12 Φεβ 2010

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΞΟΔΩΝ ΥΠΕΘΑ (1990-2004)

(Ιούνιος 2005)
1. Διαδικασία Κατάρτισης του Προϋπολογισμού Εξόδων του ΥΠΕΘΑ.

Ο προϋπολογισμός εξόδων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ) αποτελεί μέρος του Κρατικού Προϋπολογισμού (Π/υ). Περιλαμβάνει τα απαιτούμενα ποσά πιστώσεων για την ικανοποίηση των αναγκών του ΓΕΕΘΑ και των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.). Καταρτίζεται από το ΓΕΕΘΑ, σύμφωνα με τις εισηγήσεις των Κλάδων των Ε.Δ.(ΓΕΑ – ΓΕΣ – ΓΕΝ), εγκρίνεται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας (ΥΕΘΑ) ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) και αποστέλλεται στο Υπουργείο Οικονομικών / Γ.Λ.Κ. για τελική έγκριση και ένταξή του στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Το οριστικό ύψους του προϋπολογισμού του ΥΠΕΘΑ καθορίζεται από το Υπουργείο Οικονομικών και η τελική έγκριση δίνεται από τη Βουλή. Η επιμέρους κατανομή των πιστώσεων στους Κλάδους των Ε.Δ. γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, μετά από σχετική (απλή) γνωμοδότηση του ΣΑΓΕ. Η ανώτατη εποπτεία, για τη χρησιμοποίηση των πιστώσεων του Προϋπολογισμού ΥΠΕΘΑ, ασκείται από τον ΥΕΘΑ.
Σημαντική είναι η επισήμανση ότι ο προϋπολογισμός του ΥΠΕΘΑ δεν ταυτίζεται με τις συνολικές αμυντικές δαπάνες. Στον προϋπολογισμό δεν ενσωματώνονται δαπάνες που εντάσσονται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) του Κράτους και αφορούν πιστώσεις υπέρ του ΥΠΕΘΑ. Έτσι οι πιστώσεις που εγγράφονται στο ΠΔΕ και αφορούν το ΥΠΕΘΑ αποτελούν άλλη μια πηγή ενίσχυσης του προϋπολογισμού του υπουργείου, καλύπτοντας ανάγκες σε έργα που εξυπηρετούν την εθνική άμυνα και άλλους κοινωφελείς σκοπούς όπως, κατασκευή ή επισκευή αεροδρομίων, προβλητών, οδών κ.ά. καθώς και συμπληρωματικά προγράμματα εξοπλισμών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για το 2003 και το 2004 εγράφησαν στο ΠΔΕ, υπέρ του ΥΠΕΘΑ, 169 και 246 εκατ. € αντίστοιχα, ενώ για το 2005 έχουν προβλεφθεί 75 εκατ. €[1].
Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι κατά πάγια τακτική των ελληνικών κυβερνήσεων, οι προβλέψεις των πιστώσεων του προϋπολογισμού του ΥΠΕΘΑ είναι μικρότερες από τις τελικός πραγματοποιηθείσες.

2.Προϋπολογισμός ΥΠΕΘΑ : Οικονομικά Στοιχεία

Ο προϋπολογισμός (Π/υ) του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας είναι από τους υψηλότερους, σε σχέση με αυτούς των λοιπών Υπουργείων και μάλιστα ακολουθεί, διαχρονικά, αυξητική πορεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 ήταν σχεδόν τριπλάσιος, σε απόλυτες τιμές, από αυτόν του 1990 (όρα Πίνακας 2.1, στήλη 5). Έτσι η Ελλάδα διαθέτει ετησίως πολύτιμους ανθρώπινους και υλικούς πόρους στην εθνική άμυνα, δαπανώντας ένα σημαντικό ποσοστό του ετήσιου γενικού κρατικού προϋπολογισμού της.

Οι Κυβερνητικές πολιτικές της δεκαετίας του ΄90 συνέτειναν στην οριακή αποκλιμάκωση του ποσοστού συμμετοχής του Π/υ του ΥΠΕΘΑ στο Γενικό Κρατικό Π/υ, ο οποίος όμως αυξάνονταν με γοργούς ρυθμούς (Πίνακας 2.1, στήλη 3). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, χρόνο με το χρόνο, να πολλαπλασιάζονται οι νομισματικές μονάδες που δαπανιόντουσαν για την εθνική άμυνα (Πίνακας 2.1, στήλη 4). Η λανθάνουσα αυτή πολιτική, υποστήριζε ότι όσο πιο εύρωστη και δυναμικά αναπτυσσόμενη είναι η οικονομία μιας χώρας, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης του κράτους, σε απόλυτες τιμές (όρα Γράφημα 2.1).

Ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του Π/υ του ΥΠΕΘΑ την εξεταζόμενη περίοδο (1990 – 1999) συγκρινόμενος με τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του Γενικού Κρατικού Π/υ απεικονίζεται στο Γράφημα 2.2.


Διαπιστώνεται ότι ο Π/υ του ΥΠΕΘΑ αυξάνεται, με μειούμενο ετήσιο λόγο. Ο μειούμενος αυτός λόγος είναι εξομαλυσμένος (μικρότερη κλίση) σε σχέση με τον μειούμενο ετήσιο λόγο αύξησης του Κρατικού Π/υ. Αυτό σημαίνει ότι οι Κυβερνήσεις της δεκαετίας του ΄90 δυσκολεύονταν να περιορίσουν το ρυθμό μεγέθυνσης του Π/υ του συγκεκριμένου Υπουργείου. Οι αυξημένες δαπάνες θεωρούνταν ανελαστικές και απαραίτητες.

Η διαπίστωση αυτή είναι ευκρινέστερη στο Γράφημα 2.3 όπου απεικονίζεται ο σχετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ετήσιου Π/υ του ΥΠΕΘΑ (δηλ. ρυθμός μεγέθυνσης Π/υ ΥΠΕΘΑ δια τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του Κρατικού Π/υ). Η γραμμή τάσης συγκλίνει προς το μηδέν αλλά έχει θετικό πρόσημο.


Την τελευταία πενταετία (2000-2004), διαπιστώνεται μια στροφή των Κυβερνήσεων προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι, αντί να προσπαθήσουν να εκλογικεύσουν την ποσοστιαία συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στις δαπάνες του κρατικού Π/υ, προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν το μέγεθος των δαπανών. Διατηρώντάς το σταθερό και με δεδομένη την αύξηση των συνολικών πιστώσεων του κρατικού Π/υ (λόγω του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ), βαίνει μειούμενη η ποσοστιαία συμμετοχή του ΥΠΕΘΑ στις κυβερνητικές δαπάνες (όρα, τελευταία στήλη του Πίνακα 2.2).
Παρά τον εξορθολογισμό της πολιτικής κατάρτισης του ετήσιου Π/υ, τα στοιχεία του Πίνακα 2.2 επιβεβαιώνουν την εμμονή των Ελληνικών Κυβερνήσεων στην υψηλή συμμετοχή του Π/υ του ΥΠΕΘΑ στον ετήσιο κρατικό Π/υ πιστώσεων. Εξακολουθεί άλλωστε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας μαζί με το Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων και το Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις του καταμερισμού των δαπανών, του κρατικού Π/υ, κατά υπουργείο.
Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία, με τη σταδιακή αποδυνάμωση του στρατιωτικού κατεστημένου, η επικείμενη έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της γείτονας χώρας με την Ε.Ε. και η απεμπόληση του Κυπριακού από τις ελληνοτουρκικές διαφορές, συνέβαλαν στη μείωση των, ενταγμένων στον κρατικό Π/υ, πιστώσεων του ΥΠΕΘΑ. Βέβαια, όπως προαναφέραμε, η αποκλιμάκωση αυτή δεν οφείλεται τόσο στη μείωση των πιστώσεων του Π/υ του ΥΠΕΘΑ σε απόλυτες τιμές, όσο στον μικρότερο ρυθμό αύξησης του Π/υ του Υπουργείου αυτού, σε σχέση με το ρυθμό αύξησης του Γεν. Κρατικού Π/υ.
Στο Γράφημα 2.4, βλέπουμε ότι ο λόγος αύξησης του Π/υ του ΥΠΕΘΑ είναι σαφώς μικρότερος του ετήσιου λόγου αύξησης (με μειούμενο ρυθμό) του Κρατικού Π/υ. Μάλιστα η γραμμή τάσης (εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης του λογιστικού έτους 2004 και της μη έναρξης του 2005), εισέρχεται στο αρνητικό επίπεδο του λόγου (ρυθμού) μεταβολής, δηλαδή μειώνονται οι προβλεπόμενες νομισματικές μονάδες που πιστώθηκαν στον Π/υ του ΥΠΕΘΑ. Βέβαια, η διαπίστωση αυτή έχει σχετική μόνο αξία γιατί όπως γνωρίζουμε, το ότι μειώνεται ο σχεδιαζόμενος Π/υ του ΥΠΕΘΑ, για το 2004 και 2005, αφενός δεν συνεπάγεται απαραίτητα τη μείωση των αμυντικών δαπανών (υπάρχει άλλωστε και ο Π/υ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) αφετέρου ο Π/υ του ΥΠΕΘΑ είναι αρκετά “ευέλικτος” κατά την υλοποίησή του (συχνά το ΚΥΣΕΑ εγκρίνει πρόσθετες δαπάνες, πέραν των προβλεπομένων στον κρατικό Π/υ, για λόγους εθνικής ασφαλείας).


Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι ξεκάθαρο ότι την τελευταία πενταετία (2000-2004), ο σχετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ετήσιου Π/υ του ΥΠΕΘΑ (δηλ. ρυθμός μεγέθυνσης Π/υ ΥΠΕΘΑ δια τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του Κρατικού Π/υ) βαίνει σταθερά μειούμενος και μάλιστα βρίσκεται στο αρνητικό επίπεδο τιμών του σχετικού ρυθμού μεταβολής (Γράφημα 2.5). Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι οι ετήσιες δαπάνες υπέρ του ΥΠΕΘΑ θα σταθεροποιηθούν σε ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς τα οφέλη του αυξανόμενου Π/υ να μεταβιβάζονται (απολύτως ανάλογα, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του ΄90, γράφημα 2.3) στις δαπάνες του Υπουργείου αυτού.

Στο Γράφημα 2.6, απεικονίζεται η εκπεφρασμένη βούληση της πολιτικής ηγεσίας για τη μείωση των ποσοστιαίων πιστώσεων του Π/υ του ΥΠΕΘΑ. Αυτή λοιπόν η εικονική μείωση (ποσοστιαία μείωση) εκφράζει το “μέρισμα ειρήνης” το οποίο, σύμφωνα με τις κυβερνητικές δεσμεύσεις, θα επενδυθεί στην εξυπηρέτηση παραγωγικών και κοινωνικών σκοπών, όπως αυτοί αποτυπώνονται στο προσχέδιο του Π/υ 2005.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι το “μέρισμα ειρήνης” δεν εκφράζει περιορισμό των αμυντικών δαπανών, αλλά την πολιτική βούληση για τη σταθεροποίησή τους. Συνεπώς ο όρος είναι αδόκιμος μιας και δεν περικόπτονται δαπάνες αλλά μειώνεται αισθητά ο λόγος μεγέθυνσης αυτών. Το αν είναι ή όχι ικανοποιητική αυτή η πολιτική, θα πρέπει να διερευνηθεί σε συνάρτηση με τις αμυντικές δαπάνες άλλων, αναπτυγμένων ή/και αναπτυσσόμενων οικονομικά, χωρών.

3. Συγκριτικά Στοιχεία.

Το ύψος των ελληνικών αμυντικών δαπανών είναι σε σχετικούς όρους το υψηλότερο μεταξύ των χωρών μελών του ΝΑΤΟ (Γράφημα 2.7 και Πίνακας 2.3) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ε.Ε.. (Γράφημα 2.8).



Οι κατά κεφαλήν αμυντικές δαπάνες της Πορτογαλίας -μιας χώρας με πληθυσμό και οικονομικά αποτελέσματα (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) ταυτόσημα με της Ελλάδας- είναι λιγότερες από τις μισές των αντίστοιχων δαπανών της χώρας μας. Επίσης, το Ην. Βασίλειο με υπερδιπλάσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και διεθνή στρατιωτική παρουσία δαπανά τα ίδια κατά κεφαλήν χρήματα για αμυντικούς εξοπλισμούς που δαπανά και η Ελλάδα, ενώ η Ισπανία με συγκρίσιμο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και παρόμοιους οικονομικούς προσανατολισμούς (Τουρισμός – Παροχή Υπηρεσιών), δαπανά μόλις το 44 % των (κατά κεφαλήν) χρημάτων που δαπανούμε εμείς.



4. Συμπεράσματα – Σχόλια

Η συνοπτική ανάλυση, που προηγήθηκε, σχετικά με την πολιτική που ακολουθεί η χώρα μας στο θέμα των αμυντικών δαπανών, μας οδηγεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα:

1. Η Ελλάδα τη δεκαετία του ΄90 αύξανε με αλματώδεις ρυθμούς τις δαπάνες της για την εθνική άμυνα.

2. Τα τελευταία χρόνια (2000-2004), η αποτελεσματική εξωτερική πολιτική, το αναβαθμισμένο κύρος της χώρας μας στη διπλωματική αρένα και η μεταστροφή των εθνικών προτεραιοτήτων προς την επίτευξη κοινωνικών κυρίως στόχων, συνέδραμαν στη δυνατότητα σταθεροποίησης των αμυντικών δαπανών. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Jervis[2], “..ενώ η στρατιωτική ισχύς ήταν θεμελιώδους σημασίας για την κρατική εξουσία, σήμερα έχει περιορισμένη χρησιμότητα για να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι. Η στρατιωτική ισχύς θεωρείται η τελευταία διέξοδος και σε μεγάλο βαθμό είναι άχρηστη για την επίλυση των βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα κράτη…”.

3. Παρ’ όλα αυτά, οι δαπάνες της χώρας μας, σε σχετικούς όρους, είναι υπέρογκες με αποτέλεσμα το ισοζύγιο κόστους - ωφελιμότητας να γέρνει δυσανάλογα προς την πλευρά του κόστους. Αυτή η πολιτική, αλόγιστης χρηματοδότησης της εθνικής άμυνας, εγείρει εμπόδια στην οικονομική ανταγωνιστικότητα της χώρας μας σε σχέση με άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Θα πρέπει, έστω και καθυστερημένα, να συνειδητοποιήσουμε ότι η οικονομική ισχύς και η οικονομική διπλωματία έχουν κεντρικότερη θέση στην κρατική ασφάλεια, στη σημερινή εποχή, απ΄ ότι έχουν οι Ένοπλες Δυνάμεις[3].

4. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία (θεσμικές μεταρρυθμίσεις – προοπτική ένταξης στην ΕΕ) και η εξαγγελθείσα πολιτική της νυν κυβέρνησης (Κ. Σημίτη) όσον αφορά την οριοθέτηση των διαφορών με τη γείτονα χώρα (με τις όποιες αρνητικές μετεξελίξεις), εντείνουν την ούτως ή άλλως επιτακτική ανάγκη μείωσης και εξορθολογισμού των αμυντικών δαπανών σε πραγματικούς όρους (νομισματικές μονάδες).

5. Η μείωση των αμυντικών δαπανών δεν θα εξασθενίσει την αποτρεπτική δύναμη του κράτους, στο βαθμό που θα υποκατασταθεί από ένα ενισχυμένο και ευέλικτο διπλωματικό σώμα αλλά και στο μέτρο που θα εξασθενούν οι διαπιστωμένες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης[4]. Άλλωστε, αφενός μεν, είναι κοινή διαπίστωση[5] ότι μεταξύ των σύγχρονων φιλελεύθερων κοινωνιών, οι εθνικοί στόχοι “επιβάλλονται” μέσω της διπλωματικής οδού και όχι μέσω πολεμικών συγκρούσεων. Αφετέρου δε, η συγκεντρωτική δομή, η ανεπάρκεια των διαδικασιών σχεδιασμού, η έλλειψη συντονισμού, οι ασαφείς διοικητικές κατευθύνσεις και η ποιοτική ανεπάρκεια του προσωπικού, είναι πολιτικές επιλογές της μεταπολίτευσης και επιτέλους πρέπει να εκλείψουν τόσο από την δημόσια πολιτική όσο και από τον μηχανισμό υλοποίησής της δηλ. τη δημόσια διοίκηση.

[1] Πηγή: Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2005, πίνακας 2.5 & 2.6, “Δαπάνες ΠΔΕ κατά φορέα”, σελίδα 24. (παρατίθεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ).

[2] Jervis R., “The Future of Words Politics”, International Security, τ.16, αρ.3,σελ.39-73. Παρατίθεται στο βιβλίο «Η Νεωτερικότητα Σήμερα: Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός», Stuart Hall – David Held και Anthony McGrew, εκδόσεις Σαββάλας 2003, σελ. 136.
[3] Ό.π. σελ. 136. Αντίστοιχα: «Η εξουσία στο παγκόσμιο σύστημα έχει μετατοπιστεί από τις στρατιωτικές στις οικονομικές δυνάμεις», Nye J. “Bound to Lead”, New York, Basic Books.
[4] Σχετικά με τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, άρθρο της Καλλιόπης Σπανού με τίτλο: «Δημόσια Διοίκηση και Δημόσια Πολιτική», στη συλλογή: “Η Δημόσια Διοίκηση στην Ελλάδα”, Επιμ. Σπηλιωτόπουλος Επ. & Μακρυδημήτρης Αντ., εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2001, σελ.169 – 188.
[5] Μελέτη του καθηγητή Rudolph Rummel κατέδειξε ότι οι δημοκρατίες της ελεύθερης οικονομίας δεν εμπλέκονται σε πόλεμο μεταξύ τους. Κουλουμπής Θεόδωρος, «Διεθνείς Σχέσεις : Εξουσία και Δικαιοσύνη», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995, σελ. 40

7 Φεβ 2010

Βασικές Σημειώσεις Συνταγματικού Δικαίου

1. Νομοθετική διαδικασία.

Η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στη Βουλή και στην Κυβέρνηση (άρθρο 73§1 Σ).
Νομοσχέδιο: νομοθετική πρωτοβουλία από τον/τους αρμόδιο/ους υπουργό/ούς.
Πρόταση νόμου: νομοθετική πρωτοβουλία από έναν (ή περισσότερους) βουλευτές.

Τόσο το νομοσχέδιο όσο και η πρόταση νόμου, με την κατάθεσή τους θα πρέπει να συνοδεύονται από αιτιολογική έκθεση που θα αναφέρει τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Με την παρ. 3 του άρθρου 73 του Συντάγματος, απαγορεύεται η νομοθετική πρωτοβουλία (τροποποίηση ή προσθήκη), εκ μέρους της Κυβέρνησης ή της Βουλής, όταν πρόκειται για επωφελή ατομικό νόμο.

Νομοθετική πρωτοβουλία, σχετική με συνταξιοδοτικά θέματα πρέπει να συνοδεύεται από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (73§2 Σ.)
Νομοθετική πρωτοβουλία, που συνεπάγεται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (75§1 Σ.)
Νομοθετική πρωτοβουλία, που συνεπάγεται δαπάνη ή ελάττωση εσόδων πρέπει να συνοδεύεται από ειδική υπουργική έκθεση (75§3 Σ.)

Η νομοθετική διαδικασία διακρίνεται στη «μεγάλη» και τη «μικρή»:
«μεγάλη»: η οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή επεξεργάζεται το νομοσχέδιο ή την πρόταση νόμου και υποβάλει σχετική έκθεση. Ακολουθεί η συζήτηση και ψήφισή του στην Ολομέλεια της Βουλής, πρώτα επί της αρχής, στη συνέχεια ξεχωριστά για κάθε άρθρο και για τυχόν τροπολογίες, και τέλος επί του συνόλου. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται για τα θέματα του άρθρου 72§1 του Συντάγματος.

«μικρή»: η αρμόδια διαρκής κοινοβουλευτική επιτροπή, συζητάει και ψηφίζει το νομοσχέδιο ή την πρόταση νόμου και στη συνέχεια η Ολομέλεια σε μία μόνο συνεδρίαση ψηφίζει ενιαία επί της αρχής, των άρθρων και στο σύνολο.

2. Διάλυση της Βουλής κατά το Σύνταγμα.

2.α. Υποχρεωτική διάλυση της Βουλής.
Το Σύνταγμα υποχρεώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ) να διαλύσει τη Βουλή όταν αυτή:
i. Αδυνατεί να αναδείξει ΠτΔ (32§4 εδ.α΄ Σ.).
ii. Αδυνατεί να αναδείξει (βιώσιμη) Κυβέρνηση (37§3 εδ.γ΄ Σ.).

Η διάλυση της Βουλής σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται προκειμένου να κληθεί το εκλογικό σώμα να λύσει το πολιτικό αδιέξοδο.
Στο άρθρο 32 του Συντάγματος καθορίζεται η διαδικασία εκλογής του ΠτΔ.

2.β. Διάλυση της Βουλής με Προεδρική πρωτοβουλία.

Ο ΠτΔ έχει τη διακριτική ευχέρεια (και όχι την υποχρέωση) διάλυσης της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 41§1 Σ, αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο Κυβερνήσεις.
Σημειώσεις:
i. Ως παραίτηση, νοείται μόνο η παραίτηση της Κυβέρνησης και όχι η ατομική παραίτηση του Πρωθυπουργού.
ii. Ως καταψήφιση, νοείται τόσο η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης όσο και η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας.

2.γ. Διάλυση της Βουλής με Κυβερνητική πρωτοβουλία.

Η διάλυση της Βουλής με Κυβερνητική πρωτοβουλία γίνεται με δύο τρόπους:
i. Αιτιώδης διάλυση της Βουλής: Σύμφωνα με τα άρθρο 41§2 του Συντάγματος, ο ΠτΔ διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Στην περίπτωση αυτή οι εκλογές διεξάγονται από την Κυβέρνηση που απολάμβανε την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Βουλής.
ii. Αναιτιώδης διάλυση της Βουλής: Η Κυβέρνηση παραιτείται προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, προφανώς, επειδή πιστεύει ότι είναι ευνοϊκή η πολιτική συγκυρία για να τις κερδίσει. Σύμφωνα με το άρθρο 38§1 εδ.γ΄, όταν η Κυβέρνηση παραιτηθεί διεξάγονται εκλογές σύμφωνα με το άρθρο 37§3 εδ.γ΄ δηλαδή, με το σχηματισμό «οικουμενικής» ή «υπηρεσιακής» Κυβέρνησης και κατόπιν διαλύεται η Βουλή για τη διεξαγωγή εκλογών.

Σε κάθε περίπτωση το Διάταγμα διάλυσης της Βουλής πρέπει να διαλαμβάνει την προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες καθώς και τη πρόβλεψη της σύγκλησης της νέας Βουλής μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από αυτές.

3. Η Δεδηλωμένη

Για να διορίσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρωθυπουργό θα πρέπει η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την Κυβέρνηση να είναι πολιτικά «δεδηλωμένη» ήδη κατά τη στιγμή σχηματισμού της τελευταίας (δηλ. διορισμού του Πρωθυπουργού και των Υπουργών).
Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (άρθρο 84§§ 1 και 6) –μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού- έχει μόνο επιβεβαιωτική σημασία. Αν, όμως, η Κυβέρνηση δεν ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, εντός 15 ημερών από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, τότε θεωρείται ότι η Κυβέρνηση καταψηφίστηκε από τη Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να την απαλλάξει άμεσα από τα καθήκοντά της.

Η διαπίστωση της πολιτικώς «δεδηλωμένης» εμπιστοσύνης της Βουλής προκύπτει από τις δημόσιες δηλώσεις (κοινοβουλευτικών) κομμάτων και μεμονωμένων βουλευτών ή έστω από την απ΄ ευθείας εκ μέρους τους ενημέρωση του ΠτΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 84 §6 του Συντάγματος, πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι, 300*(2/5)= 120). Συνεπώς, μια στάση έμμεσης στήριξης (ανοχής) προς την Κυβέρνηση, μπορεί να εκφραστεί με την απουσία του βουλευτή από την ψηφοφορία.
Αντίθετα, η πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (ήτοι, 151).

(Απόλυτη πλειοψηφία: Οι θετικές ψήφοι θα πρέπει να είναι περισσότερες από το άθροισμα των αρνητικών, των λευκών, των «παρών» κ.α.)

Αρχή της δεδηλωμένης: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατία δίνει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών (37§2 εδ.α΄).
Αν το κόμμα αυτό δεν έχει αρχηγό (ή εκπρόσωπο) ή ο αρχηγός ΔΕΝ έχει εκλεγεί βουλευτής, τότε ο ΠτΔ δίνει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης σε αυτόν που θα προτείνει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα δύναται να προτείνει για Πρωθυπουργό και κάποιον ο οποίος δεν έχει εκλεγεί βουλευτής. Η μόνη δέσμευση προκύπτει από το άρθρο 81§2 του Σ., το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 55 που αναφέρεται στα προσόντα εκλογιμότητας.

Πεμπτουσία του Κοινοβουλευτικού συστήματος αποτελεί η εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής και μόνο. Αντίθετα, στα «Ορλεανικού» τύπου κοινοβουλευτικά καθεστώτα η εξάρτηση της Κυβέρνησης ήταν διπλή, τόσο από την εμπιστοσύνη της Βουλής όσο και του αρχηγού του κράτους.

Η αρχή της δεδηλωμένης δεν έχει εφαρμογή μόνο μετά την διεξαγωγή των εκλογών, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση π.χ. αν το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, εκλέξει στην κορυφαία ηγετική θέση του κόμματος νέο πρόσωπο αντί για τον έως τότε αρχηγό του και ο τελευταίος παραιτηθεί από την πρωθυπουργία.

Από συνταγματική άποψη (84§ 1 εδ. β΄), νέα Κυβέρνηση έχουμε όταν έχουμε νέο διορισμό Πρωθυπουργού και όχι όταν αλλάξουν τα πρόσωπα ή τα χαρτοφυλάκια έστω και όλων των υπουργών και υφυπουργών.
Υποχρέωση να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή έχει κάθε νέα Κυβέρνηση. Συνεπώς, δεν υφίσταται καμία υποχρέωση της Κυβέρνησης να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης σε περίπτωση απλού (ή ολικού) ανασχηματισμού της, αν δεν υπάρχει νέος διορισμός Πρωθυπουργού.

Η διερευνητική εντολή διαφοροποιείται ουσιαστικά από την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, αφού, αντίθετα προς εκείνη, δεν συνεπάγεται το διορισμό του εντολοδόχου ως Πρωθυπουργού και γι΄ αυτό παραμένει άτυπη, χωρίς να χρειάζεται δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Είναι, δηλαδή, απλή ανάληψη -εκ μέρους του εντολοδόχου- πολιτικής πρωτοβουλίας για διεξαγωγή συνεννοήσεων μεταξύ των κομμάτων. Άλλωστε, Πρωθυπουργός μπορεί να διοριστεί είτε ο φορέας της διερευνητικής εντολής είτε άλλο πρόσωπο το οποίο θα υποδείξει ο τελευταίος, με τη συναίνεση των κομμάτων που θα στηρίξουν την Κυβέρνηση.

4. Δύο περιπτώσεις παραίτησης της Κυβέρνησης.

I. Ατομική παραίτηση του Πρωθυπουργού.
II. Παραίτηση της Κυβέρνησης συνολικά.

Το αποτέλεσμα είναι ταυτόσημο, δηλ. απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, αλλά και κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές αναδύονται διαδικαστικές διαφοροποιήσεις και ενδεχόμενες δυνατότητες.

4.α. Ατομική παραίτηση του Πρωθυπουργού.
i. Αν η παραίτηση του Πρωθυπουργού είναι επακόλουθο της αλλαγής ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να διορίσει τον νέο αρχηγό του κόμματος Πρωθυπουργό.
ii. Αν παραιτηθεί από Πρωθυπουργός αλλά παραμείνει αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος, τότε η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος προτείνει (δεσμευτικά) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το διορισμό νέου Πρωθυπουργού (άρθρο 38§ 2 εδ. α΄).

4.β. Παραίτηση της Κυβέρνησης συνολικά.
i. Αν η απερχόμενη Κυβέρνηση ήταν Κυβέρνηση συνασπισμού περισσότερων κομμάτων, και κανένα δεν διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπάρχει η δυνατότητα να συγκροτηθεί ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός, με την ίδια ή διαφορετική κομματική σύνθεση. Η δυνατότητα αυτή διερευνάται μέσω της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών.
ii. Αν η απερχόμενη κυβέρνηση ήταν μονοκομματική και διέθετε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί όλους τους πολιτικούς αρχηγούς για την επιδίωξη σχηματισμού «οικουμενικής» εκλογικής Κυβέρνησης. Αν αυτό δεν επιτευχθεί τότε αναθέτει σε έναν από τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων (37 § 3 εδ. δ΄) τον σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για τη διενέργεια εκλογών και διαλύει τη Βουλή.

5. Προσόντα εκλογιμότητας.

Για να εκλεγεί κάποιος βουλευτής θα πρέπει:
i. Να είναι Έλληνας πολίτης,
ii. Να έχει νόμιμη ικανότητα να εκλέγει,
iii. Να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του.

Τα προσόντα εκλογιμότητας δεν χρειάζεται να συντρέχουν κατά την υποβολή υποψηφιότητας αλλά κατά την ημέρα των εκλογών (55§1), όμως θα πρέπει να διατηρούνται σε όλη τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή.
Η κρίση για την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα (άρθρο 100 § 1 εδ.γ΄Σ.) συγκαταλέγεται στις αρμοδιότητες του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ).

Εκτός από τα προσόντα εκλογιμότητας του άρθρου 55 § 1, υπάρχουν τα κωλύματα εκλογής (άρθρο 56) και τα ασυμβίβαστα (άρθρο 57).

Τα κωλύματα εκλογής, κατά μία άποψη, αποτρέπουν την άνιση διεκδίκηση του βουλευτικού αξιώματος μεταξύ των υποψηφίων και διακρίνονται σε σχετικά και απόλυτα:
Σχετικά κωλύματα: Είναι τα κωλύματα εκλογής του άρθρου 56 §1, τα οποία αίρονται με την υποβολή παραίτησης του κωλυόμενου προσώπου από τη θέση του, την προηγούμενη της ανακήρυξής του ως υποψηφίου. Η επάνοδος στην υπηρεσία μετά τις εκλογές απαγορεύεται μόνο για τους στρατιωτικούς που παραιτήθηκαν, για τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς εξ΄ αντιδιαστολής συνάγεται ότι επιτρέπεται. Ο κοινός νομοθέτης πάντως είναι ελεύθερος να προβλέψει ή να μην προβλέψει τη δυνατότητα επανόδου και να ορίσει τις προϋποθέσεις.
Απόλυτα κωλύματα: Είναι τα κωλύματα τα οποία, σε αντίθεση με τα σχετικά, δεν αίρονται ούτε με υποβολή παραίτησης από την κατεχόμενη θέση. Έτσι, οι νομάρχες και οι υπερνομάρχες δεν επιτρέπεται να θέσουν υποψηφιότητα, ούτε να εκλεγούν βουλευτές καθ΄ όλη τη διάρκεια της νομαρχιακής τους θητείας, έστω κι αν παραιτηθούν.
Ο έλεγχος εκλογής των βουλευτών από το ΑΕΔ δεν διενεργείται αυτεπάγγελτα, αλλά μόνο ύστερα από την υποβολή του σχετικού αιτήματος απο όποιον έχει έννομο συμφέρον και μέσα σε σύντομη προθεσμία.

Έννομο συμφέρον και επομένως δικαίωμα υποβολής ένστασης έχει καθένας που ανακηρύχθηκε υποψήφιος, αλλά όχι βουλευτής στη ίδια εκλογική περιφέρεια.

Λόγοι ένστασης, αποτελούν:
i.Έλλειψή των προσόντων εκλογιμότητας
ii. Συνδρομή κωλύματος
iii.Παράβαση του νόμου (ή του Συντάγματος) κατά τη διεξαγωγή της εκλογής
iv.Λανθασμένη αρίθμηση των ψήφων.

Έννομο συμφέρον και επομένως δικαίωμα ένστασης έχει κάθε εκλογέας γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της ίδιας εκλογικής περιφέρειας, αλλά αυτός δεν έχει επιτρέπεται να επικαλεστεί λανθασμένη αρίθμηση των ψήφων.

6. Απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας.

Η απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας επέρχεται μόνο σε 4 περιπτώσεις:
i. Με το θάνατο του βουλευτή
ii. Με την παραίτησή του (άρθρο 60 §2)
iii.Με τη διάλυση της Βουλής ή τη λήξη της βουλευτικής περιόδου
iv.Με τη δημοσίευση απόφασης του ΑΕΔ, η οποία ακυρώνει (κατ’ αποδοχή σχετικής ένστασης) την εκλογή του λόγω:
α) προγενέστερης έλλειψης προσόντος/ντων εκλογιμότητας
β) συνδρομής κωλύματος
γ) παραβίαση διάταξης σχετικής με τη διενέργεια των εκλογών

ή διαπιστώνει (κατ’ αποδοχή σχετικής αίτησης) την έκπτωσή του λόγω:
δ) μεταγενέστερης στέρησης προσόντος εκλογιμότητας
ε) ασυμβίβαστου
στ) υπέρβαση του ορίου προεκλογικών δαπανών.

Τόσο το ανεύθυνο όσο και το ακαταδίωκτο του βουλευτή, για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων (άρθρο 61 § 1), συνιστούν κλασικά παραδείγματα θεσμικών εγγυήσεων όχι υπέρ του βουλευτή ως ατόμου, αλλά με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, μέσω της ανεμπόδιστης άσκησης των αρμοδιοτήτων του βουλευτή.

7. Η Κυβέρνηση.

Κατά το άρθρο 82§1 η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.
Κατά το άρθρο 81§1 την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Έτσι, οι όροι «Κυβέρνηση» και «Υπουργικό Συμβούλιο» ταυτίζονται κατά περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, υπονοώντας το άμεσο συλλογικό όργανο το οποίο συγκροτείται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς.
Η Κυβέρνηση δεν είναι διοικητικό όργανο. Είναι ιδιαίτερο όργανο επιφορτισμένο με ειδική, συνταγματικά καθορισμένη αποστολή.
Όπως προαναφέρθηκε, μέλη της Κυβέρνησης είναι ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί. Στην έννοια του «Υπουργού» συμπεριλαμβάνονται και οι υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου και οι αναπληρωτές υπουργοί.
Οι υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου και οι αναπληρωτές υπουργοί, εκ του Συντάγματος, είναι μέλη της Κυβέρνησης (ομοίως, του Υπουργικού Συμβουλίου) όμως, το αν υπάρχουν ή όχι αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Πρωθυπουργού.
Αντίθετα, ο Πρωθυπουργός υποχρεούται να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπουργούς (με χαρτοφυλάκιο= πολιτικούς προϊσταμένους υπουργείων με καθορισμένες αρμοδιότητες), προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα της Κυβέρνησης.

Κατά το Σύνταγμα, οι υφυπουργοί μπορούν (δύναται) να αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης. Η επιλογή αφήνεται στον κοινό νομοθέτη. Αυτός, με το Ν.1558/85 (νόμος περί υπουργικού συμβουλίου), ορίζει ότι οι υφυπουργοί ΔΕΝ αποτελούν μέλη του υπουργικού συμβουλίου, με συνέπεια να μην μετέχουν στις συνεδριάσεις του, εκτός αν ο Πρωθυπουργός τους καλέσει να μετέχουν σε συγκεκριμένη συνεδρίαση, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Κατά το άρθρο 73§1 οι υφυπουργοί στερούνται της δυνατότητας υποβολής νομοσχεδίων στη Βουλή, αφού η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Κυβέρνηση.

8. Πολιτική ευθύνη.

Η αρχή της πολιτικής ευθύνης της Κυβέρνησης εξαγγέλλεται στο άρθρο 85 και εξειδικεύεται με δύο κυρίως τρόπους:
i. Η Κυβέρνηση και τα μέλη της οφείλουν να λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής για τον τρόπο άσκησης (ή παράληψης άσκησης) των αρμοδιοτήτων τους (υπόκεινται δηλ. σε κοινοβουλευτικό έλεγχο).
ii.Η Βουλή μπορεί να εκφράσει τη δυσπιστία της (μομφή) προς την Κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της (άρθρο 84§2).

Προϋποθέσεις για την υποβολή πρότασης δυσπιστίας:
i. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να φέρει τις υπογραφές του 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών.
ii. Η πρόταση πρέπει να ορίζει σαφώς τα προς συζήτηση θέματα.
iii.Για να μπορεί να κατατεθεί η πρόταση δυσπιστίας, θα πρέπει να έχει παρέλθει τουλάχιστον 6μηνο από την απόρριψη της προηγούμενης πρότασης.

Ερμηνευτικές δηλώσεις:
i. Δεν εξομοιώνεται η πρόταση εμπιστοσύνης με την πρόταση δυσπιστίας.
ii. Η απόρριψη πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης δεν εμποδίζει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά μέλους της, πριν την πάροδο του 6μηνου, και αντιστρόφως.
iii. Δεν απαιτείται 6μηνο, αν η νέα πρόταση δυσπιστίας φέρει τις υπογραφές της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών.

Συνέπεια της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης είναι η υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έκδοση ρυθμιστικού διατάγματος για την απαλλαγή της από τα καθήκοντά της (άρθρο 38§1 εδ.α΄).
Αντίθετα, δεν υπάρχει ρητή Συνταγματική ρύθμιση για τις συνέπειες της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά συγκεκριμένου μέλους της Κυβέρνησης.
Σημειώνεται, ότι όταν ο κοινός νομοθέτης ορίζει ότι οι υφυπουργοί δεν είναι μέλη της Κυβέρνησης, τότε δεν νοείται μομφή (πρόταση δυσπιστίας) κατά αυτών.

9. Αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας.

1. Ρυθμιστικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως ρυθμιστής του πολιτεύματος –άρθρο 30§1-).
1.1. Διορισμός Πρωθυπουργού
1.2. Διορισμός και παύση λοιπών μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών.
1.3. Απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της.
1.4. Διάλυση της Βουλής (ή διαπίστωση της λήξης της βουλευτικής περιόδου).
1.5. Προκήρυξη εκλογών.
1.6. Σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο και αναστολή εργασιών της.
1.7. Προκήρυξη δημοψηφίσματος.

Οι αρμοδιότητες αυτές μορφοποιούνται νομικά με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων, τα οποία ΔΕΝ υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο επειδή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις περιπτώσεις αυτές, δρα ως ρυθμιστής του πολιτεύματος και όχι ως διοικητική αρχή.

Άλλες ρυθμιστικές αρμοδιότητες, οι οποίες όμως δεν μορφοποιούνται νομικά με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων, είναι:
Η παροχή διερευνητικών εντολών
Η δυνατότητά του να απευθύνει διαγγέλματα προς τον λαό.

Στις ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας συγκαταλέγεται και η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία γίνεται είτε με τη δημοσίευση (από τον ΠτΔ) της απόφασης της Βουλής είτε με την έκδοση του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος (άρθρο 48 §§ 1 και 2, αντίστοιχα).

2. Νομοθετικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως παράγοντα της νομοθετικής λειτουργίας –άρθρο 26§1-).
2.1. Αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι η έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων από τη Βουλή νόμων (άρθρο 42§1 εδ. α΄). «Έκδοση» δεν σημαίνει κύρωση των νόμων (όπως ίσχυε προ της αναθεώρησης του 1986), αλλά εννοιολογικά σημαίνει τη βεβαίωση του αρχηγού του κράτους ότι ακολουθήθηκε η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία για την ψήφιση του νόμου από τη Βουλή. Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται ότι η έκδοση συνεπάγεται τη δυνατότητα του Προέδρου να ελέγξει τη σκοπιμότητα του νόμου.
2.2. Ο Πρόεδρος μπορεί να εκδόσει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Η διατύπωση («μπορεί») δεν συνεπάγεται συναπόφαση, αλλά αντίθετα υποχρέωση του Προέδρου να υπογράψει εφόσον η Κυβέρνηση (υπουργικό συμβούλιο) τού προτείνει την έκδοση αυτής της πράξης.
2.3. Στις νομοθετικές αρμοδιότητες του Προέδρου συγκαταλέγεται και η απονομή χάρης. Η απονομή χάρης μπορεί να έχει πολιτική διάσταση ή μπορεί, απλώς, με τον τρόπο αυτό να εκδηλώνεται η επιείκεια της Πολιτείας σε ορισμένο πρόσωπο.

3. Εκτελεστικές αρμοδιότητες (ασκούνται υπό την ιδιότητά του ως παράγοντα της εκτελεστικής λειτουργίας –άρθρο 26§2-).
3.1. Έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων (άρθρο 43)
3.2. Διορισμός και παύση δημοσίων υπαλλήλων, εκτός από τις εξαιρέσεις που ορίζει ο νόμος (άρθρο 46 §1).
3.3. Διορισμός δικαστικών λειτουργών.
3.4. Η αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων και η απονομή βαθμών σε όσους υπηρετούν σ΄ αυτές.
3.5. Οι αρμοδιότητες του αρχηγού του κράτους ως διεθνούς παραστάτη (στη θεωρία υποστηρίζεται ότι η αρμοδιότητα αυτή ασκείται από τον Πρόεδρο υπό την ιδιότητά του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος.

10. Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα είναι διάχυτος και παρεμπίπτων.
Διάχυτος: Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν συνταγματικά δικαστήρια και ως εκ τούτου αρμόδια για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων είναι όλα τα δικαστήρια (άρθρο 93§4).
Παρεμπίπτων: Το κάθε δικαστήριο, στο πλαίσιο των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, με την ευκαιρία της κρίσης της κύριας υπόθεσης, ελέγχει τη συνταγματικότητα του νόμου. Αν η κρίσιμη διάταξη κριθεί αντισυνταγματική δεν ακυρώνεται (ως τέτοια) για κάθε ενδιαφερόμενο, αλλά δεν εφαρμόζεται κατά την κρίση της υπόθεσης που αφορά τους συγκεκριμένους διάδικους (άρθρο 93§3).
Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι πάντα συγκεκριμένος. Αφορά, δηλαδή τη συγκεκριμένη διάταξη νόμου που είναι κρίσιμη για την επίλυση της εκάστοτε ένδικης διαφοράς.
Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν είναι προληπτικός αλλά κατασταλτικός: Διεξάγεται μετά τη θέσπιση του νόμου και συχνά μετά και την έναρξη της εφαρμογής του στη πράξη.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα άρσης της αμφισβήτησης κατά τη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας μιας νομοθετικής διάταξης. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας άρσης της αμφισβήτησης είναι η έκδοση, για το ζήτημα αυτό, αντίθετων αποφάσεων από δύο ανώτατα δικαστήρια (άρθρο 100§1 εδ. ε΄).
Σε περίπτωση που κριθεί αντισυνταγματική μια διάταξη νόμου, τότε αυτή ακυρώνεται erga omnes (έναντι όλων – για κάθε ενδιαφερόμενο) και η απόφαση δημοσιεύεται σε Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, αφού συνιστά άσκηση αρνητικής νομοθετικής λειτουργίας.

Το Σύνταγμα κατοχυρώνει αρμοδιότητες, πρωτίστως στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δευτερευόντως στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον έλεγχο της νομιμότητας (άρα και της συνταγματικότητας) της δράσης της δημόσιας διοίκησης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει καταστεί ο κατ’ εξοχήν ελεγκτής της συνταγματικότητας των διοικητικών πράξεων, ιδίως όταν έχουμε ακυρωτικό έλεγχο διοικητικών –και μάλιστα κανονιστικών- πράξεων (95§1 περ. δ΄).

Προληπτικός έλεγχος για ορισμένες κατηγορίες νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων:
Το Συμβούλιο της Επικρατείας επεξεργάζεται όλα τα διατάγματα κανονιστικού χαρακτήρα (άρθρο 95§1 περ. δ΄) πριν την υπογραφή τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας .
Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα σχετικά με συνταξιοδοτικά νομοσχέδια (άρθρα 73§2 και 98§1 περ. δ΄). Βέβαια η γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι απλή και όχι σύμφωνη, δηλαδή η γνώμη δεν είναι δεσμευτική ούτε για τη Βουλή ούτε για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων διενεργείται και αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από την προβολή ή μη σχετικού ισχυρισμού από διάδικο.

Αντικείμενο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι όλοι οι επί της ουσίας νόμοι:
Νόμοι του νομοθετικού οργάνου.
Διοικητικές πράξεις (κανονιστικές, ατομικές).
Αναγκαστικοί νόμοι και νομοθετικά διατάγματα.
Αντίθετα, δεν μπορούν, σύμφωνα με τη ρητή επιταγή του άρθρου 111§2 του Συντάγματος, να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου συνταγματικότητας οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της περιόδου 1974 -1975.
Ομοίως, οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου δεν ελέγχονται δικαστικά καθώς επίσης, και η εκ του Συντάγματος (74§5 εδ. β΄,γ΄) επιταγή περί της μη ύπαρξης σε νομοσχέδιο άσχετων διατάξεων ή άσχετων τροπολογιών με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο.

Όρια ελέγχου:
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια οριοθετείται με βάση τις νομοθετικές ρυθμίσεις για την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Άρα τα δικαστήρια μόνο μέσα στα πλαίσια των νομοθετικά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων τους μπορούν να ασκήσουν έλεγχο συνταγματικότητας.
Τα δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα ελέγχου της σκοπιμότητας της εκάστοτε κρινόμενης διάταξης νόμου.

Τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων:
Α. «εν αμφιβολία, μη αποδεικνυομένης της προς το Σύνταγμα αντιφάσεως, ο νόμος δέον να κριθεί συνταγματικός και εάν ακόμη δεν αποδεικνύεται η αρμονία τους προς το Σύνταγμα».
Β. Επίσης, το τεκμήριο συνταγματικότητας σημαίνει ότι ο νόμος ισχύει και εφαρμόζεται από την έκδοση και δημοσίευσή του, χωρίς να απαιτείται προληπτική διάγνωση της συνταγματικότητάς του. Μάλιστα, στα πλαίσια του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και κατασταλτικού ελέγχου, η τυχόν δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένης διάταξης επιφέρει μόνο τη μη εφαρμογή της στην κρινόμενη υπόθεση, χωρίς κατά τα άλλα να θίγεται η ισχύς της.

Όπως αναφέρθηκε η συνέπεια της διαπίστωσης της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης νόμου είναι η μη εφαρμογή της στη συγκεκριμένη υπόθεση. Τότε, όμως, με βάση ποιους νόμους θα εκδικαστεί η υπόθεση των διαδίκων;
Θα εκδικαστεί:
α) Με προϊσχύοντα νόμο, ο οποίος ρύθμιζε το ίδιο αντικείμενο
β) Με εφαρμογή υφιστάμενης γενικής διάταξης.
γ) Με αναλογική εφαρμογή ρυθμίσεων σχετικών με παρεμφερή θέματα.

Έλεγχος συνταγματικότητας από άλλα κρατικά όργανα:
α) Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:
Η συμμετοχή του Προέδρου στον έλεγχο συνταγματικότητας έχει περιοριστεί πρακτικά στην άρνησή του να εκδίδει κανονιστικά διατάγματα, όταν ο αρμόδιος Υπουργός δεν έχει συμμορφωθεί με τις παρατηρήσεις που έγιναν για το σχέδιο διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
β) Από τη Βουλή:
Η Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Κανονισμού της, είναι αρμόδια να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων πριν την ψήφισή τους.
γ) Από Διοικητικά όργανα:
Στην πράξη έλεγχος συνταγματικότητας από διοικητικά όργανα ασκείται, ενίοτε, σε υπουργικό επίπεδο με την αποστολή σχετικών ερωτημάτων προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και την υποβολή των σχετικών γνωμοδοτήσεων από αυτό. Επίσης, έλεγχος συνταγματικότητας μπορεί να γίνει από τις Ανεξάρτητες Αρχές.

Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος:
Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος προϋποθέτει ότι η άμεσα εφαρμοστέα εκάστοτε διάταξη είναι επαρκώς ορισμένη ώστε να μπορεί να υλοποιηθεί, έστω και κατά ένα μέρος, χωρίς νομοθετική εξειδίκευση.
Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος από τη Δημόσια Διοίκηση μπορεί να πάρει μορφή υλικών ενεργειών ή έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων, όχι όμως και εκείνη της έκδοσης κανονιστικών πράξεων, αφού η διοίκηση δεν διαθέτει πρωτεύουσα κανονιστική αρμοδιότητα. Εκεί όμως όπου ο κοινοβουλευτικός νομοθέτης εξουσιοδότησε τη διοίκηση να ρυθμίσει ορισμένο θέμα με την έκδοση κανονιστικής πράξης, η τελευταία όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να λάβει υπόψη της και να σεβαστεί τις τυχόν σχετικές συνταγματικές επιταγές, έστω κι αν δεν γίνεται καμία μνεία αυτού στον εξουσιοδοτικό νόμο.