάστηκε η αντίληψη ότι ο προϋπολογισμός των κρατών μελών (της ΟΝΕ) θα πρέπει να είναι ισορροπημένος ή πλεονασματικός, παρόλα αυτά διαπιστώθηκε σύντομα ότι τελικά δεν υπήρχε συμφωνία ως προς την ερμηνεία αυτής της αντίληψης. Το Σύμφωνο κατόπιν προσπάθησε να δώσει λειτουργικό περιεχόμενο στην έννοια της «κατ΄ εξαίρεση και προσωρινής» απόκλισης (του ελλείμματος από το όριο του 3%). Μπορεί λοιπόν να είναι το αποτέλεσμα μιας οικονομικής ύφεσης. Δηλαδή, αυτή η απόκλιση να οφείλεται στη πτώση του ΑΕΠ κατά (περισσότερο) του 2%. Βέβαια μια χώρα θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι και μια μικρότερη οικονομική ύφεση μπορεί να οδηγήσει σε αυτή την (κατ΄ εξαίρεση και προσωρινή) απόκλιση. Τελικά τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν ότι η αύξηση του ελλείμματος πάνω από το καθορισμένο όριο (3% του ΑΕΠ) δε δικαιολογείται όταν το ΑΕΠ μειωθεί λιγότερο από 0,75%.

Η Συνθήκη και το Σύμφωνο ενεργοποίησαν ένα σύστημα πολυμερούς εποπτείας. Κάθε χρόνο κατόπιν των συστάσεων της Commission το Συμβούλιο υιοθετεί τον «Οδηγό Οικονομικής Πολιτικής». Κάθε μέλος της ΟΝΕ υποβάλει ένα «Πρόγραμμα Σταθερότητας» με τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του προϋπολογισμού του. Κατόπιν το Συμβούλιο –μετά από τις συστάσεις της Commission- εκφράζει την άποψή του για το «Πρόγραμμα Σταθερότητας» της κάθε χώρας. Σε περίπτωση πραγματικής ή αναμενόμενης απόκλισης, ξεκινά η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Αυτή η μακροχρόνια Διαδικασία προβλέπει μια σειρά από συστάσεις και προειδοποιήσεις αυξανόμενης αυστηρότητας. Σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης επιβάλλεται ποινή έως και 0,5% του ΑΕΠ.

à Γιατί υιοθετήθηκε το Σύμφωνο;

Οι οικονομολόγοι προσπάθησαν για χρόνια να εξηγήσουν την οικονομική ορθολογικότητα της πρόβλεψης του Μάαστριχ και του Συμφώνου, για το έλλειμμα με λίγη επιτυχία. Στην πραγματικότητα τα κίνητρα ήταν πολιτικά.

Η Γερμανία εγκαταλείποντας τον έλεγχο της νομισματικής της πολιτικής, φοβόταν ότι θα εκτιθόταν σε κίνδυνο η μακροχρόνια νομισματική της σταθερότητα. Ως συνέπεια αυτού ήθελε να μη γίνουν μέλη της ΟΝΕ, χώρες των οποίων η οικονομική πολιτική θα χαρακτηριζόταν από χυδαία κακοδιαχείριση. Το έλλειμμα (του Π/Υ) και το χρέος ήταν τα δύο πιο εύκολα παρατηρήσιμα (ορατά) στοιχεία για τη διαπίστωση της οικονομικής κακοδιαχείρισης.

à Πως εξελίχθηκε:

Η πορεία προς την ΟΝΕ συνέπεσε με μια απότομη μείωση του ευρωπαϊκού ελλείμματος: Για κάποιες χώρες (κυρίως για την Ιταλία και την Ελλάδα) ο φόβος του αποκλεισμού από την αρχική φάση της ΟΝΕ επέδρασε ως ισχυρό κίνητρο. Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας ήταν το γεγονός ότι τη δεκαετία του `90 ο παγκόσμιος οικονομικός κύκλος ήταν ευνοϊκός, κάνοντας έτσι ευκολότερη την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Καθώς όμως η πίεση για τη σύγκλιση προς το Ευρώ εξασθένισε και η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε σε φάση ύφεσης, η διατήρηση των όρων του Συμφώνου αποδείχτηκε μια πρόκληση. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης πολεμήθηκε από πολιτικούς και ακαδημαϊκούς σε δύο μέτωπα:

(1) Το Σύμφωνο εμποδίζει τις κυβερνήσεις από το να χρησιμοποιήσουν την δημοσιονομική πολιτική για αντικυκλικούς σκοπούς, ακριβώς τότε που τα δημοσιονομικά εργαλεία χρειάζονταν περισσότερο και ειδικότερα όταν έχουν εγκαταλειφθεί τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής.

(2) Το Σύμφωνο πίεζε προς την κατεύθυνση της περικοπής του ρυθμού ανάπτυξης των δημοσίων επενδύσεων.

à Αξιολόγηση.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχ και του Συμφώνου είναι ότι άφησαν ανοιχτή την πόρτα για την αύξηση της ισχύος της Commission πολύ πέρα από τις αρχικές επιδιώξεις. Μάλιστα αυτή η αυξημένη ισχύ εκφράζεται μέσω της προσπάθειας της Commission να συντονίσει και να ρυθμίσει τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών σε τέτοια έκταση που είναι εκτός των επιδιώξεων και των δυνατοτήτων οποιουδήποτε ευρωπαϊκού θεσμού.

Παράδειγμα για την αυξημένη ισχύ της Commission αποτελεί η αυστηρή επίπληξη προς την Ιρλανδία το 2001: Η Ιρλανδία μετά από μια δεκαετία πρωτοφανούς ανάπτυξης, είχε το μεγαλύτερο πλεόνασμα και το μικρότερο χρέος στη ζώνη του Ευρώ. Με βάση ένα πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ, στο «Πρόγραμμα Σταθερότητας» του 2001, η Ιρλανδική κυβέρνηση πρότεινε τη μείωση του πλεονάσματος κατά 0,3% και κατά ένα μηδαμινό ποσό το 2002. Αυτό θα το επιτύγχανε μειώνοντας τα έσοδα και τους έμμεσους φόρους και αυξάνοντας ελαφρώς τις δημόσιες επενδύσεις, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με τις κατευθύνσεις του προγράμματος σταθερότητας του προηγούμενου έτους. Το ECOFIN το Φεβρουάριο του 2001 προέβη σε μια πρωτοφανή επίπληξη προς την Ιρλανδία με την εξής διατύπωση: «… Το Συμβούλιο θεωρεί ότι αυτή η προκλητική φύση του προϋπολογισμού για το 2001 θέτει σε κίνδυνο την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό… η στρατηγική της αύξησης της απασχόλησης μέσω της ελάφρυνσης των άμεσων φόρων που συστήθηκε το 2000 από τον «Οδηγό Οικονομικής Πολιτικής» … μπορεί να έχει μικρότερη αποτελεσματικότητα απ΄ ότι στο παρελθόν, επειδή έλαβε χώρα σε ένα περιβάλλον επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής… επιπλέον, η μείωση των έμμεσων φόρων έχει μια για πάντα επίδραση στο επίπεδο των τιμών και πιθανόν δε θα έχει επίδραση μόνο στον πληθωρισμό αλλά και στη (πρόσθετη αναζωογόνηση στη) ζήτηση. Βέβαια η αυστηρή σύσταση προς την Ιρλανδία δεν είχε καμία επίπτωση για την Ιρλανδία.

Το παράδειγμα αυτό απεικονίζει τη λανθάνουσα εφαρμογή του Συμφώνου και γενικότερα την καθοδηγητική κουλτούρα των ευρωπαϊκών θεσμών, οι οποίοι εμπλέκονται με την οικονομική πολιτική. [Με ειρωνική διάθεση] Θα πρέπει κάποιος να σταθεί στην «ικανότητα» [των ευρωπαϊκών θεσμών] καθορισμού ποσοτικών συνεπειών από απειροελάχιστες μεταβολές στον έναν ή στον άλλο τύπο δαπανών ή στους φόρους. Σημειώστε επίσης τα αντιφατικά συμπεράσματα της αναφοράς όσον αφορά την επίδραση του πληθωρισμού στους φόρους και στις μεταβολές του ελλείμματος του Π/Υ.

Μια δεύτερη εκδήλωση της προσπάθειας οικονομικής καθοδήγησης είναι η επιμονή στο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, όπως αυτή απεικονίζεται σε πρόσφατη πρόταση της Commission για τον ανασχεδιασμό της ΕΕ: «Με τον πολιτικό συντονισμό θα πρέπει να γίνει εφικτή η κοινή αποτίμηση της οικονομικής κατάστασης, να υπάρχει συμφωνία ως προς τον προσανατολισμό της πολιτικής και της παρακολούθησης της εφαρμογής της. Ο συντονισμός θα πρέπει να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση σε ειδικές περιπτώσεις… Τα εργαλεία της συντονισμένης οικονομικής πολιτικής και ειδικότερα οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές και οι γνώμες για το πρόγραμμα σταθερότητας και σύγκλισης θα πρέπει να καθορίζονται στη βάση των προτάσεων της Commission και να μη λαμβάνονται υπόψη (αυτές οι γνώμες) ως απλές συστάσεις από τις οποίες το Συμβούλιο θα μπορεί να τις απορρίπτει με ενισχυμένη πλειοψηφία.

à Η Εγκατάλειψη του Συμφώνου.

Στις 25 Νοεμβρίου του 2003 το Συμβούλιο αποφάσιζε για τη περίπτωση της Γαλλίας και της Γερμανίας, οι οποίες παραβίαζαν το όριο του ελλείμματος για αρκετό καιρό. Οι παραβιάσεις αυτές ήταν πολύ σοβαρότερες από ότι της Ιρλανδίας. Το Συμβούλιο απέρριψε την εισήγηση της Commission σύμφωνα με την οποία αυτές οι δύο χώρες θα έπρεπε να πάρουν έκτακτα μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος κατά 0,4% και 0,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Παρόλα αυτά με μια απόφαση αμφίβολης νομιμότητας, τέθηκε σε αναστολή η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος για τις δύο αυτές χώρες. Η πρωτοφανής αυτή απόφαση οδηγεί ουσιαστικά στην κατάργηση του Συμφώνου και οδήγησε σε δριμύτατες κατηγορίες που αντάλλαξαν το Συμβούλιο και η Commission. Μάλιστα η τελευταία, έκανε αγωγή κατά του Συμβουλίου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Είναι ξεκάθαρο ότι το Σύμφωνο δεν πρόκειται να εφαρμοστεί για καμία άλλη χώρα.

Το περιστατικό αυτό αποδεικνύει ότι όποιου είδους εθνική κυριαρχία και αν εκχωρήσουν οι μεγάλες χώρες προς την Commission, σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, μπορούν να την πάρουν πίσω –νόμιμα ή λιγότερο νόμιμα-. Έτσι λοιπόν είναι εποικοδομητικό να αναγνωρίσουμε το στοιχείο της real politic (της πολιτικής του εφικτού), συμφωνώντας να τερματίσει το Σύμφωνο και να επιστρέψει η δημοσιονομική σύνεση στις εθνικές κυβερνήσεις. Η ενασχόληση της Commission με ασήμαντα δημοσιονομικά ζητήματα των κρατών μελών είναι αδικαιολόγητη, προκαλεί σύγχυση και είναι αντιπαραγωγική.

Η Commission μπορεί να συνεχίσει να διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο, κυρίως όμως ως η Think-Tank των ευρωπαϊκών θεσμών. Μπορεί να αξιώνει (απαιτεί από) τις εθνικές κυβερνήσεις να αναφέρουν με τον πλέον σαφή τρόπο το τι πρόκειται να κάνουν σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, μπορεί να λειτουργεί ως κέρβερος της δημιουργικής πολιτικής και επίσης (να αξιώνει από τις κυβερνήσεις) να παρουσιάζουν τους κατάλληλους τρόπους δράσης στη βάση των δικών τους εκτιμήσεων για τη δημογραφική και άλλες τάσεις. Αυτή η άποψη είναι σημαντική επειδή προωθεί μια διαδικασία που βασίζεται κυρίως στην ισότιμη πίεση και στη κακή φήμη (στο φόβο για κακή φήμη) ώστε να επιτευχθεί από τις κυβερνήσεις τις ΕΕ η επιθυμητή δημοσιονομική πειθαρχία.

à Συγκεντρωτικά για το Σύμφωνο Σταθερότητας

Είδαμε μια ασυνήθιστη ένταση καθοδηγητικής ρητορικής, η οποία συνόδευε την ύπαρξη του Συμφώνου. Η ύπαρξή του είναι ένα ακόμα παράδειγμα της ασαφούς κατανομής ισχύος μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών (πρόβλημα 1α) και μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών από την μια και των κρατών μελών από την άλλη (πρόβλημα 1β).

Οι συγγραφείς, συνεχίζουν, εξετάζοντας το πώς και το εάν το Ευρωπαϊκή Σύνταγμα μπορεί να επιλύσει και σε ποιο βαθμό τα δύο βασικά προβλήματα που εντοπίζουν στη δομή και στη λειτουργία της ΕΕ.

5.1. Το Σύνταγμα και η κατανομή της ισχύος μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών.

Το Σύνταγμα προβλέπει την κατάργηση της κυκλικής Προεδρίας. Ο Πρόεδρος της ΕΕ θα επιλέγεται, στο εξής, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για μια περίοδο δυόμισι (2,5) ετών. Θα αντιπροσωπεύει την ΕΕ στο εξωτερικό σε ένα ισοδύναμο επίπεδο με τους προέδρους των άλλων κρατών (π.χ. τον πρόεδρο των ΗΠΑ).

Σε αντίθεση με την αρχή της θεσμικής εξισορρόπηση, το Σύνταγμα προβλέπει την οριακή ενίσχυση (ενδυνάμωση) του προέδρου της Commission.

Στο πεδίο της ΚΕΠΠΑ, δημιουργείται η θέση του «Υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ», η οποία συνδυάζει τη θέση του Υψηλού Αντιπροσώπου για θέματα ΚΕΠΠΑ και του Επιτρόπου των Εξωτερικών Σχέσεων. Ως αντιπρόσωπος του Συμβουλίου θα προεδρεύει στις συναντήσεις των υπουργών εξωτερικών (των κρατών μελών) και θα είναι υπόλογος στα κράτη μέλη και όχι στην Commission. Επίσης -και πάλι σε αντίθεση με την αρχή της θεσμικής εξισορρόπησης- το Σύνταγμα καθορίζει ότι « με εξαίρεση τα θέματα της ΚΕΠΠΑ… [η Commission] θα επιτελεί τη λειτουργία της αντιπροσώπευσης της ΕΕ στο εξωτερικό».

Ο σημαντικός ρόλος που αποδίδεται στο Πρόεδρο της ΕΕ, ο Υπουργός Εξωτερικών της ΕΕ και ο ρόλος της Commission, αποτελούν μια τριμερή εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε θέματα εξωτερικών σχέσεων, η οποία για άλλη μια φορά αποτελεί τη συνταγή για την ανάπτυξη ενδοθεσμικών εμφύλιων πολέμων.

Συνολικά, αυτές οι αλλαγές εμφανίζονται να ενισχύουν τη θέση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε βάρος της Commission. Ως τέτοιες, είναι το αποτέλεσμα μιας καθαρά διακυβερνητικής επιλογής. Στη πραγματικότητα τις αλλαγές αυτές υποστήριξαν οι πέντε μεγάλες χώρες με τη συγκατάθεση της Δανίας και της Σουηδίας, ενώ αντιτάχθηκαν οι υπόλοιπες χώρες και η Commission.

Όμως κάποιες άλλες αλλαγές, μάλλον οδηγούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια πρόβλεψη με πιθανές σημαντικές επιδράσεις είναι η αλλαγή στη διαδικασία της ενισχυμένης πλειοψηφίας στο Συμβούλιο. Ειδικότερα, το νέο σύστημα ενισχυμένης πλειοψηφίας που προβλέπεται στο Σύνταγμα, απλοποιεί τη διαδικασία και εκ των πραγμάτων μειώνει το όριο των ψήφων της ενισχυμένης πλειοψηφίας.

Η οσμή του Συντάγματος δεν είναι γενικότερα ευνοϊκή για την Commission. Βέβαια είναι δύσκολο να υποδειχτούν εκείνα τα σημεία στα οποία η Commission χάνει ή κερδίζει έδαφος (ισχύ) σε σχέση με τους άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αλλά αυτό μάλλον δεν ενδιαφέρει και τόσο πολύ. Κατά την άποψη των συγγραφέων η κατανομή ισχύος, μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, καθοδηγείται περισσότερο από το πολιτικό κλίμα και την επίδραση των διαφόρων κρατών και συνασπισμών που αναπτύσσονται και λιγότερο από τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που τώρα βρίσκονται στο τραπέζι.

Ως παράδειγμα [για την τεκμηρίωση της άποψης αυτής] αναφέρεται η ιστορική πορεία της Commission. Τη δεκαετία του `70 και του `80, η Commission διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο, ως φορέας που εξωθούσε την αυξανόμενη ολοκλήρωση. Ο σημαντικός ρόλος της, εξασθένισε τη δεκαετία το `90, για διάφορους λόγους;

(1) Αναμφισβήτητα επήλθε μια Ευρω-κόπωση μετά από μια δεκαετή προσπάθεια ασθμαίνουσας ολοκλήρωσης. (2) Η Γαλλο-γερμανική συνεννόηση, η οποία παρείχε το στέρεο πολιτικό υπόβαθρο για τις περισσότερες πρωτοβουλίες της Commission, ατόνησε μετά την επανένωση της Γερμανίας και αυτό οφείλονταν τόσο σε πολιτικές όσο και σε προσωπικές αιτίες (ο Schroeder και ο Chirac δεν επεδίωξαν την επανάληψη της χημείας που έφερε πλάι-πλάι τον Kohl και τον Mitterrand). (3) Η Commission του Santer ενεπλάκη σε κατηγορίες για διαφθορά και παραιτήθηκε το 1999. (4) Η Commission του R. Prodi περιστοιχίζονταν από (αρχηγία και) προβλήματα σε πολλές χώρες και (5) η ίδια η Commission δημιουργούσε εκνευρισμό με τη συνεχή προσπάθειά της να διεκδικεί ισχύ σε πολιτικά πεδία που καμία μεγάλη χώρα δεν επρόκειτο να παραχωρήσει σε υπερεθνικούς θεσμούς.

Το Σύνταγμα και η κατανομή ισχύος μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών από τη μια και των κρατών μελών από την άλλη. (πρόβλημα 1β).

Ένας σημαντικός στόχος για το Σύνταγμα θα έπρεπε να είναι ο επιμερισμός (η κατανομή) των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των εθνικών κυβερνήσεων καθώς και η οριοθέτηση του ρόλου της ΕΕ. Πράγματι, σε μια προσπάθεια ικανοποίησης των Διακυβερνητιστών, το Σύνταγμα προωθεί ένα μακροσκελή διάλογο, σε όλα τα πολιτικά πεδία, για το ρόλο της ΕΕ σε σχέση με αυτόν των εθνικών κυβερνήσεων και κάνει μια προσπάθεια διαχωρισμού μεταξύ των αποκλειστικών και των κοινών αρμοδιοτήτων.

Το Σύνταγμα παραθέτει μια λίστα πέντε πεδίων όπου η ΕΕ έχει αποκλειστικές αρμοδιότητες: Νομισματική πολιτική, εμπορική πολιτική, τελωνιακή ένωση, προστασία των φυσικών πόρων, διεθνείς συμφωνίες.

Όμως, παραθέτει και μια λίστα με 10 πολιτικά πεδία όπου η ΕΕ έχει κοινές αρμοδιότητες με τα κράτη μέλη. Στη λίστα αυτή περιλαμβάνονται ευρείς και ασαφείς ορισμοί όπως «οικονομική, κοινωνική και περιφερειακή συνοχή» και «ελευθερία, ασφάλεια και δικαιοσύνη». Επιπρόσθετα, το Σύνταγμα δίνει μια γενναιόδωρη ερμηνεία στην έννοια των κοινών αρμοδιοτήτων: «Τα κράτη μέλη θα ασκούν τις [κοινές] αρμοδιότητες στο βαθμό που η Ένωση δεν τις έχει ασκήσει, ή έχει αποφασίσει να παύση να τις ασκεί» (άρθρο 11). Επίσης, προβλέπει ακαθόριστα μια «υποστηρικτική, συντονιστική ή συμπληρωματική δράση» σε πέντε ακόμα περιοχές μεταξύ των οποίων η βιομηχανία, ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση (άρθρο 16).

Τέλος, καθορίζει μάλλον στα «κρυφά» ότι «Η Ένωση θα έχει αρμοδιότητα στο να προωθεί και στο να συντονίζει την οικονομική πολιτική και την πολιτική απασχόλησης των κρατών μελών» (άρθρο11). Αυτή η πρόβλεψη κρίνεται ως ακατάλληλη. Η νομοθετική ερμηνεία του Συντάγματος (νομολογία), σε τόσες διαφορετικές γλώσσες, πρόκειται στο μέλλον να δώσει μια περισσότερο ή λιγότερο ασαφή προέκταση προς κάθε πιθανή κατεύθυνση.

Το 3ο μέρος του Συντάγματος, είναι μια συλλογή από άρθρα που περιγράφουν με λεπτομέρειες τη λειτουργία της Ένωσης σε όλες τις πολιτικές περιοχές, από την ΚΑΠ και την αλιεία ως τις μεταφορές και από τη δικαστική συνεργασία ως την ανθρωπιστική βοήθεια. Το μέρος αυτό περιλαμβάνεται στο Σύνταγμα λόγω της επιμονής των συντηρητικών κομμάτων και κυβερνήσεων που ήθελαν να κατοχυρώσουν ότι οι αρμοδιότητες και τα όρια των ευρωπαϊκών θεσμών θα προφυλάσσονταν με σαφή τρόπο, στο συνταγματικό επίπεδο. Παρόλα αυτά η προσπάθεια ήταν αποτυχημένη: Η αμφιλεγόμενη διατύπωση του πρώτου μέρους του Συντάγματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογηθεί κάθε de facto κατανομή αρμοδιοτήτων στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Το Σύνταγμα και το 1γ πρόβλημα (έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας).

Στο πεδίο αυτό το Σύνταγμα έχει κάνει κάποια πρόοδο. Ξεδιαλύνει τη σύγχυση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της ΕΕ. Όλες οι Συνθήκες και οι νόμοι βρίσκονται κάτω από την ΕΕ και το σημαντικότερο είναι ότι η ίδια η ΕΕ αποκτά ξεχωριστή νομική προσωπικότητα. Ειδικότερα αυτό σημαίνει ότι όπως στο πρώτο πυλώνα, έτσι και στο δεύτερο και τρίτο οι νομοθετικές πράξεις θα ισχύουν χωρίς να απαιτείται η έγκρισή τους από τα κοινοβούλια των κρατών μελών και η ενσωμάτωσή τους στο εθνικό δίκαιο αυτών. Επίσης σημαίνει ότι η ΕΕ θα μπορεί να συμμετέχει στα διεθνή forum ως ανεξάρτητη νομική οντότητα. Όμως στο βαθμό που αυτές οι αποφάσεις καθώς και η εξωτερική πολιτική είναι θέματα που απαιτούν ομοφωνία, είναι περιορισμένη η πρακτική τους επίδραση.


5.2. Καθοδηγητική ρητορική και Σύνταγμα.

Το Σύνταγμα έχει κάνει βήματα προς τα πίσω σε αυτό το πρόβλημα. Ξεκινά κάνοντας μια Ευρωκεντρική και ιστορικά ανακριβή αναφορά λέγοντας ότι «Η Ευρώπη προήγαγε τον πολιτισμό». Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι ο πολιτισμός (ό,τι και αν σημαίνει αυτό) γεννήθηκε στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο ή ίσως στην Κίνα.

Μετά από αυτή τη δυσοίωνη αρχή, το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει 54 άρθρα με θεμελιώδη και άλλα δικαιώματα. Μετρήσαμε τουλάχιστον 91 ξεχωριστά δικαιώματα σε αυτά τα 54 άρθρα. Αμφιβάλουν (οι συγγραφείς) αν πολλά από αυτά μπορούν να ειδωθούν ως δικαιώματα. Σε περίοπτη θέση στα δικαιώματα είναι η πρόσβαση στην ελεύθερη εγκατάσταση για την παροχή υπηρεσιών. Αυτό είναι ένα από τα 11 άρθρα κάτω από το κεφάλαιο της κοινωνικής δικαιοσύνης, μαζί με άλλες πολλές και ειδικότερες αναφορές σε δικαιώματα κοινωνικής πρόνοιας. Από την άλλη πλευρά το άρθρο 17 αναφέρει ότι «η χρήση της ιδιοκτησίας μπορεί να ρυθμίζεται… για το γενικότερο συμφέρον».

Έτσι το δεύτερο μέρος του Συντάγματος κρατά τις ρίζες του από την παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης, η οποία είναι αντίθετη της αγγλοσαξονικής και δείχνει μια ροπή (κλίση) προς τη μικρο-διαχείριση.

Αυτό λοιπόν το μέρος του Συντάγματος δίνει μεγάλη ποικιλία δικαιολογιών προς τους μελλοντικούς policymakers για να εμπλέξουν την ΕΕ σε ήσσονος σημασίας κοινωνικές πολιτικές.

6. Συμπεράσματα.

Δύο είναι τα προβλήματα που μαστίζουν τους θεσμούς της ΕΕ:

Το πρώτο είναι η επίδραση της υπέρθετης δικαιοδοσίας που προκαλείται από τις πολυεπίπεδες συμφωνίες με ιδιαίτερη έμφαση στην εξισορρόπηση.

Το δεύτερο είναι η ροπή για καθοδήγηση, με μεγάλη πίστη στη διαμεσολάβηση και στον πολιτικό συντονισμό, τα οποία τελικά οδηγούν σε μια πομπώδη και κενού περιεχομένου ρητορική.

Το Σύνταγμα προσπαθεί να δώσει λύση στο πρώτο πρόβλημα. Το αν δίνει ή όχι εξαρτάται από τον παρατηρητή («το ποτήρι είναι μισογεμάτο και μισοάδειο»). Το δεύτερο πρόβλημα, που κατά τους συγγραφείς είναι και σημαντικότερο, έχει να κάνει με την κουλτούρα και την πρόβλεψη για το ρόλο των κυβερνήσεων. Το Σύνταγμα -αντί να το αντιμετωπίζει- μάλλον το επιτείνει.

Βέβαια (οι συγγραφείς) δεν υποστηρίζουν ότι η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι εν γένει εσφαλμένη. Αντίθετα, υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα από την εσωτερικοποίηση (ενσωμάτωση) των εξωτερικοτήτων και από τις οικονομίες κλίμακας, οι οποίες μπορούν να επιτευχθούν από υπερεθνικές κατασκευές.

Στην πραγματικότητα σε εκείνες τις περιοχές όπου τα δύο προβλήματα αποφεύχθηκαν, υπήρξαν θετικά αποτελέσματα για την Ευρώπη.

Δύο παραδείγματα τέτοιων «περιοχών» είναι:

(1) Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η κοινή νομισματική πολιτική. Στα θέματα αυτά, η θεσμική πολυπλοκότητα και ο «εμφύλιος» πόλεμος (μεταξύ των θεσμών) έχει αποφευχθεί. Η ΕΚΤ είναι πράγματι ένας ανεξάρτητος θεσμός και δεν υπάρχει σύγχυση σχετικά με το ποιος κάνει τι. Η παραδοσιακή ευρωπαϊκή φλυαρία έχει κατά πολύ αποφευχθεί: Παρά το ότι της ανατέθηκαν πολλοί στόχοι –από την πλήρη εργασία, τη συναλλαγματική σταθερότητα και την ανάπτυξη- η ΕΚΤ έχει έναν ξεκάθαρο στόχο:Τη σταθερότητα των τιμών.

(2) Το δεύτερο παράδειγμα είναι η ενιαία αγορά και η πολιτική ανταγωνισμού. Η ΕΕ έπαιρνε πάντα θέση (σταθερά) υπέρ της αγοράς, αποτρέποντας τις κυβερνητικές επιδοτήσεις και τα εμπόδια στο εσωτερικό εμπόριο και αυτό είχε ευεργετικά αποτελέσματα. Αλλά για μια ακόμα φορά, κανένας θεσμικός μετασχηματισμός δε μπορεί να αποτρέψει τη Γαλλία και τη Γερμανία από το να προστατεύσουν τους δικούς τους αγρότες, με κόστος την ευημερία των αγροτών των αναπτυσσόμενων χωρών και πάντα βέβαια με τη συνοδεία της απαραίτητης υπέρ του τρίτου κόσμου ρητορικής.



[1] Οι τρεις κοινότητες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι : Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) 1952, Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) 1958 και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) 1958 -η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα-. Οι δύο τελευταίες ιδρύθηκαν με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1958.

[2] Για παράδειγμα , η εισήγηση της Commission προς το Συμβούλιο για τις συστάσεις του τελευταίου προς τις Ιταλικές αρχές σχετικά με τις πολιτικές του 2002 για την εργασία : «[Οι Ιταλικές αρχές θα πρέπει] να πάρουν μέτρα για να αυξήσουν την ελαστικότητα στην αγορά εργασίας και να εκσυγχρονίσουν την οργάνωση της εργασίας, προωθώντας τη συνέργια μεταξύ ελαστικότητας και ασφάλειας, αποφεύγοντας την περιθωριοποίηση των μη προνομιούχων».

[3] Έκφραση του Chris Patten, επίτροπος για τις εξωτερικές σχέσεις.