17 Ιουν 2008

Κράτος Πρόνοιας και Κοινωνική Ασφάλεια (Social Security)

Σημειώσεις από το βιβλίο του Ξ. Ι. Κοντιάδη «Εισαγωγή στην Κοινωνική Διοίκηση και τους Θεσμούς Κοινωνικής Ασφάλειας», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2008.

1. Εννοιολογικές Αποσαφηνίσεις: Κράτος Πρόνοιας (Welfare State) Vs Κοινωνικού Κράτους (Social State).

1.α. Κράτος Πρόνοιας.
«Ο όρος κράτος πρόνοιας αναφέρεται, κατά περιγραφικό τρόπο, σε εκείνη τη μορφή καπιταλιστικού κράτους που δρα μέσω της παροχικής, κοινωνικής διοίκησης, με σκοπό την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη συστηματική κάλυψη κοινωνικών κινδύνων και αναγκών των πολιτών».
«Το κράτος πρόνοιας αποτελεί εκείνη τη μορφή κράτους που συμπεριλαμβάνει μεταξύ των θεμελιωδών σκοπών του την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και παρεμβαίνει στον οικονομικό χώρο προκειμένου να αναδιανήμει στους πολίτες ένα μερίδιο του εθνικού εισοδήματος και να εγγυηθεί ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης». (σελ. 17)
Το κράτος πρόνοιας παρεμβαίνει στην οικονομία με σκοπό:
- Την ενίσχυση της απασχόλησης
- Τη διασφάλιση βασικών κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση, υγειονομική προστασία κ.α.)
- Την κατοχύρωση ενός κοινωνικού δικτύου ασφάλειας μέσω της εγγύησης ενός ελάχιστου βιοτικού επιπέδου.

Η παρέμβαση στην οικονομία ή αλλιώς «[η] διαμόρφωση της μεικτής οικονομίας ή κοινωνικής οικονομίας της αγοράς συνεπάγεται ότι παράλληλα με την αναγνώριση της λειτουργίας της ιδιωτικής οικονομίας και της ελεύθερης δράσης των ιδιωτών αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα μιας μόνιμης πολιτικής παρέμβασης, με σκοπό την αποτροπή κρίσεων στην αναπαραγωγή του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος». (σελ.18)
«Το κράτος πρόνοιας αντιδιαστέλλεται, από πολιτειολογική σκοπιά, από το πρώιμο φιλελεύθερο κράτος (Τσουκαλάς, 1991). Η αντικατάσταση των παραδοσιακών θεσμών αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας από κρατικά οργανωμένους θεσμούς κοινωνικής ασφάλειας συνιστά υπέρβαση του ωφελιμιστικού φιλελεύθερου ατομικισμού». (σελ. 19)

1.β. Κοινωνικό Κράτος.
«…[Τ]ο κοινωνικό κράτος αποτελεί ένα υποσύνολο, μια συγκεκριμένη μορφή θεσμικής οργάνωσης του κράτους πρόνοιας…και συναρτάται με ιδιαίτερα οργανωτικά και κανονιστικά χαρακτηριστικά…»
«Ο όρος κοινωνικό κράτος εκφράζει μια συγκεκριμένη συνταγματική, νομοθετική και διοικητική – οργανωτική τυποποίηση των παροχικών και ρυθμιστικών μηχανισμών του κράτους».

2. Τα αρχέτυπα του κράτους πρόνοιας (σελ.21-22).
Τα τρία αρχέτυπα (μοντέλα) του κράτους πρόνοιας, σύμφωνα με τη διάκριση που υιοθέτησε για αναλυτικούς λόγους ο G. Esping-Andersen (1990), είναι:
α. Φιλελεύθερο – αγγλοσαξονικό (liberal).
β. Συντηρητικό – κορπορατιστικό (conservative – corporatist).
γ. Σοσιαλδημοκρατικό (social democratic).

2.α. Φιλελεύθερο – αγγλοσαξονικό (liberal).
Το φιλελεύθερο μοντέλο χαρακτηρίζεται από το χαμηλό επίπεδο των παροχών και από την επιλεκτική σκόπευση των κοινωνικών παροχών. Έτσι, οι όποιες κοινωνικές παροχές προϋποθέτουν εισοδηματικό έλεγχο ή έλεγχο οικονομικών μέσων, έχουν ως κύριο στόχο την επανένταξη των ληπτών στην παραγωγική διαδικασία και οργανώνονται κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η αποεμπορευματοποίηση[1] στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Ο αυστηρός έλεγχος των προσωπικών δεδομένων των ληπτών και η λειτουργία του συστήματος με βάση, κατά κύριο λόγο, προνοιακές υπηρεσίες και μόνο δευτερευόντως χρηματικές παροχές συνεπάγονται, σε σημαντικό βαθμό, την κοινωνική απαξίωση των δικαιούχων. Στο μοντέλο αυτό υπάγονται ως παραδείγματα οι Η.Π.Α., ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο.

2.β. Συντηρητικό – κορπορατιστικό (conservative – corporatist).
Το συντηρητικό μοντέλο δεν επικεντρώνεται στην αποδοτικότητα της αγοράς και την εμπορευματοποίηση, όπως το φιλελεύθερο μοντέλο, αλλά αποσκοπεί στη διατήρηση των διαφορών των κοινωνικών status. Σε αντίθεση προς το φιλελεύθερο μοντέλο ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης είναι περιορισμένος, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αναπαραγωγή των παραδοσιακών οικογενειακών προτύπων. Η έντονη διαφοροποίηση μεταξύ κοινωνικών ομάδων αποτυπώνεται επίσης στην κανονιστική οργάνωση του συστήματος και στη χρηματοδότηση με βάση τις εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων και την αντίστοιχη απόδοση παροχών με γνώμονα τον ασφαλιστικό δεσμό. Παραδείγματα του μοντέλου αυτού αποτελούν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Αυστρία.

2.γ. Σοσιαλδημοκρατικό (social democratic).
Στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, το κράτος εγγυάται την πλήρη απασχόληση, ενώ η καθολική κάλυψη και η αποεμπορευματοποίηση επεκτείνονται στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, δημιουργώντας αντίστοιχα δικαιώματα συνυφασμένα με την ιδιότητα του πολίτη. Χαρακτηριστικά του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας είναι η χρηματοδότηση μέσω της γενικής φορολογίας και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής μέσω κοινωνικών υπηρεσιών, με χαμηλό βαθμό κανονιστικότητας. Η κοινωνικοποίηση της κάλυψης βασικών βιοτικών αναγκών και η εγγύηση ενός επιπέδου συνθηκών διαβίωσης στο σύνολο του πληθυσμού, ανεξάρτητα από την απασχόληση ή το εισόδημα του δικαιούχου, συνδυάζονται με την προληπτική στήριξη της οικογένειας. Το μοντέλο αυτό βρίσκει εφαρμογή στις σκανδιναβικές χώρες.

2.δ. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό «παράδειγμα».
«Σε αντίθεση προς την αμερικάνικη αντίληψη, η ευρωπαϊκή προσέγγιση δεν εξομοιώνει την εργασία με τους υπόλοιπους παραγωγικούς συντελεστές και διαφοροποιεί την εργασία από τις άλλες αγορές… στην Ευρώπη η κοινωνική προστασία αντιμετωπίζεται ως στοιχείο σύμφυτο με τη λειτουργία της οικονομίας, αναγκαίο για την οικονομική ανάπτυξη και την υψηλή παραγωγικότητα… το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο είναι κατ’ αρχάς προσανατολισμένο στο δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, στην καθολική πρόσβαση και στην αυξημένη κρατική χρηματοδότηση του συστήματος μέσω της γενικής φορολογίας» (σελ. 25)

3. Αναδρομή στην εξέλιξη του μεταπολεμικού δυτικού κράτους πρόνοιας.
«Κατά την περίοδο από τη λήξη του β’ παγκοσμίου πολέμου έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70, διαμορφώνεται η λεγόμενη κεϋνσιανή συναίνεση, που στηρίζεται στην επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και χαρακτηρίζεται από τη λειτουργία των δικτύων καθολικής κοινωνικής προστασίας και συλλογικής κατανάλωσης, τη χαμηλή ανεργία και την εφαρμογή εκτεταμένων αναδιανεμητικών πολιτικών. Με τον όρο κεϋνσιανή ή σοσιαλδημοκρατική συναίνεση αποτυπώνεται η συναίνεση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ως προς τη διευρυμένη παρέμβαση του κράτους πρόνοιας»
«Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η ανατροπή των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων στα οποία βασιζόταν η κεϋνσιανή συναίνεση αποτελεί την αφετηρία αμφισβήτησης τόσο της αναγκαιότητας ενός διευρυμένου ρόλου του κράτους στις οικονομικές διαδικασίες, όσο και της αποτελεσματικότητας των αναδιανεμητικών μηχανισμών του… η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίζεται από την επικράτηση νεοφιλελεύθερων νεομονεταριστικών οικονομικών πολιτικών, την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και των κοινωνικών υπηρεσιών και τη συρρίκνωση των αναδιανεμητικών λειτουργιών του κράτους… οι αναδιανεμητικές λειτουργίες του κράτους πρόνοιας συρρικνώνονται, ενώ έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων προβάλλεται η προτεραιότητα των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας. Η αποστολή του κράτους αναπροσδιορίζεται στην κατεύθυνση της αφαίρεσης των κοινωνικών και αναδιανεμητικών λειτουργιών του, συγκροτώντας την έννοια του ελάχιστου κράτους (minimal state)». (σελ. 28-29)
«Η αντικατάσταση της κεϋνσιανής συναίνεσης από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνεπάγεται τον παραμερισμό του κρατικού στόχου για εξασφάλιση πλήρους και πραγματικής απασχόλησης, την υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών και τον περιορισμό των αναδιανεμητικών παροχών, ενώ εκτός από τη σταδιακή αποδόμηση βασικών θεσμών του κράτους πρόνοιας παρατηρείται επίσης η τάση συσταλτικής εφαρμογής ή ερμηνείας των κοινωνικών δικαιωμάτων».
«…[Μ]ετά την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης νεοσυντηρητικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του ’80 ακολουθεί μια φάση σκεπτικισμού όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της απόλυτης φιλελευθεροποίησης της αγοράς, τόσο στον οικονομικό όσο και στον κοινωνικό τομέα. Η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στον ιστορικά ξεπερασμένο κεϋνσιανό παρεμβατισμό και στη νεοφιλελεύθερη ασυδοσία της αγοράς». (σελ.30)

4. Κατευθύνσεις Μεταρρύθμισης του κράτους πρόνοιας.

Α. Νεοφιλελεύθερη Απορρύθμιση[2].
4.Α.1. Σταδιακή ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, με αντικατάσταση των μηχανισμών του κράτους πρόνοιας από τη φιλανθρωπική πρωτοβουλία και την οικογένεια.
4.Α.2. Συγκρότηση ενός υπολειμματικού κράτους πρόνοιας, κατά το φιλελεύθερο-αγγλοσαξονικό μοντέλο, το οποίο θα παρεμβαίνει αποκλειστικά για την κοινωνική προστασία των ομάδων χαμηλού εισοδήματος, αναθέτοντας στον ιδιωτικό τομέα το κύριο βάρος της ασφαλιστικής και υγειονομικής κάλυψης.

«Οι υποστηρικτές των δύο αυτών αντιλήψεων επιχειρούν να τις θεμελιώσουν ως αναπότρεπτη εξέλιξη στο πλαίσιο της νέας διεθνούς οικονομίας … υποστηρίζουν ότι τα εθνικά κράτη πρόνοιας ανήκουν πλέον νομοτελειακά στο παρελθόν» (σελ.35)

Β. Αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας.
4.Β.1. Ο «τρίτος δρόμος» (Giddens, 2000, Μουζέλης, 2001) που υπερασπίζεται την υπέρβαση των παραδοσιακών διακρίσεων μεταξύ «Δεξιάς» και «Αριστεράς», υποστηρίζει τη μετάβαση από την αρχή της καθολικότητας των παροχών στη γενναιόδωρη επιλεκτικότητα, δηλαδή όχι κατ’ ανάγκην στην μείωση των κοινωνικών δαπανών αλλά στη ριζική ανακατανομή τους, ώστε να κατευθύνονται στα άτομα και τις πληθυσμιακές ομάδες με τις μεγαλύτερες ανάγκες, ενίοτε υπό την προϋπόθεση της «εργασιακής προώθησης» των ληπτών. Στην αντίληψη του «τρίτου δρόμου» θα μπορούσε να ενταχθεί και το ρεύμα του προνοιακού πλουραλισμού που αμφισβητεί την κεντρική παρέμβαση του κράτους στην παροχή κοινωνικής φροντίδας και αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του τρίτου τομέα, υπό τη μορφή των εθελοντικών κοινωνικών πρωτοβουλιών.

4.Β.2. Μια τέταρτη αντίληψη υπερασπίζεται το δημόσιο χαρακτήρα του κράτους πρόνοιας και την προσαρμογή του στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσω νέων οικονομικών πολιτικών και ευρείας έκτασης μεταρρυθμίσεων στην κοινωνική προστασία και την απασχόληση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, η μείωση του χρόνου εργασίας, η διαρκής οικονομική μεγέθυνση, η φορολογική μεταρρύθμιση, η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, η έμφαση στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών αντί επιδομάτων, ο περιορισμός του ρόλου της κοινωνικής ασφάλισης (social insurance) στο σύστημα κοινωνικής ασφάλειας (social security), αποτελούν ορισμένες πτυχές των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

5. Κοινωνική Ασφάλεια (social security).

5.α. Ο σκοπός της κοινωνικής ασφάλειας
«Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας (ή προστασίας) αποσκοπούν στην επίτευξη του στόχου της κοινωνικής ασφάλειας, δηλαδή:
- Στην προστασία του πληθυσμού από καταστάσεις που επιφέρουν απώλεια ή μείωση των πηγών συντήρησης.
- Στην προληπτική ή επανορθωτική προστασία της υγείας.
- Στην εξασφάλιση απασχόλησης και τη διατήρηση της ικανότητας για εργασία.
- Στην εγγύηση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης.
- Στη διασφάλιση της δυνατότητας κάθε ατόμου να συμμετέχει ενεργητικά στην οικονομική και κοινωνική ζωή.

Ο στόχος της κοινωνικής ασφάλειας συνδέεται με την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, την αναδιανομή του εισοδήματος και την επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης (Berghman, 1989, Pieters, 1998).
«Ευρύτερος από τον όρο κοινωνική ασφάλεια θεωρείται, κατά μια άποψη, ο όρος κοινωνική προστασία, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα εθελοντικά προγράμματα που δεν απορρέουν από νομοθετική ρύθμιση (Abel-Smith, 2001)». (σελ. 55)

5.β. Θεσμική οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας.
Οι συνιστώσες της κοινωνικής ασφάλειας (social security):
(1) Κοινωνική ασφάλιση (social insurance)
(2) Κοινωνική πρόνοια (social assistance – social welfare)
(3) Προστασία της υγείας (Health care)

5.β.1. Κοινωνική ασφάλιση.
Η κοινωνική ασφάλιση καλύπτει το σύνολο των μέτρων που αφορούν τη χορήγηση οικονομικών πόρων (ασφαλιστικές παροχές) από ειδικούς φορείς (ασφαλιστικοί οργανισμοί) σε πρόσωπα που υπάγονται σε αυτούς (ασφαλισμένοι), τα οποία αντιμετωπίζουν τυποποιημένους κινδύνους μείωσης εισοδημάτων ή αύξησης των δαπανών (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και έχουν συμπληρώσει προκαθορισμένες χρονικές και οικονομικές προϋποθέσεις (χρόνο ασφάλισης, ασφαλιστικές εισφορές).

5.β.2. Κοινωνική πρόνοια.
Η κοινωνική πρόνοια καλύπτει το σύνολο των μέτρων που αφορούν τη χορήγηση μη ανταποδοτικών εισοδηματικών παροχών, παροχών σε είδος και κοινωνικών υπηρεσιών μέσω ειδικών φορέων (προνοιακοί φορείς) σε άτομα που τελούν σε κατάσταση ανάγκης και δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν με δικά τους μέσα (Αμιτσής, 2001).

«Η κοινωνική πρόνοια δεν αποσκοπεί στην αναπλήρωση εισοδημάτων, αλλά στη διασφάλιση κάθε ανθρώπου από καταστάσεις βιοποριστικής αδυναμίας, ένδειας και κοινωνικού αποκλεισμού, οι οποίες προσβάλλουν ευθέως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δυνατότητα του ατόμου να συμμετέχει στην κοινωνική και οικονομική ζωή» (σελ. 57)

Διαφορά κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας
« Η κοινωνική ασφάλιση επιδιώκει τον ειδικότερο σκοπό της εξασφάλισης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων ή των μελών των οικογενειών τους ενόψει ενδεχόμενων μελλοντικών και αβέβαιων κινδύνων που τους απειλούν. Για την εξασφάλισή του από τον ενδεχόμενο κίνδυνο ο ασφαλισμένος συνάπτει νομικό δεσμό με τον ασφαλιστικό οργανισμό, τη σχέση κοινωνικής ασφάλισης, η οποία πρέπει να υφίσταται ήδη πριν από την επέλευση του κινδύνου και με την οποία τυποποιούνται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασφαλιστικού φορέα. Αντίθετα, χαρακτηριστικό του μηχανισμού κοινωνικής πρόνοιας είναι ότι ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες, παρούσες ανάγκες, τις οποίες καλείται να καλύψει ο προνοιακός φορέας κατά κανόνα εφόσον δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλα μέσα και πάντως, χωρίς να υφίστανται προηγούμενος νομικός δεσμός μεταξύ του αποδέκτη και του φορέα των προνοιακών παροχών (Ματθαίου, 1996, Κρεμαλής, 1984)». (σελ. 58)

5.β.3. Προστασία της υγείας.
Η προστασία της υγείας καλύπτει το σύνολο των μέτρων που αφορούν τη χορήγηση παροχών σε είδος και υγειονομικών υπηρεσιών από εξειδικευμένους φορείς, με σκοπό τη διατήρηση και την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού. (σελ. 56)



[1] «αποεμπορευματοποίηση»= ο περιορισμός της απόλυτης εξάρτησης της εργασίας από τη λειτουργία της αγοράς μέσω της κρατικής παρέμβασης… η έννοια της αποεμπορευματοποίησης έχει την αφετηρία της στο έργο του K. Polanyi. (σελ. 166, Κοντιάδης 2008)
[2] Απορρύθμιση (deregulation). Στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, απορρύθμιση σημαίνει τη σταδιακή μετάθεση βαρών για την κοινωνική προστασία στα ίδια τα άτομα, με περιορισμό της κρατικής παρέμβασης στο ρόλο της διαμεσολάβησης συμφερόντων ή της εποπτείας. (σελ.167, Κοντιάδης 2008).